Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Ο βασιληάς Πόρδος (παραμύθι ηχηρόν και αρωματικόν)

Μια φορά κι έναν κιρό σ' ένα χουριό απάνου στου β'νό ζουσι ένας άντρας καλος κι ιργατικός μι την θυγατέρα τ'. Καθώς η κυρά τ' είχε π'θάνει - Θιός χωρέστηνε!- πριν τρία χρόνια, αποφάσισε ο χριστιανός να πάρει μιαν άλλη γ'ναίκα να προυσέχει του σπιτι τ' και την θυγατέρα τ'. Βρήκε μιάνε πού 'ταν προκουμέν' κι είχι κι εκείν' μιαν θυγατέρα στα ίδια χρόνια με την ιδικιά τ'.

Άμα παντρηυτήκανι, έφερε την κινούργια γ'ναίκα και την θυγατέρα τς στου σπιτ'. Αμά η κινούγια κυρά ζήληυει την θυγατέρα' τ' αντρός τς κι όλο την έβανε να κάμνει τις πιο βαρυές δλειές. Ικέινη να πάει στου πηγάδι να βγαν' νιρό, ικείνη να πάει στουν μύλο με τα σακιά του σταρ' ν'αλέσει, ικείνη στα ζα, ικείνη στ' αμπλέλια, ικείνη παντού. Κι κάθουνταν η θυγατέρα η ιδική τς κι φάρδαινε τον πισινό τς κι η θυγατέρα του αντρός τς δούληυει ολημερίς σαν δουλικό. Αμά ήταν καλή θυγατέρα και τίποτις δεν έλεγε στον πατέρα τς ούδε παραπουνιόντανε για τίποτις, μοναχά έκανε όπως της παρήγγηλνε η μητριά τς κι η κόρη τς.

Κι έτσι πέρναγαν τα χρόνια και τα ζαμάνια και τα δυο κουρτσούδια έγιναν κουπέλις της παντρειάς. Κι αρχίνεψαν νά 'ρχουντι τα προξινιά για την θυγατέρα τ' αντρός απ' τα καλύτερα παληκάρια του χουριού κι απού άλλα χουριά πιο μακρυνά κι απού πολιτείις μιγάλις. Αμά για την θυγατέρα της γ'ναίκας τίπ'τις. Ούτι φουνή ούτι ακρόασις. Γιατί όλους ο κόσμους ήξερι πως η κορ τ' αντός ήτανε καλή κι εργατική κι όμορφη και ποτές δεν αντιμιλούσι, ενώ η κορ της γ'ναίκας ήτανε τεμπέλα κι ανάξια και τίποτα δεν έπιανε το χέρι τς. Κι η γ'ναίκα τ' απόδιωνχι όλα τα προξινιά που ερχόντουσαν για την προγονή τς γιατί την ζήληυι κι ήθιλι ηθυγατέρα η ιδικιά τς να παντρηυτεί πρώτ'νη.

Μα μιαν ημέρα η προξινήτρα πήγι κι έπιασι τουν άντρα στον καφινέ κι απάνου στο τρίπουρο, από δω τουν είχι, από κει τουν είχι, τον κατάφερε να πει το "ναι" και να κανουνήσ' να παν ο γαμπρός και τα σ'μπιθέρια στο σπιτ' την Κυριακή μετ΄ατην λειτουργία να γνωρίσ'νε την νυφ. Σαν γύρισε σπιτ κι είπι τα μαντάτα στην γ'ναίκα τ' ικέινη λύσσαξι μέσα τς μα δεν φανέρωσε τίπουτις στουν κύρη τς. Του Σαββάτου πιάν' κι μαγειρεύνει φασουλάδα και διν' στην προγονή τς να φάει όχι μία αμά δυό γαβάθες. Κι είχε κάνι η πονηρή τα κουμάντα τς κι είχι βάλ' μπόκιλου καρότου κι κρομμύδ'. Τρώει η κορ, πέφτει να κοιμ'θεί. Ξημέρουσι ο Θιος την μέρα, στέλνει η γ'ναίκα τουν άντρα τς και την υγατέρα τς στην ικκλισιά και κρατάει την κορ τ' αντρός τς σπιτ τάχαμ-τάχαμ να ετοιμάσνι τη σάλα για τουν γαμπρό. Πέρασ' η ώρα, σχόλασ' η ικκλισιά, ήρθαν σπιτ η θυγατέρα τς κι ου άντρας τς μι τα σ'μπιθέρια κι τουν γαμπρό. Κι ήταν ο Αλιέξανδρους ένα παληκάρι απου τα λίγα. Δαχτυλοδειχτούμινος μες στου χουριό, πλούσιους, μπεσαλής κι λιβέντς σαν τα κρύα τα νιρά. Κι λέει η γ'ναίκα στην προγονή τς "Άντε, μαρή Μαργούδα, σύρε να φερς ένα γλυκό να κιράσουμι τα σ'μπιθέρια κι τουν Αλιέξανδρου!" Πάει η Μαργούδα στην κουζίνα κι ικεί παν' που ιτοίμαζε τουν δίσκου τουν ασημένιου μι τα κιράσματα την πιάνει ένας πόνος στην κοιλιά. "Τρομάρα μου!" σκέφτηκε η κορ' "Τί 'θελα κι έφαγα δυο γαβάθες φασουλάδα ψες; Να τώρα..." Και σφίγγει τα δόντια και κρατιέται και βγαίν' με τουν δίσκου κι αρχίζ' να κιρνάει. Κι εκεί που στέκουνταν μπρουστά στουν Αλιέξανδρο δεν άντεξε άλλο κι άφησι ένα πόρδο ξεγυρησμένου. Τρόμαξαν όλοι απ' τουν κρότου. "Αχ! Άνοιξι Γης, κατάπιημαι!" φωνάζει η Μαργούδα απ' την ιντροπή τς που έκλασι μπρουστά στουν γαμπρό και στα σ'μπιθέρια. Και σαν να την άκουσι η Γης, ανοίγει μια έτσ' και καταπίν' την Μαργούδα!

Βρέθηκι η Μαργούδα στον κάτου κόσμου. Και πριν πρόλάβει να καν' ένα βήμα νάσου μπροστά τς δυο πόδροι θιόρατοι, ζωσμέν' μι σπαθιά κι δόρατα. Την πιάνουν κι την παν στουν βασιληά Πόδρο. Κάθουνταν σ' 'ένα θρόνου αψηλό κι ουλόχρυσου ο βασιληάς. Σαν την γλιέπ' την αρωτα: "Ποιά ίσι συ;" "Εγώ ίμι η Μαργούδα." "Και γιατί ίσι ιδώ;""Να, βασιληά μ', ιγώ έφαγα δυό γαβάθες φασουλάδα ψες κι ικεί που κέρναγα τα σ'μπιθέρια κι τουν Αλιέξανδρου που 'ρθαν για τα λογοδοσήματα, έκλασα και ντράπηκα τόσο πουλί που παρακάλεσα την Γης να με καταπιεί κι έτσι βρέθηκα δωνά."
Γυρναέι ο βασιληάς στουν υπασπιστή τ' και ρουτάει "Είχαμε κανένα καινούριου πόρδο σήμερις;" "Είχαμε έναν, βασιληά μ'." λέει ο υπασπιστής πόρδος. "Φέρτε τον αμέσους ιδώ!" διατάζ' ου βαιληάς. Μετά από λίγην ώρα να ένα πόδρος λιβέντ'ς μπαίνει στην αίθουσα και θαρρετά πάει και χιριτάει τουν βασιληά Πόρδο. Τον κοιτάει καλά-καλά ο βασιληάς, ήταν ένα πόρδος γιροδιμένους και δυνατός, με κάτι μπράτσα να! με κάτι πλατάρις να! Και μοσχοβόλαγε! Αχ, πώς μοσχοβόλαγε! Φχαριστήθ'κι ου βασιληάς, γυρνάει λέει στην Μαργούδα: "Για τέτοιον πόρδο λιβέντ κι καραμπουζουκλή που μας έφτιαξις κι ιγώ θα σε προικίσω!" και χτυπαέι τα χέρια τ' κι νάσου ηυθύς ντύνιται στα μετάξια η Μαργούδα. Χτυπάει ξανάς τα χέρια τ' κι νάσου δώδικα άλογατα, έξ' άσπρα, έξ' μαύρα, του καθένα φορτουμένου με δυο σακιά φλουριά. "Πήγαινε τώρα, Μαργούδα, και με το καλό να παντρευτείς τον Αλιέξανδρου σ'!" λέει ο βασιληάς Πόρδος, χτυπαέι ξανάς τα χέρια τ' και στέλνει την Μαργούδα στουν απάνου κόσμο και στο σπίτι τς. Και για να μην τα πολυλογούμι, σαν είδαν τα σ'μπιθέρια τα φλουριά ξεχάσανι τον πόρδου κι παντρεύτ'κι η Μαργούδα τον Αλιέξανδρου.

Η γ'ναίκα τώρα βουρλήστ'κι ακόμα πιρισσότιρου με την τυχ' της Μαργούδας κι βάλθηκε να παντρέψ' και τν ιδικί τς θυγατέρα. Έστειλι προξενιά ιδώ, έστειλι προξενιά ικεί, στου τέλους κάποιος δέχτ'κι και κανονήσανι να έρθουνι τα σ'μπιθέρια κι ου γμαπρός στου σπιτ' την Κυριακή μιτά την ικκλησιά. Κι έβανι η γ'ναίκα κι έφτιαξι μια φασουλάδα το Σαββάτου κι έβαλε την θυγατέρα τς κι έβαγε όχι δυο μα τρεις γαβάθες! Σαν ήρθαν τα σ'μπιθέρια κι ου γαμπρός στου σπιτ' μιτ΄ατην ικκλισιά, πήρι η γ'ναίκα την κόρη τς κατά μέρος και την εδασκάλεψι σαν πάει να κιράσ' τουν γαμπρό να κλασ' δυνατά. "Κι άμα δεν μ΄έρθει να κλάσω, καλέ μάνα;" ρώτησε εκείν'. "Άμα δεν σ' ερθ', σφίξ'!" της ειπ' η μάμα τς, και βγήκε η κουπέλα με τουν ασημένιου δίσκου με τα κεράσματα. Κι σφίγγουνταν κι σφίγγουνταν κι τίπουτις δεν γίνουνταν. Σφίχτ'κι άλλη μια φουρά κι άφησε ένα πουρδαλάκι τζούφιου. "Αχ! ¨ανοιξι Γης, κατάπιημαι!" φουνάζ' η Μαγδάλω τάχαμ-τάχαμ απ' την ιντροπή τς που έκλασι μπρουστά στουν γαμπρό και στα σ'μπιθέρια. Και σαν να την άκουσι η Γης, ανοίγει μια έτσ' και την ικαταπίν'.

Βρέθηκι η Μαγδάλω στουν κάτου κόσμου. Και πριν πρόλάβει να καν' ένα βήμα νάσου μπροστά τς δυο πόδροι θιόρατοι, ζωσμέν' μι σπαθιά κι δόρατα. Την πιάνουν κι την παν στουν βασιληά Πόδρο. Κάθουνταν σ' 'ένα θρόνου αψηλό κι ουλόχρυσου ο βασιληάς. Σαν την γλιέπ' την αρωτα: "Ποιά ίσι συ;" "Εγώ ίμι η Μαγδάλω." "Και γιατί ίσι ιδώ;""Να, βασιληά μ', η μάνα μ' μ' έβαλι να φάω τρεις γαβάθες φασουλάδα ψες κι ικεί που κέρναγα τα σ'μπιθέρια κι τουν Κυρήκου που 'ρθαν για τα λογοδοσήματα, έκλασα και ντράπηκα τόσο πουλί που παρακάλεσα την Γης να με καταπιεί κι έτσι βρέθηκα δωνά."
Γυρναέι ο βασιληάς στουν υπασπιστή τ' και ρουτάει "Είχαμε κανένα καινούριου πόρδο σήμερις;" "Είχαμε έναν, βασιληά μ'." λέει ο υπασπιστής πόρδος. "Φέρτε τον αμέσους ιδώ!" διατάζ' ου βαιληάς. Μετά από λίγην ώρα φέρνουν μπρουστά στουν βασιληά Πόρδο έναν πουρδαλάκου λιανό πάνου σι φουρείου. Τον κοιτάει καλά-καλά ο βασιληάς, ου πουρδαλάκους ούτε να σταθεί στα πουδάρια τ' δεν μπόραγι. Ούτι φουνή ούτε μυρουδιά ούτε τίπ'τις. "Πώς είσαι έτσ' καημένι, πόδρι;" ρώτησ' ου βασιληάς. "Αχ, βασιληά  μ', με του ζορ' μ' έκαμι αυτούνι η φακλάνα κι από του ζορ' μι 'σπασι τα πλευρράκια μ'..." λεέι ου πουρδαλάκου ςμε μια φουνή που ίσα που ακουγόντανι. Φουρκίζεται ου βασιληάς Πόρδος γυρνάει λέει στην Μαγδάλω: "Για τέτοιον πόρδο καψιρό που μ' φτιαξες, θα σε τιμωρήσω! Θα σε κρατήσου ιδώ κάτου να μι καθαρίζεις τουν απόπατου!" και χτυπαέι τα χέρια τ' κι νάσου ηυθύς στουν απόπατου η Μαγδάλω. Και κανένανις  ποτές δεν την ματαδε στουν απάνου κόσμου και η Μαργούδα έξησι καλά με τουν Αλιέξανδρου κι κάμαν πιδιά κι αγγόνια. Όσου για τον βασιληά Πόρδο ζεί και βασιλεύει και περιμένει να του σείλουμι τουν ιπόμινο λιβέντ'!

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Η ιστορία του Δερβίς Μπαμπά ή πως ο γιος της χήρας πήρε της κόρη του άρχοντα -2

Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, με το πρώτο λάλημα του πετεινού πετάχτηκε πάνω ο Γιώργης και ήβρε τη μάνα του να τού 'χει ετοιμάσει ένα μπογαλάκι με δυο ρούχα, μια χοντρή φανέλα για τα αγιάζια της θάλασσας και λίγο ψωμοτύρι. Ζαλώθηκε ο Γιώργης το μπογαλάκι, αγκάλιασε τη μάνα του, τη φίλησε, τού 'δωκε την ευχή της η κυρα-Βάγια και μια και δυο τράβηξε για το λιμάνι. Σαν έφτασε, ρώτησε από δω, ρώτησε από κει και στο τέλος βρήκε μπάρκο για τη Μαρσίγια.

Σαν έπιασε Μαρσίγια ο Γιώργης, το πρώτο πράμα πού 'καμε ήταν μάθει, να βεβαιωθεί αμα η ιστορία του άρχοντα ήταν αληθινή. Γιατί χαζός δεν ήτανε και μια τέτοια ιστορία σα παραμύθι έμοιαζε παρά σαν αλήθεια. Από δω ρώτησε, λοιπόν, από κει ρώτησε, κι έμαθε πως ο καπετάνιος που εφτά χρόνια θαλασσοπνιγότανε και σαν έκλεινε ο έβδομος χρόνος έπιανε πότρο και σαν πατούσε το πόδι του στη στεριά έβγανε το μαχαίρι από τη ζώνη του και μαχαιρωνότανε εφτα φορές κατάστηθα ήταν αληθινός. Και όχι μόνο ήτανε λέει αληθινός αλλά όπου νά 'ναι τα εφτά χρόνια πληρωνόντουσαν και θα έπιανε στεριά μα αυτή τη βδομάδα, μα την επόμενη...  Έπιασε μια καμαρούλα στο λιμάνι το παληκάρι μας και περίμενε. Κι επειδή τεμπέλης δεν ήτανε κάθε μέρα όλο και κάποια δουλειά έβρισκε να κάνει στο λιμάνι. Μα να φορτώνει, μα να ξεφορτώνει, γιατί άξιος ήτανε ο Γιώργης και να κάθεται με σταυρωμένα χέρια δεν μπορούσε.

Και πέσασε μια βδομάδα... και πέρασε και δεύτερη... και πάνω που μπήκε η τρίτη βδομάδα, κατά το σούρουπο, να το μαύρο πανί της μπρατσέρας να ανεβαίνει απ' τον ορίζοντα. Το πρωί είχε μπει στο λιμάνι και οι ναύτες έδεναν τους κάβους. Κόσμος είχε μαζευτεί πολύς σαν άπλωσαν τη σκάλα να κατέβει ο καπετάνιος. Όλοι περίμεναν κι ο Γιώργης μαζί μπροστά-μπροστά. Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο ο κόσμος μουρμούριζε: "Θα κατέβει τάχα...; δεν θα κατέβει...;" Κι εκεί που όλοι αγωνιούσαν, να τονε ο καπετάνιος στην κορφή της σκάλας. Με τη στολή του τη θαλασσινή, με τα σιρίτια του, με τα γαλόνια του, με τα όλα του. Και όλοι σώπασαν. Και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Βήμα το βήμα. Καρφίτσα δεν έπεφτε. Και με το που πατάει το πόσι του στο λιμάνι, βγάζει το μαχαίρι και το σηκώνει να το καρφώσει στο στήθος του. Ορμάει τότε ο Γιώργης και πριν προλάβει να κατεβάσει το μαχαίρι ο καπετάνιος του το αρπάζει από το χέρι! Σάστησαν όλοι. Σάστησε κι ο καπετάνιος.

Σαν πέρασε η πρώτη σαστιμάρα, "Δωσ' μου πίσω το μαχαίρι!" φωνάζει τον Γιώργη τσαντισμένος.
"Δε στο δίνω αμα δεν με πεις πτώρα γιατί το κάνεις αυτό. Γιατί εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεσαι και σαν κλείσει ο έβδομος χρόνος πιάνεις πόρτο και μόλις πατήσεις το πόδι σου στη στεριά βγάνεις το μαχαίρι απ' τη ζώνη σου και δίνεις εφτά μαχαιριές κατάστηθα. Άμα με το πεις αυτό, τότε θα σε δώσω πίσω το μαχαίρι."

Τά 'χασε ο καπετάνιος. Ποτέ κανένας δεν τον είχε ρωτήσει να μάθει γιατί. Κοίταξε τον Γιώργη από πάνω ίσαμε κάτω, τον ζύγιασσε καλά-καλά και μετά του είπε: "Πάει καλά. Έλά μαζί μου στη καμπίνα μου και θα σε πω. Θα σε πω μια ιστορία που κανείς που κανείς ποτέ δεν ρώτησε και κανείς ποτέ δεν άκουσε. Αλλά εσύ θα σαλπάρεις μαζί μου. Σύμφωνοί;"
"Σύμφωνοι!" απαντησε ο Γιώργης.

Μπροστά ο Καπετάνιος -διατάζει αν λύσουν κάβους και να βιράρουν την άγκυρα- πίσω ο Γιώργης, και μια και δυο, σαλπάρει το καράβι.

Σαν πήγαν στην καμπίνα οτυ καπετάνιου κι έκλεισε η πόρτα πίσω τους λέει ο Γιώργης στον καπετάνιο: "Λοιπόν, καπετάνιε ποιά είναι η ιστορία σου;" "A, θα σου πω την ιστορία μου, αλλά επειδή μ' εμπόδισες να κάνω το τάμα μου φέτο, θα σου ζητήσω κα΄τι σε αντάλλαγμα." "Ό,τι θες, καπετάνιε μου! 'Αμα τό'χω ή μπόρω να το βρω, θα στο δώσω!" είπε ο Γιώργης χωρίς να το καλοσκεφτεί. "Ε, τότε άκου: στην Λόνδρα είναι ένας τσαγκάρης. Ο τσαγκάρης αυτός δεν είναι σαν του άλλους του συναφιού. Αυτό που σου λέω για κάθε καρφί που καρφώνει στην σόλα του παπουτσιού, δίνει μια με το σφυρί στο χέρι του και κοιτάει στον ουρανό. Αυτό που θέλω από σένα είναι να μάθεις γιατί το κάνει αυτό. Γιατί μια χτυπάει το καρφί στο παπούτσι και μια χτυπάει το χέρι του και κοιτάει στον ουρανό. Άμα μάθεις και μου πεις την ισοτρία του, θα σου πώ κι εγώ γιατί εφτά χρόνια θαλασοπνίγομαι και σαν πιάσω πόρτο, βγάνω το μαχαίρι και μαχαιρώνομαι."

Συμφώνησε ο Γιώργης και μετά απο μήνες που πιάσαν λιμάνι στην Ιγκλιτέρα τον χαιρέτησε ο καπετάνιος κι ο εκείνος πήρε το δρόμο για την Λόνδρα.

Σαν έφτασε στην Λόνδρα, έψαξε από δω, ρώτησε από κει, τελικά, τον βρήκε τον τσαγκάρη. Αλλά επειδή ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν αυτό που τού 'πε ο καπετάνιος, πήγε σαν πελάτης.

"Έχω κάτι παπούτσια που θεν σόλες και ψίδια, αφεντικό" είπε στον τσαγκάρη που καθόταν έκω από το μαγαζί του με τό 'να χέρι μπαντρισμένο. "Μπορείς να τα φτιάξεις;" "Μπορώ." τού 'πε ο τσαγκάρης. Έβγαλε ο Γιώργης τα παπούτσια του, που πράγματι θέλαν φτιάξιμο και τά 'δωσε του τσαγκάρη. Και σαν άρχισε να τα μαστορεύει και να περνά καινούριες σόλες, δίνει μια στο καρφί με το σφυρί του ο τσαγκάρης και κάνει πως σηκώνει τα μάτια στον ουρανό κι είναι έτοιμος να δώσει μια στο χέρι του. Κάνει μια έτσι ο Γιώργης, αρπάζει το σφυρί απ΄το χέρι του τσαγκάρη. Σάστησε το εκείνος. "Γιατί το κάνεις αυτό;" τον ρωτάει ο Γιώργης. "Δώς μου πίσω το σφυρί μου!" φωνάζει ο τσαγκλαρης σαν πέρασε η πρώτη σαστιμάρα. "Θα σ' το δώσω," λέει ο Γιώργης "άμα μου πεις γιατί μια χτυπάς το καρφί στη σόλα και μια χτυπάς το χέρι σου και κοιτάς στον ουρανό." Κοίταξε τον Γιώργη από πάνω ίσαμε κάτω, τον ζύγιασσε καλά-καλά και μετά του είπε: "Πάει καλά. Έλά μαζί μου στο μαγαζί μέσα μου και θα σε πω. Θα σε πω μια ιστορία που κανείς που κανείς ποτέ δεν ρώτησε και κανείς ποτέ δεν άκουσε. Αλλά κι εσύ θα πρέπει μα μου δώσεις κάτι. Σύμφωνοί;"
"Σύμφωνοι!" απαντησε ο Γιώργης.

Σαν μπήκαν μέσα στο μαγαζί, λέει ο τσαγκάρης στο Γιώργη: "Στην Πόλη είναι ένα τυφλός ζητιάνος. Όλη μέρα ζητιανεύει κι άμα του δόσεις παράδες σε βρίζει και σε καταριέται, κι άμα τον βρίσεις και τον κοροϊδέψεις, σ΄ευχαριστεί και σε βλογάει. Άμα μάθεις και μου πεις γιατί το κάνει αυτό, για καταριέται όσους τον βοηθούν και ευλογάει όσους το κοροϊδεύουν, τότε θα σου πω κι εγώ για ί μια χτυπάω το καρφί στη σόλα και μια χτυπάω τ οχέρι μου και κοιτώ στον ουρανό." Και μιας κι είχε συμφωνήσει ο Γιώργης, ξεκίνησε το λοιπόν για την Πόλη...

Συνεχίζεται...


Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Η ιστορία του Δερβίς Μπαμπά ή πως ο γιος της χήρας πήρε της κόρη του άρχοντα - 1

Μια φορά κι έναν καιρό σ' μια πολιτεία, όχι πολύ μακρυά από δω, ζούσε μια χήρα, η κυρά-Βάγια. Η κυρα-Βάγια είχε ένα παιδί, ένα αγόρι, που τονε λέγανε Γιώργη. Φτωχιά καθώς ήτανε, από τότε πού 'χε χάσει τον άντρα της ξενοδούλευε για ν' αναθρέψει τον μοναχογιό της και να μην του λείψει τίποτες. Δούλευε όπου έβρισκε: στα χωράφια, στα πλουσιόσπιτα... Μέχρι που πήγαινε στου άρχοντα την κουζίνα και ζύμωνε ψωμί! Και σαν το ψωμί της κυρά-Βάγια ούτε ο βασιλικός φούρναρης δεν έκαμνε! Που όταν άναβε τον φούρνο η χήρα και τον εμπούχιζε με τα μυρωδικά της, όλη η πολιτεία ήξευρε πως η χήρα έψηνε ψωμί! Και τέτοια συμφωνία είχε κάνει με τον άρχοντα, κάθε φορά που πήγαινε να ζυμώσει, δεν έπλενε τα χέρια της πριν φύγει. Μονάχα έφευγε με τα ζυμάρια στα χέρια και σαν γύρναγε σπίτι της, τότες τα ξέπλενε κι έφτιαχνε ένα κουρκούτι για να φάει ο γιος της, ο Γιώργης -κι εκείνη ας έμενε νηστικιά...

Και πέρναγαν έτσι τα χρόνια και μεγάλωνε ο Γιώργης. Έβγαλε το σχολειό κι ο δάσκαλος είχε να το λέει, πόσο μελετηρός ήταν και πόσο ξύπνιος. Άντρεψε ο Γιώργης κι έγινε σαν τα κρύα τα νερά. Ψηλός και ρωμαλέος, να πιάσει την πέτρα να τη στύψει! Φτυστός ο μακαρίτης ο άντρας της κυρά-Βάγιας ήτανε! Τον έβλεπε η μάνα του και τον καμάρωνε. Κι ήρθε ο καιρός του να παντρευτεί κι όλο του έκανε κουβέντα απ'όξω-απ'όξω η κυρά-Βάγια να βρει μια καλή κοπέλα να νοικοκυρευτεί. Μια μέρα πιάνει και λέει στη χήρα: "Μάνα, καιρό τώρα με λες πως ήρθε ο καιρός μου να παντρευτώ και να νοικοκυρευτώ..." Τέντωσε τ' αυτί της η κυρά-Βάγια εκεί που ζύμωνε.
"Μάνα," συνέχισε ο Γιώργης "βρήκα τη γυναίκα που θα πάρω!"

Πέταξε από την χαρά της η χήρα. έτρεξε κι αγκάλιασε τον γιο της κι από την χαρά της ούτε τα χέρια της σκούπισε.
"Και ποιά να σε χαρώ θα γίνει νύφη και κυρά στο φτωχικό μας;" τον ρώτησε.
"Η μοναχοκόρη του άρχοντα!" απάντησε ο Γιώργης.
 Σάστισε η κυρά-Βάγια. "Τί λες, γιε μ'; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Διες, μα'θες, πόσο φτωχοί είμαστε! Πώς θα σε δώσει ο άρχοντας την μοναχοκόρη του;"
"Θα με τη δώσει!" επέμενε ο Γιώργης. "Να πας αύριο να τη ζητήσεις!"

Κάθισε, σκέφτηκε η χήρα: "Αύριο όχι, aμά την Κυριακή, μετά τη λειτουργιά στην Φανερωμένη, θα πάω, κι ας βάλει ο Θιός το χέρι του!" Δεν ήθελε, βλέπεις, να κακοκαρδίσει τον γιο της. Και πράγματι, σαν ήρθε η Κυριακή, έβαλε την καλή της την μπόλια και μετά τη λειτουργιά κίνησε μια και δυο για το σπίτι του άρχοντα. Κυριακή ήτανε και κάθε τέτοια μέρα ο άρχοντας έβλεπε όποιον ζητούσε να τον δει είτε πλούσιος ήταν είτε φτωχός. Έτσι, σαν ήρθε η σειρά της χήρας, μπήκε στην μεγάλη κάμαρη και προχώρησε θαρρετά. Στάθηκε μπροστά στον άρχοντα και του είπε πως είχε πάει να ζητήσει το χέρι της κόρης του για τον μοναχογιό της, τον Γιώργη. Σαν τ' άκουσε ο άρχοντας γέλασε στα κρυφά, αλλά παίρνοντας ύφος σοβαρό είπε στην κυρά-Βάγια "Πες αύριο το πρωί στο γιο σου να έρθει ο ίδιος να μου ζητήσει την θυγατέρα μου, την μονάκριβη και θα σκεφτώ άμα του τη δώκω."

Παραξενεύτηκε η χήρα με την απάντηση του άρχοντα, μιας και δεν την περίμενε. Πού να σκεφτεί πως εκείνος σκόπευε να περιπαίξει τον κανακάρη της. Σαν πήγε σπίτι και είπε τα νέα τον Γιώργη, εκείνος πέταξε τη σκούφια του. Μάτι δεν έκλεισε όλο το βράδυ από την αγωνία του. Σαν ξημέρωσε ο Θεός την μέρα, νίφτηκε, έβαλε τα καλά του και τράβηξε ίσα στον άρχοντα. Σαν είπε στην πύλη ποιός είναι, τον οδήγησαν αμέσως στον άρχοντα.
"Εσύ είσαι ο γιος της χήρας;" τον ρώτησε εκείνος σαν τον είδε.
"Εγώ είμαι!" απάντησε ο Γιώργης θαρρετά.
"Και τί θες από μένα;" ρώτησε ο άρχοντας.
"Θέλω τη θυγατέρα σου να την κάμω γυναίκα μου!" είπε εκείνος.
Γέλασε ο άρχοντας.
"Γιατί γελάς, άρχοντά μου;" ρώτησε ο Γιώργης.
"Γελώ γιατί δεν ξέρω πώς θα τη ζήσεις" απάντησε. "Η θυγατέρα μου είναι μία και την έχω μοσχαναθρεμμένη! Δεν την έχει λείψει ποτές τίποτα! Με του πουλιού το γάλα τη μεγάλωσα! Εσύ τί έχεις να της δώσεις;"
"Την καρδιά μου!" απάντησε ο Γιώργης. "Το μυαλό μου και τα χέρια μου!"
"Συμπάθα με τότε, γιε μου," είπε ο άρχοντας "μα πριν πω το 'ναι' θέλω να δοκιμάσω την καρδιά σου, το μυαλό σου και τα χέρια σου και να δω αν αξίζουν της θυγατέρας μου."
"Ό,τι με πεις θα το κάνω, άρχοντά μου!" φώναξε ο Γιώργης χωρίς να το καλοσκεφτεί.
"Πολύ καλά! Άκου τότε: στην Μαρσίγια μού 'πανε καάθε εφτά χρόνια πιάνει λιμάνι ένα καράβι με μαύρα πανιά. Παράξενος άνρθωπος ο καπετάνιος. Με το που θα πατήσει το νπόδι του στην στεριά, βγάνει ένα μαχαίρι και μαχαιρώνεται στο στήθος εφτά φορές. Μετά το μαζεύυν οι άντρες του και μπαρκάρει ξανά για άλλα εφτά χρόνια να θαλασσοδέρνεται. Θέλω το λοιπόν, να πας να τονε βρεις αυτόν τον παράξενο καπετάνιο και να τον ρωτήσεις γιατί εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεται και τον έβδομο χρόνο σαν πιάσει λιμάνι στην Μαρσίγια,μόις πατήσει το πόδι του στην στεριά δίνει εφτά μαχαιριές στο στήθος του.  Κι άμα σου πει το γιατί, να έρθεις με την απάντηση να μου τηνε πεις, κι εγώ θα σε δώκω την κόρη μου. Εντάξει;"
"Εντάξει!"

Φεύγει, το λοιπόν, ο Γιώργης από το αρχοντικό και πάει σπίτι του. "Μάνα!" λέει, "ετοίμασέ με ένα μπογαλάκι! Φεύγω!"
"Πού πας, γιόκα μου;" ρωτάει η χήρα.
"Στην Μαρσίγια, μάνα! Πάω να βρω ένα καπετάνιο οπου εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεται και ότν απιάσει λιμάνι,μόλις πατήσει στην στεριά, βγάνει μαχαίρι και μαχαιρώνεται εφτά φορές. Πάω να τον ρωτήσω γιατί το μάνει αυτό το ανήκουστο πράμα.  Κι άμα το μάθω, θα έρθω πίσω και θα πάρω την αρχοντοπούλα γυναίκα!"

Κι έτσι ο Γιώργης ξεκίνησε για την Μαρσίγια -για τη Μασσαλία σα να λέμε. Κι αυτή είναι μοναχά η αρχή της ιστορίας...

Συνεχίζεται

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μια πιθαμή Γιάννης, εφτά πιθαμές γένια

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας τσομπάνος που τον έλεγαν Γιάννη. Αυτός ο τσομπάνος είχε τη στάνη του λίγο πιο έξω από το χωριό, κοντά στο δάσος και ζούσε εκεί με τα γιδοπρόβατά του και τα σκυλιά του. Στο χωριό όλοι τον ξέραν κι όλοι τον συμπαθούσαν. Κι ας ήταν μια πιθαμή στο μπόι... κι ας είχε εφτά πιθαμές γένια... Πάντα είχε έναν καλό λόγο να πει για τον καθένα και ήταν τετραπέρατος. Κι όποτε το χωριό είχε κάποιο πρόβλημα, ζήταγε πάντα τη συμβουλή του.

Εκεί, σ' εκείνο το μεγάλο δάσος είχαν το λημέρι τους σαράντα δράκοι. Ζούσαν σ' ένα θεόρατο πύργο και τα βράδια πήγαιναν στα γειτονικά χωριά και ρήμαζαν τα κοπάδια και τα χωράφια και λήστευαν τα σπίτια του κοσμάκη. Ένα βράδυ, λοιπόν, πήγαν κι άρπαξαν όλα τα ζωντανά του χωριού του Γιάννη. Την άλλη μέρα το πρωί, σαν ξύπνησαν οι χωρικοί και είδαν τα ζα τους να λείπουν, κατάλαβαν τί είχε συμβεί. Οι δράκοι τα είχαν αρπάξει. Αποφάσισαν τότε να πάνε να ρωτήσουν τον Γιάννη, που ζούσε κοντά στο δάσος, αν τους είχε πάρει χαμπάρι κι αν είχε ακούσει τίποτα το βράδυ. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, όλοι μαζί και πήγαν.

Βρήκαν τον Γιάννη να κάθεται κάτω από ένα πλατάνι και να παίζει τη φλογέρα του. Σαν τους είδε εκείνος από μακριά να έρχονται, κατάλαβε πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί στο χωριό. Σαν έφτασαν πιο κοντά, τους καλημέρισε και τους ρώτησε "Πώς από δω πρωί-πρωί, όλοι μαζί, χωριανοί μου;"
- Το και το, Γιάννη. Οι σαράντα δράκοι που ζουν στο δάσος κατέβηκαν τη νύχτα και μας άρπαξαν όλα τα ζα! Παν τα γελάδια  και τα γιδοπρόβατά μας! Παν τ' αλόγατα, τα μ'λάρια, οι γάιδαροι! Ακόμα και τις κλώσες με τα κλωσόπουλα πήραν, οι αθεόφοβοι! Και είπαμε, μα' θες, να σε ρωτήσουμε μπας και τους πήρες εσύ χαμπάρι, κατά τί ώρα ήρθαν και από πού, να πάμε να ζητήσουμε πίσω το βιός μας.
-Χωριανοί, του είπε τότε ο Γιάννης, αν πάτε έτσι, ξαρμάτωτοι, θα σας κάνουν μια χαψιά! Αφήστε να περάσουν μερικές μέρες κι ελάτε πάλι. Θα σκεφτώ ένα καλό σχέδιο και θα σας πω.

Έτσι, έφυγαν οι χωρικοί και μερικές μέρες μέρες πέρασαν. Στο μεταξύ ο Γιάννης, που όσο μπόι του έλειπε τόσο μυαλό είχε, σκέφτονταν, κι όλο σκέφτονταν πώς θα γλίτωνε το χωριό του κι όλη την περιοχή από τους σαράντα δράκους. Και στο τέλος κάτι σκαρφίστηκε. Σαν ήρθαν το λοιπόν οι χωριανοί μετά από μερικές μέρες να τί τους είπε: "Χωριανοί, το σκέφτηκα καλά και ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε από τους σαράντα δράκους είναι να πάω να τους πω να φύγουν από το δάσος μας!" 
-Τί λες, βρε Γιάννη! Τρελάθηκες; Θα πας εσύ μια πιθαμή άνθρωπος με εφτά πιθαμές γένια να τα βάλεις με σαράντα δράκους; Θα σε κάνουν μια χαψιά!
- Αμά κι εσάς τί νομίζετε ότι θα σας κάνουν, φουκαράδες μου; Αφήστε με να πάω και ξέρω εγώ τί να τους πω και τί να κάνω...

Κι αφού είδαν οι χωρικοί ότι δεν μπορούσαν να του αλλάξουν τα μυαλά του ευχήθηκαν καλή τύχη κι έφυγαν, σίγουροι ότι δεν θα ξανάβλεπαν τον τσομπάνο. Ο Γιάννης, τότε, έβαλε στο τορβαδακι του λίγο ψωμί, ένα κομμάτι μυζήθρα που περίσσευε και μια και δυο ξεκίνησε.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, χώνεται μέσα στο δάσος και τραβάει ίσα για τον πύργο που ζούσαν οι σαράντα δράκοι. Σαν έφτασε, άφηκε κάτω το δισάκι του κι έβαλε τη φώνή: "Δράκοι! Ε, δράκοι! Είμαι ο Γιάννης, τσομπάνης κι ήρθα να σας πω να φύγετε από τα μέρη μας και να μην ξαναφανείτε!"
Σαν τ' άκουσαν αυτό οι δράκοι, βγήκαν έξω να δουν ποιός ήταν αυτός που είχε τολμήσει τέτοια αποκοτιά. Σαν είδαν τον Γιάννη, μια πιθαμή στον μπόι με εφτά πιθαμές γένια, έβαλαν τα γέλια. 
- Εσύ είσαι που θα μας διώξεις από το κονάκι μας; ρώτησε ο αρχηγός των δράκων.
- Εγώ είμαι! είπε θαρρετά ο Γιάννης.
- Και πώς θα το κάνεις εσύ αυτό; ξαναρώτησε ο δράκος.
- Με τα χέρια μου! απάντησε ο Γιάννης.
- Με τα χέρια σου; άρχισαν να γελάν οι δράκοι. Και τί δύναμη έχουν τα χέρια σου για να τα βάλεις μαζί μας;
- Εγώ μπορώ να στύψω την πέτρα και να βγάλω νερό, απάντησε ο Γιάννης. Εσείς μπορείτε;
- Μπορούμε, απάντησαν οι δράκοι.
- Άντε να σας δω! τους προκάλεσε ο Γιάννης.
Άρπαξαν τότε ο καθένας από μια πέτρα απ' την αυλή, κι άρχισαν να προσπαθούν να τη στύψουν, βγάλουν νερό. Αλλά βγαίνει νερό απ' την πέτρα που δεν βγαίνει; Να τις σπάσουν; Ναι, αυτό το έκαναν! Να τις κάνουν σκόνη; Κι αυτό το έκαναν! Αλλά όσο κι αν προσπαθούσαν να βγάλουν νερό από την πέτρα δεν τα κατάφερναν, αφού τέτοια πράγματα δεν γίνονται. Σαν ήρθε κι η σειρά του Γιάννη να τους δείξει τη δύναμή του, εκείνος, παμπόνηρος καθώς ήταν, κάνει πως παίρνει μια πέτρα από κάτω και με τρόπο βάνει το χέρι στον τορβά και παίρνει τη μυζήθρα, το τυρί. Καθώς είχε πάρει να σουρουπώνει και οι δράκοι δεν καλοέβλεπαν, σηκώνει το χέρι ψηλά να τον βλέπουν όλοι, κάνει μια έτσι, στύβει το κομμάτι το τυρί. Φρέσκια καθώς ήταν η μυζήθρα έβγαλε το νερό της. Είδαν οι δράκοι και θαύμαξαν. "Βάι! Βάι! Βάι!" έκαναν. "Εσύ είσαι πολύ δυνατός. Πέρνα μέσα στον πύργο μας να κοιμηθείς τώρα και αύριο βλέπουμε." Πέρασε ο Γιάννης μέσα. Είδε τα μαλάματα και θαύμαξε, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Τον πήγαν σ' ένα δωμάτιο και του δέιξαν ένα κρεβάτι με πουπουλένιο στρώμα. Το καληνύχτισαν και τον άφησαν μόνο του.

Ο Γιάννη όμως καθώς ήταν τετραπέρατος, δεν κοιμήθηκε αμέσως. Περίμενε να φύγουν οι δράκοι και σαν δεν άκουγε πια τα βήματά τους, βγήκε κρυφά και μουλωχτά από την κάμαρη και πατώντας στα νύχια, πήγε μέχρι το δώμα όπου είχαν μαζευτεί οι δράκοι και λογάριαζαν να τον σκοτώσουν. Ετοίμαζαν βραστό νερό να τον ζεματίσουν εκεί που κοιμόταν, γιατί στ' αλήθεια πίστεψαν πως είχε βγάλει από την πέτρα νερό. Σαν κατάλαβε ο Γιάννης τί σχεδίαζαν να κάμουν, γύρισε στο δωμάτιο κι έβαλε ένα κούτσουρο από το τζάκι στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα. Μετά, εκείνος κρύφτηκε στη γωνιά και περίμενε. Σαν πέρασαν τα μεσάνυχτα, μπήκαν οι δράκοι μ' ένα καζάνι καυτό νερό που ακόμα κόχλαζε. "Γιάννη!" είπαν "Γιάννη!" για να βεβαιωθούν πως κοιμότανε. Ο Γιάννης από την γωνιά που ήτανε κρυμμένος έκανε πως ροχάλιζε. "Κοιμάται..." είπαν οι δράκοι τότε και περίλουσαν το κούτσουρο με το βραστό νερό. Ήσυχοι πως είχαν ζεματίσει τον Γιάννη, πήγαν κι εκείνοι για ύπνο. Το πρωί σαν ξημέρωσε, ξύπνησε ο Γιάννης και κατέβηκε στο δώμα. Σαν τον είδαν οι δράκοι τά 'χασαν που τον είχαν  ζεματισμένο. "Πώς... κοιμήθηκες, Γιάννη;" ρώτησε ο αρχηγός τους. "Τί να σας πω βρε, παιδιά..." απάντησε ο Γιάννης. "Σαν πολλούς κορέους να έχετε... Σε ησυχία δεν με άφησαν από τα μεσάνυχτα και μετά..." και πήγε προς νερού του. Σαν έμειναν μόνοι οι δράκοι αρχίνεψαν να  μιλάν συναμετάξυ του γι' αυτό που τους είχε πει ο Γιάννης. "Μα να του ρίξουμε καυτό νερό και να το περάσει για κορέους;" έλεγαν και ξανάλεγαν. Δεν μπορούσαν να τον χωνέψουν.

Σαν ψήλωσε η μέρα φώναξαν τον Γιάννη και του είπαν: "Χθες με την πέτρα που έβγαλες νερό μας νίκησες και μας έδειξες τη δύναμή σου. Σήμερα θα διαλέξουμε εμείς μια δοκιμασία, εντάξει;" "Εντάξει!" Βγήκαν πάλι όλοι έξω στην αυλή και ο αρχι-δράκος είπε να παραβγούν στο λιθάρι. Άρχισαν ο καθένας με τη σειρά του να παίρνει μια πέτρα από κάτω μια πέτρα και αφού την ζύγιαζε καλά την πετούσε. Κι όποιος θα την πέταγε πιο μακριά θα ήταν ο νικητής. Πέταγαν οι δράκοι τις πέτρες μέτρα ολάκερα. Ο Γιάννη καθόταν και περίμενε την σειρά του τελευταίος. Εκεί που καθότανε, είδε μια γουργουτούρα - μια δεκαοκτούρα σα να λέμε - πού'χε κατέβει από 'να δέντρο και τσιμπολόγαγε ψίχουλα. Κάνει μια έτσι την αρπάζει. Την κρύβει στον κόρφο του και περιμένει.
"Άντε, Γιάννη, σειρά σου τώρα να ρίξεις το λιθάρι." του είπαν οι δράκοι σαν είχαν ρίξει όλοι κι είχαν μετρήσει και πιο μακριά είχε πέσει το λιθάρι του αρχηγού τους.
Σκώνεται πάνω ο Γιάννης χωρίς να βιάζεται, πάει και στέκεται στη μέση της αυλής. Εκεί κάνει τάχα πως σκύβει να πιάσει ένα λιθάρι και βγάνει τη γουργουτούρα από τον κόρφο του και την αμολάει. Καθώς ήτανε σταχτί το πουλί και σα δε βλέπανε καλά-καλά οι δράκοι, το περάσανε για λιθάρι. Σαν τ' αμόληκε ο Γιάννης, πέταξε εκείνο τρομαγμένο κι ακόμα πάει. Τήραγαν οι δράκοι... τήραγαν... τώρα θα πέσει το λιθάρι του Γιάννη καταγής... ύστερα θα πέσει... Πήρε να σουρουπώνει, και το πουλί που τό'χαν πάρει για πέτρα είχε γίνει άφαντο. "Ε, δράκοι!" λέει τότενες ο Γιάννης. "Όπως είδατε σας νίκησα. Το λιθάρι μου το έριξα τόσο μακριά που ούτε το είδαμε να πέφτει ούτε το ακούσαμε. Αμά βράδιασε τώρα, γι' αυτό πάμε να κοιμηθούμε κι αύριο μου αδειάζετε τη γωνιά..."
Και πήγαν όλοι για ύπνο.

Μα ο Γιάννης πονηρός καθώς ήταν, πάλι δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι του, μόνο έβαλε ένα κούτσουρο κάτω από τα σκεπάσματα και κούρνιασε στο παραγώνι. Γιατί "θες" λέει με το νου του "νά 'ρθουνε πάλι οι δράκοι με καυτό νερό να με ζεματίσουνε ξανά;" και πήρε τα μέτρα του. Και πράγματι, σαν γίνηκαν μεσάνυχτα, ήρθαν κρυφά οι δράκοι και με τα τσεκούρια τους και γκάπα-γκούπα! σπιρτόξυλα το κάμανε το κρεβάτι του Γιάννη. Κι ήσυχοι πια πως τονε σκοτώσανε πήγανε για ύπνο. Το άλλο πρωί σαν ξύπνησε ο Γιάννης και κατέβηκε στο δώμα, τα χρειάστηκαν οι δράκοι. "Πώς... κοιμήθηκες Γιάννη;" τον ρώτησαν τάχα με ενδιαφέρον. "Χάλια!" είπε ο Γιάννης. "Με φάγαν τα κουνούπια!" και βγήκε έξω να κάνει την ανάγκη του. Σαν έμειναν οι δράκοι μοναχοί απόρησαν "Εμείς να τον τον βαράμε με τα τσεκούρια κι αυτός να λέει πως τον τσιμπούσαν κουνούπια! Τί σόι άνθρωπος είναι!..." Σαν γύρισε ο Γιάννης, πιάνει ο αρχηγός και του λέει: "Γιάννη, σήμερα θα πάμε να μαζέψουμε ξύλα. Αν μαζέψουμε εμείς τα πιο πολλά θα σε φάμε. Αν μαζέψεις εσύ τα πιο πολλά, θα κάνουμε ό,τι πεις! Σύμφωνοι;" "Σύφμωνοι!" είπε ο Γιάννης και ξεκίνησαν όλοι μαζί να πάνε να μάσουν ξύλα. Σαν έφτασαν στην καρδιά του δάσους, άρχισαν οι δράκοι να ξεριζώνουν τα δέντρα με τα χέρια, άλλος ένα-ένα, άλλος δυο-δυο και στήναν ένα μεγάλο σωρό. Ο Γιάννης καθόταν με σταυρωμένα χέρια και τους κοίταζε μοναχά. "Έ, Γιάννη! Γιατί κάθεσαι;" τον ρώτησε ο αρχηγός των δράκων. "Θα σε περάσουμε!"
- Να, είπε ο Γιάννης. Κάθομαι και σας βλέπω που παιδεύεστε έτσι και σας λυπάμε...
- Μας λυπάσαι;
- Ναι, βρε αδερφέ, σας λυπάμαι γιατί πολύ κοπιάζετε και δουλειά δεν γίνεται...
- Τί θες να πεις; Για εξηγήσου!
- Να λέω, γιατί να κόβεται ένα-ένα δέντρα...
- Ε, και τί να κάνουμε;
- Θα σας πω εγώ. Πιάστε αυτό σκοινί, είπε και τους έδωσε ένα σκοινί.
- Και τώρα; ρώτησαν οι δράκοι.
- Τώρα πιάστε την μια άκρη και πάντε γύρω-γύρω από το δάσος κι ελάτε πάλι εδώ.
Τον άκουσαν οι δράκοι και περίεργοι να δουν τί θα έκανε, έκαναν τον γύρο του δάσους με το σκοινί. Σαν επέστρεψαν, έπιασε ο Γιάννης τις δυο άκρες του σκοινιού και είπε "Αυτό είναι! Τώρα θα τραβήξω όλο το δάσος και θα το πάω στον πύργο σας να μην κουράζεστε!"
Σαν τ' άκουσαν αυτό οι δράκοι, κρύος ιδρώτας τους έλουσε, γιατί το δάσος ήταν που τους έκρυβε και δεν είχε βρει κανείς το λημέρι τους. Άμα το ξερίζωνε ολάκερο με τη μια ο Γιάννης; Τί να κάνουν, το σταμάτησαν. "Γιάννη," του είπαν "ξέρουμε πως είσαι δυνατός και μπορείς να ξεριζώσεις ολάκερο το δάσος με τη μια κι ας είσαι μια πιθαμή άνθρωπος μ΄εφτά πιθαμές γένια! Μας νίκησες! Είσαι πιο δυνατός από μας!"
Τότε ο Γιάννης γέλασε και τους είπε να τσακιστούν να φύγουν και μην ξαναφανούν. Κι έτσι έκανα και κανείς δεν τους ματάδε ούτε εκεί κοντά ούτε πιο μακριά.
Και το χωριό γλίτωσε από τους δράκους. Κι ο Γιάννης μοίρασε τους θησαυρούς των δράκων δίκαια στους χωριανούς του κι εκείνος γύρισε στα γίδια και στα πρόβατα του κι έζησε όλο το χωριό καλά κι εμείς καλύτερα.






Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Η ουρά του γαϊδάρου, η χελώνα και το νταούλι

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια,  σε ένα μέρος όχι πολύ μακριά από δω, ζούσαν δυο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και ο άλλος πολύ φτωχός. Ο φτωχός αδερφός, ζούσε με την οικογένειά του, την γυναίκα του και τα παιδάκια του, σ'  ένα καλυβάκι και παρ' όλη τη φτώχεια τους ήταν αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι. Ο πλούσιος αδερφός είχε κι εκείνος την οικογένειά του και ζούσαν όλοι σ' ένα αρχοντικό, μες στα μαλάματα και τα ασήμια, κι ήταν όλο γκρίνια και φαγωμάρα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του που πάντα παραπονιόντουσαν και του ζήταγαν κι άλλους παράδες.
Ήρθε ένας χειμώνας τόσο βαρύς και ο καημένος, ο φτωχός αδερφός δεν είχε τίποτα στα ράφια του...  Έβλεπε την γυναίκα του και τα παιδάκια του να πεινάνε και να κρυώνουν και μάτωνε η ψυχή του. Έτσι ένα πρωί, το πήρε απόφαση και πήγε να χτυπήσει την πόρτα του αδερφού του. Άνοιξε την πόρτα ο αδερφός
"Αδερφέ μου,"  του είπε. "ήρθα να σε ζητήσω μια βοήθεια τώρα που είναι χειμώνας και δεν έχομε να φάμε ούτε ένα ξεροκόμματο και σαν έρθει ο καιρός, θα δουλέψω στα χωράφια σου να σε το ξεπληρώσω..."
- Και σαν τί βοήθεια θες δηλαδή; τον ρώτησε ο αδερφός του απότομα.
- Λίγα ξύλα για το τζάκι να μην κρυώνουν τα παιδάκια μου, τα ανίψια σου, και λίγο αλεύρι να ζυμώσει η γυναίκα μου λίγο ψωμί...
- Φύγε από δω! Δεν σου δίνω τίποτα!  του είπε εκείνος και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Τί να κάνει ο καημένος ο φτωχός αδερφός, γύρισε στο φτωχοκαλυβάκι του με άδεια χέρια. Το βλέπει η γυναίκα του έτσι, με κατεβασμένο το κεφάλι, κατάλαβε. "Μη στενοχωριέσαι, άντρα μου," του λέει  "κι ο Θεός είναι μεγάλος..."
- Γυναίκα, της λέει τότε εκείνος, το σκέφτηκα καλά: θα φύγω από δω και θα πάω να βρω την τύχη μου.
- Και πού θα πας, άντρα μου; του λέει εκείνη, μες το ξεροβόρι και τον χιονιά;
- Δεν ξέρω, γυναίκα. Θα τραβήξω έναν δρόμο κι όπου με βγάλε...
Τί να κάνει η γυναίκα αφού το είχε αποφασίσει εκείνος; Του έδωσε ένα φυλαχτό να τον φυλάει στο δρόμο και τον σταύρωσε για καλό δρόμο. Κι ο φτωχός αδερφός πήρε το δισάκι του στον ώμο και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του.

Πήρε έναν δρόμο κι εκεί που πήγαινε βρίσκει πάνω στο μονοπάτι μια ουρά γαϊδάρου. "Βρε!" σκέφτεται. "Κοίτα τί βρέθηκε στο δρόμο μου; Λες νά' ναι αυτό το τυχερό μου; " Και παίρνει την ουρά του γαϊδάρου και την ρίχνει στον τορβά του. Πιο κάνω απαντάει πάω στο δρόμο μια χελώνα. "Μπα!" μονολογεί. "Για διες! Μια χελώνα! Μήπως είναι αυτή το τυχερό μου;" και πιάνει και την ρίχνει κι αυτή στο δισάκι του. Συνεχίζει το δρόμο του κι όπως πήγαινε τί βλέπει μπροστά του: ένα νταούλι στη μέση του δρόμου. Πάει κοντά, το κοιτάει, γερό ήτανε. "Για νά 'ναι πάνω στο δρόμο μου," σκέφτεται "σάμπως νά'ναι από την τύχη μου σταλμένο..." Το παίρνει, το βάζει κι αυτό στο σακούλι του και συνεχίζει το δρόμο του. Περπάταγε... Περπάταγε...

Σαν πήρε να σουρουπώνει, βρέθηκε μπροστά σ' ένα τεράστιο πύργο! Πλησιάζει, χτυπάει την πόρτα. Καμία απόκριση. Σπρώχνει έτσι, ανοιχτή ήταν. Μπαίνει μέσα. Ερημιά... Ψυχή... "Εεεεε! Είναι κανείς εδώ;" φωνάζει. Καμία απάντηση. Προχωράει παραμέσα, τίποτα. "Εεεεε! Εσάς, τους αφεντάδες, λέω! Είναι κανείς εδώ;"  Κανείς δεν απάντησε. Ανοίγει μια πόρτα, τί να ιδιεί! Χρυσάφια και μαλάματα! Ανοίγει άλλη πόρτα, μαργαριτάρια και σεντέφια! Ανοίγει τρίτη πόρτα, όλου του κόσμου οι θησαυροί ήταν μαζεμένοι εκεί!... Άρχισε τότε να φοβάται, γιατί σ' εκείνα τα μέρη ζούσαν σαράντα δράκοι που ρήμαζαν τον τόπο κι αυτός θε' νά 'τανε ο πύργος τους! "Αλλά για να μην είναι εδώ" σκέφτηκε ο φτωχός αδερφός "θά 'χουν βγει για να κάνουν τις μπαγαποντιές τους βραδιάτικα. Ας κοιμηθώ σε  μια γωνιά και το πρωί με το χάραμα, πριν γυρίσουν, θά'χω φύγει..." Και με ήσυχο το μυαλό που έλειπαν οι δράκοι, έπεσε να κοιμηθεί σε μια κάμαρη.

Κουρασμένος καθώς ήταν όμως, τον πήρε ο ύπνος για τα καλά κι άργησε να ξυπνήσει. Ο ήλιος είχε ανατείλει και εκεί που κοιμόταν ακούει ξαφνικά "τακα-τακ!τακα-τακ!τακα-τακ!" αλόγατα να μπαίνουν στην αυλή του πύργου. Πετάγεται αμέσως επάνω!  Πάει προς το παράθυρο και προσέχοντας να μην τον δουν απ' έξω κοιτάει, τί να διει! Ένας, δυο, τρεις... πέντε... δέκα... σαράντα δράκοι πάνω στ' αλόγατα. "Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει!" έλεγε ο αρχηγός τους.
- Κι αν δεν είναι ένας κι είναι πολλοί; ρώτησε κάποιος.
- Κι αν βρήκαν οι ανθρώποι το λημέρι μας κι ήρθαν να μας ξεκάνουν; ρώτησε ένας άλλος.
- Αυτό θα το δούμε! είπε ο αρχιδράκος. Ε, είναι κανείς εδώ; φώναξε με την αγριοφωνάρα του.
Τσιμουδιά ο φτωχός αδερφός.
- Ξέρουμε πως είσαι εδώ! ξαναφώναξε ο δράκος. Αν είσαι άνθρωπος, κατέβα να σε φάμε! Αν είσαι πιο δυνατός από μας, δώσε μας ένα σημάδι!
Έστυβε το μυαλό του ο φουκαράς ο φτωχός να δει πώς θα γλιτώσει. Πώς κάνει έτσι με το χέρι, πιάνει τον τορβά του. Χώνει μέσα το χέρι κι ό,τι πιάνει το πετά έξω από το παράθυρο.
Ήταν η ουρά που γαιδάρου, που πήγε κι έπεσε στην μέση της αυλής, εκεί που στέκουνταν οι δράκοι.
- Τί είναι αυτό; ρωτάει ο αρχηγός τους.
Ο φτωχός κρύβεται όσο μπορεί να μην τον δουνε, αλλάζει και τη φωνή του, την κάνει πιο χοντρή, και λέει:
-Τρίχα από τα φρύδια μου!
Κοιτάν οι δράκοι, "Βάι! Βάι! Βάι!" λένε συναμετάξυ τους "Για νάχουν τέτοιες τρίχες τα φρύφια του φαντάσου πόσο μεγάλα φρύδια έχει! Πάμε να φύγουμε!" "Σταθείτε!" φωνάζει ο αρχηγός  και ξαναφωνάζει προς τον πύργο.
-Δώσε μας άλλο ένα σημάδι!
Βάζει το χέρι στον τορβά ο ανθρωπάκος, πιάνει την χελώνα την πετάει κάτω απ' το παράθυρο. Σαν έπεσε στην αυλή χελώνα, άρχισε να περπατάει.
-Τί ειναι αυτό; ρώτησαν τότε οι δράκοι που δεν είχαν ξαναδεί χελώνα.
-Ψείρα απ' το μουστάκι μου! απαντάει εκείνος.
"Βάι! Βαι! Βάι!" έκανα οι δράκοι. "Για νά 'χει τόσο μεγάλες ψείρες στο μουστάκι, φαντάσου τί μεγάλο στόμα θαχει! Πάμε να φύγουμε!" "Σταθείτε!" ξαναφώναξε ο αρχηγός και ζήτησε και τρίτο σημάδι για να βεβαιωθεί.
Βάζει το χέρι στον τορβά είχε απομείνει μοναχά το νταούλι. Το πετάει με δύναμη κάτω ο φτωχός αδερφός, μπάμ! σκάει το νταούλι με κρότο! Σκιάχτηκαν οι δράκοι.
-Τί είναι αυτό; ρώτησαν πάλι.
-Ο πόρδος μου! απάντησε εκείνος.
"Βάι! Βάι! Βάι!" ξανάκαναν οι δράκοι. "Για να κάνει τέτοιον κρότο ο πόρδος του, φαντάσου τί κώλο  θάχει!"  Και τό'βαλαν στα πόδια, όπου φύγει φύγει. Βγαίνει τότε από την κρυψώνα του ο φτωχός αδερφός, γεμίζει το δισάκι του με φλουριά και μιά και δυο παίρνει το δρόμο για το σπίτι του.

Σαν τον είδε η γυνάικα του αναγάλιασε, γιατί καθόλου δεν της είχε αρέσει που είχε φύγει ο καλός της. Εκείνος της είπε τί συνέβει και της έδειξε το δισάκι του που ήταν γεμάτο φλουριά. Χάρηκε εκείνη που επιτέλους θα έβγαιναν από τη φτώχια. Μ' εκείνους τους παράδες, αγόρασαν χωράφια και ζώα, έχτισαν κι ένα ωραίο σπιτάκι και πρόκοψαν.

Τά'βλεπε αυτά ο πλούσιος αδερφός και ζήλευε. Μια μέρα, πιάνει φωνάζει τον αδερφό που στο σπίτι, τάχα για να πιουν έναν καφέ. Πώς την έφερε την κουβέντα από δω, πώς την πήγε από κει και τον έκανε να του τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι: πώς ξεκίνησε να βρει την τύχη του, πώς βρήκε τον πύργο με τις κάμαρες γιομάτες φλουριά, πώς ήρθαν οι δράκοι, πως ξέφυγε με την ουρά του γαιδάρου, τη χελώνα και το νταούλι... "Μπράβο, αδερφέ!" είπε τάχα χαρούμενος ο πλούσιος. "Και λες να υπάρχει κι άλλο χρυσάφι στον πύργο;"
- Σίγουρα, απάντησε εκέινος. Αμά εγώ δεν θα πήγαινα στη θέση σου γιατί μπορεί να ξαναγύρισαν οι δράκοι...
Μετά από μερικές μέρες, πιάνει ο πλούσιος αδερφός, κόβει την ουρά του γαιδάρου του, που ήταν και μαδημένη, βρίσκει μιαν αχελώνα απ' την αυλή, πάει στο παζάρι αγοράζει κι ένα φτηνό νταούλι -γιατί ήτανε και τσιγγούνης τρομάρα του!- ζεύει δέκα μουλάρια και πάει να αδειάσει τον πύργο των δράκων από τους θησαυρούς.
Σαν έφτασε, αφήνει τα ζώα στην αυλή, μπαίνει μέσα κι αρχίζει να γεμίζει είκοσι τσουβάλια μ' ό,τι έβρισκε μπροστά του. Σαν ήρθαν οι δάκοι, είδαν τα μουλάρια στην αυλή, κατάλαβαν πως κάποιος ήτανε στον πύργο τους. "Αν είσαι άνθρωπος κατέβα να σε φάμε!" φώναξε ο αρχηγός τους. "Αν είσαι πιο δυνατός από μας, δώσε μας ένα σημάδι."
Πιάνει ο πλούσιος αδερφός ρίχνει την ουρά του γαϊδάρου.
- Τί είναι αυτό;
- Τρίχα από τα τα φρύδια μου! απαντάει εκείνος.
Όμως, αντί να κρυφτεί όπως είχε κάμει ο αδερφός του και ν' αλλάξει τη φωνή του, αυτός, περίεργος να δει τους δράκους, έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο. Τον είδαν οι δράκοι έβαλαν τα γέλια.
-Ρίξε μας ακόμα ένα σημάδι! του φώναξαν.
Πιάνει εκείνος, ρίχνει τη χελώνα.
-Τί είναι αυτό; ρωτάν οι δράκοι.
-Ψείρα απ'το μουστάκι μου! απαντάει ο πλούσιος.
Κατουρήθηκαν απ' τα γέλια οι δράκοι, που τον έβλεπαν στο παράθυρο.
-Ρίξε μας ακόμα ένα σημάδι! ξαναφώναξε ο αρχηγός τους που το διασκέδαζε πια.
Ρίχνει κάτω το νταούλι ο αδερφός που δεν ήταν καλοκαμωμένο κι εκείνο σαν έπεσε στην αυλή έκανε μοναχά ένα τσιιιιιφ και ξεφούσκωσε. Γελάν οι δράκοι, ορμάν μέσα, τον τρώνε.

Έτσι χάθηκε ο κακός πλούσιος αδερφός και ο καλός αδερφός πήρε την χήρα και τα ορφανά στο σπίτι κι έζησαν όλοι μαζί και κανείς δεν ήταν πλεονέκτης.

Κι οι δράκοι έμειναν στον πύργο τους να ζουν και να βασιλεύουν και πώς τους έβγαλε από τη μέση ο Γιάννης ο τσομπάνος, που ήταν μια πιθαμή μπόι κι είχε εφτά πιθαμές γένια, αυτό είναι άλλο παραμύθι...

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 3

Μετά κι από το τελευταίο πάθημά τους οι χωρικοί ούτε ν' ακούσουν τ' όνομα του Ρεζίλη ήθελαν! Μόνο κάθουνταν και έστυβαν τα ξεροκέφαλά τους τί άλλο κακό να του κάμουν και πώς να τονε βγάλουνε από τη μέση. 

Ένα απόβραδο είχαν μαζωχτεί πάλι στον καφενέ του χωριού και συζητούσαν. "Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση!" έλεγαν "Να μας ρεζιλεύει έτσι ο Ρεζίλης!" 
"Να τονε σκοτώσουμε!" φώναζε ένας.
"Να τονε καρυδώσουμε!" φώναζε άλλος.
"Να τονε σφάξουμε!" φώναζε ένας τρίτος.
"Τέκνα μου!" πετιέται ο παπάς "Προς Θεού! Τί είναι αυτά που λέτε; Ό,τι θέτε κάντε, αλλά μη βάψετε το χέρια σας με αίμα!"
Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει, στο τέλος αποφάσισαν να τον πετάξουν στο ποτάμι. "Κι άμα ξέρει κολύμπι και δώσει δυο απλωτές και βγει έξω και γλιτώσει;" ρώτησε κάποιος. "Θα κάμω εγώ ένα κασόνι και θα τον κλείσουμε μέσα!" είπε ο μαραγκός. "Έτσι δεν θα μπορεί να κολυμπήσει!" Συμφώνησαν όλοι.  

Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, μαζεύτηκαν πάλι στο καφενείο ο δήμαρχος, ο δάσκαλος, ο χωροφύλακας κι ο παπάς -οι αρχές του τόπου σα να λέμε- και μια και δυο τράβηξαν στο σπίτι του Ρεζίλη να του πουν τί είχε αποφασίσει το χωριό. Χτύπησαν την πόρτα, άνοιξε η γυναίκα του Ρεζίλη, τους καλοδέχτηκε. Μέχρι καφέ τους έψησε και γλυκό συκαλάκι τους έβγαλε με κρύο νερό μπούζι! Ήρθε ο Ρεζίλης κάθισε μαζί τους.
"Πως από δω, συγχωριανοί;" τους ρώτησε.
"Το και το", του λένε. "Μετά και το τελευταίο καζίκι που μας σκάρωσες αποφασίσαμε να σε ρίξουμε στο ποτάμι."
Σαν τ' άκουσε η γυναίκα του έμπηξε τα κλάματα. 
"Μη κλαις, γυναίκα!" τη μάλωσε ο Ρεζίλης. "Αφού αυτό αποφάσισε το χωριό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα." 
Μετά γυρνάει προς τους συγχωριανούς τους και τους λέει "Αφού αυτό αποφασίσατε εγώ θα πάω πάσο, αλλά θα σας παρακαλέσω να φροντίσετε την οικογένειά μου."
"Μη σε νοιάζει, θα τη φροντίσουμε. Εσύ μόνο έλα αύριο το πρωί με το χάραμα στο ποτάμι, στη γέφυρα." είπαν κι έφυγαν.

Σαν ήρθε το επόμενο πρωί, με το χάραμα, ο Ρεζίλης αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και πήγε στο γεφύρι που τον περίμεναν οι χωρικοί. Σαν έφτασε κι είδε το ξύλινο κασόνι που τού 'χαν κάνει, χαμογέλασε.
"Ε, Ρεζίλη! Μην καθυστερείς!" του λεν. "Έμπα γρήγορα μέσα!"
Μπαίνει ο Ρεζίλης στο κασόνι, τον καρφώνουν από πάνω, πιάνουν, τον ρίχνουν στο ποτάμι, τον παίρνει το ρέμα.

Ξύλινο το κασόνι ήταν. Δεν βούλιαξε. Μόνο πήγαινε όπου πήγαινε και το ρέμα. Καθόταν μέσα ο Ρεζίλης και σκεφτόταν πώς θα γλίτωνε. Πέρασε έτσι η πρώτη μέρα μέσα στο κασόνι. Σαν ήρθε το πρωί, ξυπνάει ο Ρεζίλης και για μια στιγμή... Γκλιν, γκλιν, γκλαν.... ακούει. Ζώα! Κουδούνια από ζώα! Τώρα κατσίκια ήτανε, πρόβατα ήτανε...; Δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε όμως ήταν πως αφού άκουγε κουδούνια, πά' να πει πως ήτανε κοντά στην όχθη. Βάλθηκε τότε να φωνάζει: "Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω!" 

Ο τσομπάνος που είχε φέρει το κοπάδι να πιει νερό σαν άκουσε τις φωνές παραξενεύτηκε. Τέντωσε το αυτί να δει από που έρχονταν και τί έλεγαν. "Βρε, δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω!" συνέχιζε να σκούζει ο Ρεζίλης μέσα απ' το κασόνι. Σαν το είδε ο τσομπάνος και κατάλαβε πως από κει ερχόταν οι φωνές, κάνει έτσι με τη γκλίτσα του και τραβάει έξω το κασόνι. Το κοπανάει μια με τη γκλίτσα, πετιέται από μέσα ο Ρεζίλης. 
"Βρε, δεν την θέλω σας λέω! Δεν την παίρνω!" συνέχιζε να φωνάζει.
"Στάσου βρε, πατριώτη!" του λέει ο τσομπάνος. "Ποιά δεν θέλεις; Ποιά δεν παίρνεις;"
"Τη βεζυροπούλα! Θέλουν να με τη δώσουν με το ζόρι, αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν την παίρνω! Γι'αυτό μ'έβαλαν στη κασόνα μέχρι ν'αλλάξω γνώμη! Αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν παντρεύομαι σου λέω!"
"Εγώ την θέλω!" λέει ο τσομπάνος. 
"Ε, τότε να την πάρεις!" απαντάει ο Ρεζίλης.
"Πώς για θα γένει αυτό;" 
"Κοίτα: θα μπεις στο κασόνι κι εγώ θα σε ρίξω πάλι στο ποτάμι. Εσύ θα φωνάξεις 'την παίρνω!' και αυτό είναι όλο."

Αφελής καθώς ήταν ο τσομπάνος, μπαίνει στο κασόνι. Το πετάει στο ποτάμι ο Ρεζίλης, μέχρι να φωνάξει, είχε πάει στο... ψαροχώρι. Παίρνει τότε ο Ρεζίλης το κοπάδι τα γιδοπρόβατα, βάζει τη γκλίτσα στους ώμους και ξεκινάει με τα πόδια για το χωριό του. 

Σαν τον είδα από μακρυά οι χωριανοί νά 'ρχεται μ' ένα κοπάδι γιδοπρόβατα τά 'χασαν. Σαν ήρθε πιο κοντά έτριβαν τα μάτια τους. "Τί 'ναι αυτά βρε, Ρεζίλη;" τον ρωτάνε.
"Αχ, χωριανοί," λέει εκείνος. "Όταν με ρίξατε στο ποτάμι κατάλαβα πως δεν με θέτε στο χωριό σας. Το ποτάμι μ'έβγαλε στην θάλασσα και σαν έφτασα εκεί κάτω, στον πάτο, βρήκα ένα τόπο σαν παράδεισο! Χωράφια... ζώα... άλλο να σας λέω! Να, στα βιαστικά μάζεψα λίγα ζωντανά και ήρθα να πάρω την οικογένειά μου να πάμε να ζήσουμε στον πάτο της θάλασσας."

Σαν τ' άκουσαν αυτό οι συγχωριανοί του Ρεζίλη, ζήλεψαν. "Γιατί αυτός κι όχι κι εμείς;" σκέφτηκαν κι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο μπλουμ! μπλουμ! να πέφτουν στο νερό. Καθώς όμως δεν ήξεραν κολύμπι, πήγαν όλοι σαν βαρίδια, τσουπ! στο ψαροχώρι! Τελευταίος βούτηξε κι ο παπάς και σαν φουντάρισε, το καλυμμαύκι του έμεινε στον αφρό. Φώναζε απ' την όχθη η παπαδιά "Παπά! Ε, παπά! Βούτα πιο βαθυά! Να πιάσεις μαύρα πρόβατα να γνέσω το μαλλί να σε κάνω ράσα για το χειμώνα!"

Μετά από αυτό, ο Ρεζίλης πήρε όλες τις χήρες και τα ορφανά στην προστασία του. Και έστειλε τα παιδιά στο σχολείο και στην εκκλησία και τα έμαθε να είναι καλοί άνθρωποι, χωρίς ζήλιες και κακίες ο ένας για τον άλλο. 

Και ξαναγένηκε το χωριό απ' τα νέα παιδιά και ζήσαν όλοι καλά κι ο Ρεζίλης καλύτερα!

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 2

Σαν γύρισαν από την πόλη οι χωρικοί, μετά το κάζο που πάθανε, ήταν ακόμα πιο χολωμένοι με τον Ρεζίλη. Μαζεύτηκαν, το λοιπόν, μετά από λίγο καιρό στον καφενέ και λογιάζανε πώς θα τον βγάζανε από την μέση κι αυτόν και την οικογένειά του.

"Τέκνα μου!" είπε ο παπάς "προς Θεού! μην βάψετε τα χέρια σας με αίμα!"

Και τί πήγαν και σκέφτηκαν οι αθεόφοβοι! Να τονε σκάσουνε. Και πως θα το κάνανε αυτό; Τρέξαν όλοι στα σπίτια τους και πήρα μουρουνόλαδο. Μικροί-μεγάλοι, άντρες-γυναίκες, όλοι! Και πάνε μέσα στη νύχτα έξω από το σπίτι του Ρεζίλη και μια και δυο... το είχαν σκεπάσει τα σκατά μέχρι να πεις κύμινο. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, πάει να βγει έξω, δεν άνοιγε η πόρτα. Σκουντάει, ξανασκουντάει... Τίποτα. "Θα φράκαρε..." σκέφτεται. "Ε, δεν πειράζει," λέει με το νου του "θα βγω απ' το παράθυρο και θα την ξεφρακάρω..." Πάει ν' ανοίξει το παράθυρο, ούτε αυτό άνοιγε. Πονηρεύτηκε τότε, σου λέει "κάτι βρωμάει εδώ..." και πραγματικά είχε μια μπόχα, άλλο να σε λέω... Πιάνει, ξυπνάει τη γυναίκα του. "Γυναίκα," της λέει "το και το μας κάμανε οι συγχωριανοί."
"Και τί θα κάμωμε τώρα;" τον ρωτάει αυτή.
"Άκου τί θα κάμωμε: θα βγούμε από τον καμινάδα έξω. Μετά εσύ άναψε τον φούρνο και μη σε νοιάζει."

Πραγματικά, βγαίνουν έξω ο Ρεζίλης κι η γυναίκα του από την καμινάδα. Ανάβει η γυναίκα τον φούρνο και πιάνει ο Ρεζίλης το φτυάρι. Ανασκουμπώνεται κι αρχίζει να φτυαρίζει το σκατό στον φούρνο να το ξεράνει να το κάμει κοπριά. Σαν μεσημέριασε, είχανε τελέψει, με την κοπριά, την είχαν βάνει σε δώδεκα τσουβάλια. Πιάνει ο Ρεζίλης, φορτώνει τα σακιά με την κοπριά σε δώδεκα μουλάρια -γιατί σαν γύρισε πίσω με τον κλεμμένο από τους κλέφτες θησαυρό ξανάκανε το βιός του διπλό και τρίδιπλο κι είχε και χωράφια και ζώα πιο πολλά από τα πριν. Φορτώνει, που λες, τα σακιά σε δώδεκα μουλάρια, καβαλάει το άλογό του και παίρνει δρόμο. Σαν έφτασε στο γιοφύρι που' ταν στην άκρη του χωριού τον περίμεναν οι οι συγχωριανοί του. "Που πας, βρε Ρεζίλη;" τον ρώτησαν. "Ε, πού να πάω...; Εσείς πήγατε να με σκάσετε από τη ζήλια σας αλλά εγώ έκαμα το σκατό κοπριά και πάω να το πουλήσω στην πόλη μπας και βγάλω τα σπασμένα..." Γέλασαν οι χωρικοί, χαμογέλασε ο Ρεζίλης και τους άφηκε πίσω. Σαν βγήκε στη δημοσιά όμως δεν πήρε τον δρόμο που πήγαινε στην πόλη. Είχε πάρει ήδη να σουρουπώνει και η αγορά θα είχε κλείσει. Σκέφτηκε το λοιπόν, κι άλλαξε σχέδια.

Στην περιοχή είχε το κονάκι του ένας αγάς. Για κει τράβηξε ο Ρεζίλης να περάσει τη νύχτα με ασφάλεια. Να ζεσταθεί το κοκαλάκι του και να φάει κατιτίς. Άμα έφτασε, χτύπησε την πόρτα. Σαν του άνοιξαν και τον ρώτηξαν ποιός είναι τους είπε πως τάχα ήταν τελώνης του πασά κι πως είχε έξω δώδεκα μουλάρια φορτωμένα λίρες από τους φόρους που είχε μαζέψει και για να μην περάσει τη νύχτα έξω και τον ληστέψουν ζητούσε την προστασία του αγά. Σαν τ' άκουσε ο αγάς, του άνοιξε τις πόρτες διάπλατα και μπήκε στην αυλή ο Ρεζίλης με τα δώδεκα μουλάρια του. Πήγαν τα ζωντανά στο στάβλο. Τα δόκανε νερό φρέσκο και μπόλικο σανό, ξεφόρτωσε ο Ρεζίλης τα σακιά με την κοπριά και τ' άφηκε εκεί. Μετά πήγε με τον αγά και φάγαν και ήπιαν κοντά στο τζάκι που έτριζε. Κι άρχισε να ρωτάει ο Ρεζίλης τον αγά πως τά' βγαζε πέρα. Τού 'πε ο αγάς πως είχε ζώα πολλά και δεν είχε ανάγκη. Μάλιστα του ξομολογήθηκε πως είχε και γουρούνια. "Και τί τα ταΐζεις τα γουρούνια σου, αγά;" ρώτησε ο Ρεζίλης από περιέργεια. "Απ' όλα τρώνε!" καμάρωσε ο αγάς. Σαν τ' άκουσε αυτό ο Ρεζίλης κατέβασε μια ιδέα. Άμα κοιμήθηκαν όλοι στο κονάκι, κατέβηκε κρυφά και σε κάθε σακί κοπριά έχωσε ένα χρυσό φλουρί. Μετά πήγε κι αυτός και κοιμήθηκε μέχρι το πρωί.

Τα γουρούνια που ήταν δίπλα από τον στάβλο μύριζαν την κοπριά και ήταν ανήσυχα. Βγαίνει ένα, πάει και γρουτς-γρουτς σκίζουν ένα σακί, χύνεται έξω η κοπριά. Βγαίνει άλλο, πάει γρουτς-γρουτς σκίζει και το δεύτερο. Σιγά-σιγά βγήκαν όλα τα γουρούνια, πάνε τα σακιά με την κοπριά. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, κατεβαίνει στον στάβλο, βάνει τις φωνές: "Τρέξε, αγά μου! Τρέξε! Τα γουρούνια σου έγαφαν τις λίρες μου!" Τρέχει ο αγάς, προσπαθεί να τον ηρεμήσει. "Τί λες, άνθρωπέ μου; τρων τα γουρούνια λίρες; κάτι άλλο θα γένικε..." "Όχι, τα γουρούνια σου έφαγαν τις λίρες μου! Εσύ είπες ψες πως τρων απ' όλα!" επέμενε ο Ρεζίλης. Κάνει ένα βήμα βρίσκει μια λίρα μες στην κοπριά που ήταν σκορπισμένη παντού στην αυλή. "Να μια λίρα!" φωνάζει στον αγά. Πάει πιο εκεί, βρίσκει άλλη μια. Βρίσκει μια κι ο αγάς ο ίδιος. "Δεν ξέρω τί θα κάμεις, πρέπει να σφάξουμε τα γουρούνια σου να πάρω τα φλουριά πίσω, αλλιώς το λέω στον πασά..." Τρελάθηκες ο αγάς σαν τ' άκουσε. Κάλλιο είχε τον δώσει από τα δικά του τα φλουριά παρά να σφάξει τα ζωντανά -πιο πολύ θα του κόστιζε. "Κι άμα σου δώσω εγώ τις λίρες που φάγαν τα ζωντανά...;" "Ε, τότες αλλάζει το πράμα..." και τάχα δέχτηκε ο Ρεζίλης την προσφορά του αγά. Του φορτώνει ο αγάς δώδεκα μουλάρια λίρες και του δίνει κι ένα μουλάρι ακόμα κι ένα σακί φλουριά για κείνον, να το κρατήσει, να μην πει κουβέντα στον πασά για τα γουρούνια που φάγαν τις λίρες. Τον χαιρετά ο Ρεζίλης και φεύγει.

Κατά το μεσημεράκι έφτασε στο χωριό. Τον περίμεναν οι συγχωριανοί στην γέφυρα να δουν τι είχε κάνει στην πόλη. "Ε, Ρεζίλη," του παν σαν τον είδαν "τί έγινε στην πόλη;"
"Α, χωριανοί," λέει εκείνος χαμογελαστός όπως πάντα "εσείς κακό πήγατε να μου κάνετε, αλλά ο Θιός είναι μεγάλος! Να πούλησα την κοπριά και γύρισα."
"Και πόσο την πούλησες;"
"Μια λίρα το σκατό."
"Ψέματα λες!"
"Τί ψέματα, να κοιτάτε άμα δεν με πιστεύετε: με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα κοπριά με δεκατρία γυρίζω κι όλα φορτωμένα λίρες!"
Κοιτάν οι χωρικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους.

Τους δάγκωσε πάλι η ζήλια, παν στα σπίτια τους! Παίρνουν ό,τι καθαρτικό βρίσκουν μπροστά τους και τους πήγε τρεις και πέντε... Μαζεύουν το σκατό, το κάνουν κοπριά. Την άλλη μέρα ξεκινάν για την πόλη. Πάνε ίσια στην αγορά κι αρχίζουν να διαλαλούν την πραμάτια τους. Και ποιοί ενδιαφέρονται να αγοράσουν κοπριά; Οι μπαχτζεβαναίοι, αυτοί που έχουν κήπους, μποστάνια... Πάνε, τους ρωτάνε πόσο πουλάνε την κοπριά για να κάμουν συμφωνία.
"Μια λίρα το σκατό!" απαντάνε οι συγχωριανοί του Ρεζίλη.
"Βρε, μπας κι είστε τρελοί;" ρωτάνε οι μπαξεβάνηδες.
"Όχι, μια λίρα το σκατό! Κι αν σας αρέσει!" επέμεναν οι χωριανοί.
Συνεννοούνται τότε οι άλλοι και τους δίνουν ένα ξύλο... Τόσες έφαγαν οι χωριανοί όσες τρώει ένα νταούλι σ' έναν γάμο! Και τους πήραν και την κοπριά τσάμπα.

Γύρισαν πίσω στο χωριό τους και δαρμένοι και χαμένοι και ήτανε πυρ και μανία με τον Ρεζίλη. Ήθελαν οπωσδήποτε να τον εξαφανίσουν! Τώρα πιο πολύ από πριν!

Συνεχίζεται...