Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Τα τρία μιτζίτια που έκαψαν την Πόλη -1

Καλή Χρονιά σε όλους!

Και στο ξεκίνημα ποδαρικό θα μας κάνει ένα παραμύθι πολίτικο!

Μια φορά κι ένα καιρό, το λοιπόν, πέρα μακρυά, στην Πόλη, ζούσε ένας νέος. Μοναχογιός ήταν κι από πλούσια οικογένεια. Μοσχαναθρεμμένος. Στα πούπουλα τον είχαν οι γονιοί του. Με μέλι και με γάλα μεγάλωνε. Στα καλύτερα σχολειά τον έστειλαν να μάθει γράμματα, του θεού τα πράγματα, να γενεί χρήσιμος άνθρωπος σα μεγαλώσει. Και σαν μεγάλωσε τον έστειλαν και στην Ευρώπη, στα Λονδίνα και στα Παρίσια να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα και να βοηθήσει τον τόπο του μια μέρα. Κι ήρθε μια μέρα και ο Θεός πήρε κοντά του τους γονιούς του νέου. Κι έμεινε εκείνος μόνος του με μια περιουσία αμύθητη! Κτήματα, μαγαζιά, μετρητά, μπαούλα γιομάτα κοσμήματα και λίρες! Κάθισε κάτω ο νέος και σκέφτηκε "πάντα οι γονιοί μου ό,τι ήθελα με το δίνανε και με σπούδαξαν και με κάμαν άνθρωπο. Τώρα που τους πήρε ο Θεός κοντά του, θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου..." Αρχίνεψε, το λοιπόν, να χτίζει σχολειά, να φτιάνει βιβλιοθήκες, να ιδρύει φτωχοκομεία, συσσίτια, να μοιράζει λεφτά και χωράφια από δω κι από κει σ' όποιον είχε ανάγκη. Και δίδασκε κι ο ίδιος. Προσπαθούσε να νουθετήσει τους συμπατριώτες του, μα εκείνοι τίποτα... Ούτε στα σχολειά στέλναν τα παιδιά, ούτε οι ίδιοι καθόντουσαν να να ακούσουν τί είχε να τους πει ο νέος, να μάθουν δυο καινούρια πράγματα, να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Μόνο τα λεφτά άρπαζαν μέσα από τα χέρια του και μετά... 'μη τον είδατε'...

Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια και έδωσε όλη την περιουσία ο νέος σε ευεργεσίες και σε ιδρύματα μα του κάκου... Και χάθηκε το βιός των γονιών του. Κι από τη στενοχώρια του ο νέος άρχισε να πίνει. Πίνε-πίνε κατάντησε ένας μεθύστακας μπεκρής. Κουρελής κι αξυπόλυτος γύρναγε στις γειτονιές κι από ταβέρνα σε ταβέρνα. Και πάντα με μια μπουκάλα στο χέρι τον έβλεπες και τα παιδιά του φώναζαν "Εεεεεεπ! Ντούρος!" και τον κορόιδευαν όπου τον έβρισκαν. Είχε καταντήσει να τον κλαιν κι οι ρέγγες...

Μια μέρα, που είχε μεθύσει πάλι κι ήτανε σκνίπα και δεκάρα δεν τού' χε μείνει και τα παιδιά τον κορόιδευαν "Εεεεεεπ! Ντούρος!" άρχισε να τα βάζει με τους διαβάτες και να φωνάζει πως είχε ξοδέψει όλο του το βιός κι εκείνοι του ήταν αχάριστοι και άξεστοι και τεμπέληδες. "Αν είχα τρία μιτζίτια, θα έκαιγα την Πόλη!" φώναζε μέρα μεσημέρι μπροστά από την Αγιασοφιά. "Αν είχα τρία μιτζίτια, θα την έκαιγα την Πόλη συθέμελα!" Τρία μιτζίτια, σα να λέμε, ήταν τότες σα τρία πενηντάλεπτα σημερινά. Και δώσ' του να φωνάζει και να ξεσηκώνει τον κόσμο. Είχε μαζευτεί πλήθος και γέλαγε μαζί του και  με το κατάντιο του. Κι εκείνη την ώρα, που λέτε, έτυχε να περνάει από κει με την άμαξά της η βεζυροπούλα. Κόσμος γεμάτη η πλατεία, δεν μπορούσε να περάσει η άμαξα, σταμάτησε. Προστάζει τον αμαξά η βεζυροπούλα τότες "Σύρε διες τί συμβαίνει κι έλα να με πεις!" Πάει ο αμαξάς, ρωτάει, γυρνάει λέει στη βεζυροπούλα "Το και το, κυρά μου: ένας μεθύστακας κάνει φασαρία στην πλατεία και φωνάζει πως αν είχε τρία μιτζίτια θα έκαιγε την Πόλη..." "Α, έτσι;" λέει μέσα της η βεζυροπούλα "τώρα θα γελάσουμε..." και λέει στη βάγια της να την ακολουθήσει. Κατεβαίνει από την άμαξα, και μια και δυο πάει στην πλατεία κι ακούει με τα ίδια της τ' αυτιά τον μεθύστακα να φωνάζει πως αν είχε τρία μιτζίτια θα έκαιγε την Πόλη. Πλησιάζει, ανοίγει δρόμο ο κοσμάκης στο διάβα της. Πιάνει, βγάζει από το πουγγί της τρεις λίρες χρυσές και τις δίνει στον μεθύστακα. "Να! Τρεις λίρες σε δίνω!" του λέει "Κι αν σε τρεις μέρες δεν έχεις κάψει την Πόλη, θα σε πάρω το κεφάλι!" Και φεύγει. Κόκαλο ο μεθύστακας.

Η βεζυροπούλα, για να πούμε την αλήθεια, δεν εννοούσε αυτό που είπε, πως τάχα δηλαδή θα του έπαιρνε το κεφάλι αν σε τρεις μέρες δεν έκαιγε την Πόλη. Ήθελε μόνο να του δώσει τις τρεις λίρες μπας και γλίτωνε από τη φτώχεια του και την κατάντια του. Μέχρι να γυρίσει στην άμαξα είχε ξεχάσει κιόλας τί είχε πει. Έλα όμως που ο μεθύστακας δεν το ξέχασε...

Κι όχι μόνο δεν το ξέχασε, αλλά σαν άκουσε τί τού 'πε η βεζυροπούλα όταν του έδινε τις λίρες, ξεμέθυσε στη στιγμή. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει. Σαν τρελός έφυγε τρέχοντας και πήγε σε μια παράγκα που είχε σκαρώσει με λαμαρίνες και κοιμότανε τα βράδυα. Εκεί κάθισε κάτω κι έστυψε το κεφάλι του να δει πως θα γινόταν να το γλιτώσει. "Σάμπως να πάρω μια καραβιά λάδι και να το χύσω γύρω-γύρω απέ την Πόλη και να βάλω φωτιά; Αμά τί με φταίνε οι άνθρωποι να καούν...;" Και πέρασε η πρώτη μέρα και ξημέρωσε η δεύτερη. Σκεφτότανε ο νέος: "Σάμπως να βάλω φωτιά στο δάσος γύρω απέ την Πόλη μαζί με δέντρα να καεί; Αμά και πάλι θα καεί κι ο κοσμάκης και τί φταίει αν εγώ κατάντησα μεθύστακας και μπεκρής και άμα πιώ δεν ξεύρω τί λέω...;" Δεν του πήγαινε καρδιά τώρα που ήταν ξεμέθυστος να πάρει τον αθώο κόσμο στον λαιμό του. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος αυτός. Ήτανε σπουδαγμένος! Και δώσ' του να στύβει το μυαλό του να βρει μια λύση και την πόλη να κάψει, να γλιτώσει το κεφάλι του, και κόσμος να μην χαθεί. Και πέρασε και η δεύτερη μέρα. Και βράδυασε κι ακόμα σκεφτότανε ο νέος.

Εκεί κοντά στο ξημέρωμα πετιέται πάνω και φωνάζει: "Το βρήκα!" Και πέφτει στο αχερένιο στρώμα και κοιμάτε καναδυό ωρίτσες. Μόλις χάραξε η μέρα, και μια και δυο τραβάει για το μεγαλύτερο μαγέρικο της Πόλης. Μπαίνει μέσα με τη χρυσή λίρα στο χέρι. Βρίσκει τον αρχιμάγερακρεατικά και ψαρικά και ρύζια και του Θεού και του Αλλάχ τα καλά! Πόσο θα κοστίσουν;"
"Μισή λίρα" απαντάει ο μάγερας.
"Μια χρυσή λίρα θα σε δώσω, αλλά θέλω στις 12 ακριβώς να είσαι έξω από το χαμάμ του Αλί και να διαλαλείς 'Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!'"
Που πά να πει: "Ακούσατε όλοι και μάθετε πως ο γιος του βασιλιά των Ινδιών έχει έρθει στην πόλη μας!"
Πήρε ο μάγερας την χρυσή λίρα, την έβαλε στην τσέπη, "Όπως επιθυμείς, εφέντιμ!" συμφώνησε.

Βγαίνει από το μαγέρικο ο νέος -να τον λέμε Γιάννη; να τον λέμε!- πάει στο μεγαλύτερο και καλύτερο ποτοπουλιό της Πόλης. Με τη χρυσή λίρα στο χέρι βρίσκει το αφεντικό και του λέει: "Θέλω έναν δίσκο με τα καλύτερα και ακριβότερα ποτά που έχεις. Κρασιά, ροσόλια, τσίπουρα, ουίσκια, σαμπάνιες! Τα πάντα! Πόσο θα κοστίσει;"

"Μισή λίρα" απαντάει ο ποτοποιός. 
"Μια χρυσή λίρα θα σε δώσω, αλλά θέλω στις 12 και τέταρτο ακριβώς να είσαι έξω από το χαμάμ του Αλί και να διαλαλείς 'Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!'
Και του βάζει την λίρα στο χέρι. Συμφώνησε το δίχως άλλο ο ποτοποιός και του έβγαλε και το καπέλο.

Σαν βγαίνει από κει ο Γιάννης τραβάει γραμμή για το καλύτερο ζαχαροπλαστείο της Πόλης. Με την χρυσή λίρα στο χέρι φωνάζει τον αρχιζαχαροπλάστη και του λέει: "Θέλω έναν δίσκο με τα καλύτερα και ακριβότερα γλυκά που έχεις: κανταϊφια και μπακλαβάδες και μαλεμπί και ταούκ γιοκσού και καζάν ντιπί και γαλακτομπούρεκα και απ' όλα. Πόσο θα κοστίσει;"
"Μισή λίρα" απαντάει ο ζαχαροπλάστης. 
"Μια χρυσή λίρα θα σε δώσω, αλλά θέλω στις 12 και μισή ακριβώς να είσαι έξω από το χαμάμ του Αλί και να διαλαλείς 'Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!'"

Συνεχίζεται...

7 σχόλια:

  1. Και όμορφα παραμύθια γράφεις
    και υπέροχες φωτογραφίες βγάζεις!
    Βασιλική είσαι πολυτάλαντη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Teteel, σ'ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου! Είσαι το πρώτο άτομο που μου γράφει κάποιες λεξούλες εδώ και το εκτιμώ! Αν σου άρεσαν τα παραμύθια, θα ακολουθήσουν κι άλλα σύντομα. Καλή σου μέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εννοείται οτι περιμένω και την συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Απαντήσεις
    1. Λάζερε, η συνέχεια είναι στον επόμενο μ ήνα του ιστολογίου σε αυτή τη διεύθυνση¨http://fairytaleteller.blogspot.com/2011/02/2.html
      Ελπίζω να την βρεις ικανοποιητική! Καλό σου βράδυ!

      Διαγραφή