Μια φορά κι έναν κιρό σ' ένα χουριό απάνου στου β'νό ζουσι ένας άντρας καλος κι ιργατικός μι την θυγατέρα τ'. Καθώς η κυρά τ' είχε π'θάνει - Θιός χωρέστηνε!- πριν τρία χρόνια, αποφάσισε ο χριστιανός να πάρει μιαν άλλη γ'ναίκα να προυσέχει του σπιτι τ' και την θυγατέρα τ'. Βρήκε μιάνε πού 'ταν προκουμέν' κι είχι κι εκείν' μιαν θυγατέρα στα ίδια χρόνια με την ιδικιά τ'.
Άμα παντρηυτήκανι, έφερε την κινούργια γ'ναίκα και την θυγατέρα τς στου σπιτ'. Αμά η κινούγια κυρά ζήληυει την θυγατέρα' τ' αντρός τς κι όλο την έβανε να κάμνει τις πιο βαρυές δλειές. Ικέινη να πάει στου πηγάδι να βγαν' νιρό, ικείνη να πάει στουν μύλο με τα σακιά του σταρ' ν'αλέσει, ικείνη στα ζα, ικείνη στ' αμπλέλια, ικείνη παντού. Κι κάθουνταν η θυγατέρα η ιδική τς κι φάρδαινε τον πισινό τς κι η θυγατέρα του αντρός τς δούληυει ολημερίς σαν δουλικό. Αμά ήταν καλή θυγατέρα και τίποτις δεν έλεγε στον πατέρα τς ούδε παραπουνιόντανε για τίποτις, μοναχά έκανε όπως της παρήγγηλνε η μητριά τς κι η κόρη τς.
Κι έτσι πέρναγαν τα χρόνια και τα ζαμάνια και τα δυο κουρτσούδια έγιναν κουπέλις της παντρειάς. Κι αρχίνεψαν νά 'ρχουντι τα προξινιά για την θυγατέρα τ' αντρός απ' τα καλύτερα παληκάρια του χουριού κι απού άλλα χουριά πιο μακρυνά κι απού πολιτείις μιγάλις. Αμά για την θυγατέρα της γ'ναίκας τίπ'τις. Ούτι φουνή ούτι ακρόασις. Γιατί όλους ο κόσμους ήξερι πως η κορ τ' αντός ήτανε καλή κι εργατική κι όμορφη και ποτές δεν αντιμιλούσι, ενώ η κορ της γ'ναίκας ήτανε τεμπέλα κι ανάξια και τίποτα δεν έπιανε το χέρι τς. Κι η γ'ναίκα τ' απόδιωνχι όλα τα προξινιά που ερχόντουσαν για την προγονή τς γιατί την ζήληυι κι ήθιλι ηθυγατέρα η ιδικιά τς να παντρηυτεί πρώτ'νη.
Μα μιαν ημέρα η προξινήτρα πήγι κι έπιασι τουν άντρα στον καφινέ κι απάνου στο τρίπουρο, από δω τουν είχι, από κει τουν είχι, τον κατάφερε να πει το "ναι" και να κανουνήσ' να παν ο γαμπρός και τα σ'μπιθέρια στο σπιτ' την Κυριακή μετ΄ατην λειτουργία να γνωρίσ'νε την νυφ. Σαν γύρισε σπιτ κι είπι τα μαντάτα στην γ'ναίκα τ' ικέινη λύσσαξι μέσα τς μα δεν φανέρωσε τίπουτις στουν κύρη τς. Του Σαββάτου πιάν' κι μαγειρεύνει φασουλάδα και διν' στην προγονή τς να φάει όχι μία αμά δυό γαβάθες. Κι είχε κάνι η πονηρή τα κουμάντα τς κι είχι βάλ' μπόκιλου καρότου κι κρομμύδ'. Τρώει η κορ, πέφτει να κοιμ'θεί. Ξημέρουσι ο Θιος την μέρα, στέλνει η γ'ναίκα τουν άντρα τς και την υγατέρα τς στην ικκλισιά και κρατάει την κορ τ' αντρός τς σπιτ τάχαμ-τάχαμ να ετοιμάσνι τη σάλα για τουν γαμπρό. Πέρασ' η ώρα, σχόλασ' η ικκλισιά, ήρθαν σπιτ η θυγατέρα τς κι ου άντρας τς μι τα σ'μπιθέρια κι τουν γαμπρό. Κι ήταν ο Αλιέξανδρους ένα παληκάρι απου τα λίγα. Δαχτυλοδειχτούμινος μες στου χουριό, πλούσιους, μπεσαλής κι λιβέντς σαν τα κρύα τα νιρά. Κι λέει η γ'ναίκα στην προγονή τς "Άντε, μαρή Μαργούδα, σύρε να φερς ένα γλυκό να κιράσουμι τα σ'μπιθέρια κι τουν Αλιέξανδρου!" Πάει η Μαργούδα στην κουζίνα κι ικεί παν' που ιτοίμαζε τουν δίσκου τουν ασημένιου μι τα κιράσματα την πιάνει ένας πόνος στην κοιλιά. "Τρομάρα μου!" σκέφτηκε η κορ' "Τί 'θελα κι έφαγα δυο γαβάθες φασουλάδα ψες; Να τώρα..." Και σφίγγει τα δόντια και κρατιέται και βγαίν' με τουν δίσκου κι αρχίζ' να κιρνάει. Κι εκεί που στέκουνταν μπρουστά στουν Αλιέξανδρο δεν άντεξε άλλο κι άφησι ένα πόρδο ξεγυρησμένου. Τρόμαξαν όλοι απ' τουν κρότου. "Αχ! Άνοιξι Γης, κατάπιημαι!" φωνάζει η Μαργούδα απ' την ιντροπή τς που έκλασι μπρουστά στουν γαμπρό και στα σ'μπιθέρια. Και σαν να την άκουσι η Γης, ανοίγει μια έτσ' και καταπίν' την Μαργούδα!
Βρέθηκι η Μαργούδα στον κάτου κόσμου. Και πριν πρόλάβει να καν' ένα βήμα νάσου μπροστά τς δυο πόδροι θιόρατοι, ζωσμέν' μι σπαθιά κι δόρατα. Την πιάνουν κι την παν στουν βασιληά Πόδρο. Κάθουνταν σ' 'ένα θρόνου αψηλό κι ουλόχρυσου ο βασιληάς. Σαν την γλιέπ' την αρωτα: "Ποιά ίσι συ;" "Εγώ ίμι η Μαργούδα." "Και γιατί ίσι ιδώ;""Να, βασιληά μ', ιγώ έφαγα δυό γαβάθες φασουλάδα ψες κι ικεί που κέρναγα τα σ'μπιθέρια κι τουν Αλιέξανδρου που 'ρθαν για τα λογοδοσήματα, έκλασα και ντράπηκα τόσο πουλί που παρακάλεσα την Γης να με καταπιεί κι έτσι βρέθηκα δωνά."
Γυρναέι ο βασιληάς στουν υπασπιστή τ' και ρουτάει "Είχαμε κανένα καινούριου πόρδο σήμερις;" "Είχαμε έναν, βασιληά μ'." λέει ο υπασπιστής πόρδος. "Φέρτε τον αμέσους ιδώ!" διατάζ' ου βαιληάς. Μετά από λίγην ώρα να ένα πόδρος λιβέντ'ς μπαίνει στην αίθουσα και θαρρετά πάει και χιριτάει τουν βασιληά Πόρδο. Τον κοιτάει καλά-καλά ο βασιληάς, ήταν ένα πόρδος γιροδιμένους και δυνατός, με κάτι μπράτσα να! με κάτι πλατάρις να! Και μοσχοβόλαγε! Αχ, πώς μοσχοβόλαγε! Φχαριστήθ'κι ου βασιληάς, γυρνάει λέει στην Μαργούδα: "Για τέτοιον πόρδο λιβέντ κι καραμπουζουκλή που μας έφτιαξις κι ιγώ θα σε προικίσω!" και χτυπαέι τα χέρια τ' κι νάσου ηυθύς ντύνιται στα μετάξια η Μαργούδα. Χτυπάει ξανάς τα χέρια τ' κι νάσου δώδικα άλογατα, έξ' άσπρα, έξ' μαύρα, του καθένα φορτουμένου με δυο σακιά φλουριά. "Πήγαινε τώρα, Μαργούδα, και με το καλό να παντρευτείς τον Αλιέξανδρου σ'!" λέει ο βασιληάς Πόρδος, χτυπαέι ξανάς τα χέρια τ' και στέλνει την Μαργούδα στουν απάνου κόσμο και στο σπίτι τς. Και για να μην τα πολυλογούμι, σαν είδαν τα σ'μπιθέρια τα φλουριά ξεχάσανι τον πόρδου κι παντρεύτ'κι η Μαργούδα τον Αλιέξανδρου.
Η γ'ναίκα τώρα βουρλήστ'κι ακόμα πιρισσότιρου με την τυχ' της Μαργούδας κι βάλθηκε να παντρέψ' και τν ιδικί τς θυγατέρα. Έστειλι προξενιά ιδώ, έστειλι προξενιά ικεί, στου τέλους κάποιος δέχτ'κι και κανονήσανι να έρθουνι τα σ'μπιθέρια κι ου γμαπρός στου σπιτ' την Κυριακή μιτά την ικκλησιά. Κι έβανι η γ'ναίκα κι έφτιαξι μια φασουλάδα το Σαββάτου κι έβαλε την θυγατέρα τς κι έβαγε όχι δυο μα τρεις γαβάθες! Σαν ήρθαν τα σ'μπιθέρια κι ου γαμπρός στου σπιτ' μιτ΄ατην ικκλισιά, πήρι η γ'ναίκα την κόρη τς κατά μέρος και την εδασκάλεψι σαν πάει να κιράσ' τουν γαμπρό να κλασ' δυνατά. "Κι άμα δεν μ΄έρθει να κλάσω, καλέ μάνα;" ρώτησε εκείν'. "Άμα δεν σ' ερθ', σφίξ'!" της ειπ' η μάμα τς, και βγήκε η κουπέλα με τουν ασημένιου δίσκου με τα κεράσματα. Κι σφίγγουνταν κι σφίγγουνταν κι τίπουτις δεν γίνουνταν. Σφίχτ'κι άλλη μια φουρά κι άφησε ένα πουρδαλάκι τζούφιου. "Αχ! ¨ανοιξι Γης, κατάπιημαι!" φουνάζ' η Μαγδάλω τάχαμ-τάχαμ απ' την ιντροπή τς που έκλασι μπρουστά στουν γαμπρό και στα σ'μπιθέρια. Και σαν να την άκουσι η Γης, ανοίγει μια έτσ' και την ικαταπίν'.
Βρέθηκι η Μαγδάλω στουν κάτου κόσμου. Και πριν πρόλάβει να καν' ένα βήμα νάσου μπροστά τς δυο πόδροι θιόρατοι, ζωσμέν' μι σπαθιά κι δόρατα. Την πιάνουν κι την παν στουν βασιληά Πόδρο. Κάθουνταν σ' 'ένα θρόνου αψηλό κι ουλόχρυσου ο βασιληάς. Σαν την γλιέπ' την αρωτα: "Ποιά ίσι συ;" "Εγώ ίμι η Μαγδάλω." "Και γιατί ίσι ιδώ;""Να, βασιληά μ', η μάνα μ' μ' έβαλι να φάω τρεις γαβάθες φασουλάδα ψες κι ικεί που κέρναγα τα σ'μπιθέρια κι τουν Κυρήκου που 'ρθαν για τα λογοδοσήματα, έκλασα και ντράπηκα τόσο πουλί που παρακάλεσα την Γης να με καταπιεί κι έτσι βρέθηκα δωνά."
Γυρναέι ο βασιληάς στουν υπασπιστή τ' και ρουτάει "Είχαμε κανένα καινούριου πόρδο σήμερις;" "Είχαμε έναν, βασιληά μ'." λέει ο υπασπιστής πόρδος. "Φέρτε τον αμέσους ιδώ!" διατάζ' ου βαιληάς. Μετά από λίγην ώρα φέρνουν μπρουστά στουν βασιληά Πόρδο έναν πουρδαλάκου λιανό πάνου σι φουρείου. Τον κοιτάει καλά-καλά ο βασιληάς, ου πουρδαλάκους ούτε να σταθεί στα πουδάρια τ' δεν μπόραγι. Ούτι φουνή ούτε μυρουδιά ούτε τίπ'τις. "Πώς είσαι έτσ' καημένι, πόδρι;" ρώτησ' ου βασιληάς. "Αχ, βασιληά μ', με του ζορ' μ' έκαμι αυτούνι η φακλάνα κι από του ζορ' μι 'σπασι τα πλευρράκια μ'..." λεέι ου πουρδαλάκου ςμε μια φουνή που ίσα που ακουγόντανι. Φουρκίζεται ου βασιληάς Πόρδος γυρνάει λέει στην Μαγδάλω: "Για τέτοιον πόρδο καψιρό που μ' φτιαξες, θα σε τιμωρήσω! Θα σε κρατήσου ιδώ κάτου να μι καθαρίζεις τουν απόπατου!" και χτυπαέι τα χέρια τ' κι νάσου ηυθύς στουν απόπατου η Μαγδάλω. Και κανένανις ποτές δεν την ματαδε στουν απάνου κόσμου και η Μαργούδα έξησι καλά με τουν Αλιέξανδρου κι κάμαν πιδιά κι αγγόνια. Όσου για τον βασιληά Πόρδο ζεί και βασιλεύει και περιμένει να του σείλουμι τουν ιπόμινο λιβέντ'!
Άμα παντρηυτήκανι, έφερε την κινούργια γ'ναίκα και την θυγατέρα τς στου σπιτ'. Αμά η κινούγια κυρά ζήληυει την θυγατέρα' τ' αντρός τς κι όλο την έβανε να κάμνει τις πιο βαρυές δλειές. Ικέινη να πάει στου πηγάδι να βγαν' νιρό, ικείνη να πάει στουν μύλο με τα σακιά του σταρ' ν'αλέσει, ικείνη στα ζα, ικείνη στ' αμπλέλια, ικείνη παντού. Κι κάθουνταν η θυγατέρα η ιδική τς κι φάρδαινε τον πισινό τς κι η θυγατέρα του αντρός τς δούληυει ολημερίς σαν δουλικό. Αμά ήταν καλή θυγατέρα και τίποτις δεν έλεγε στον πατέρα τς ούδε παραπουνιόντανε για τίποτις, μοναχά έκανε όπως της παρήγγηλνε η μητριά τς κι η κόρη τς.
Κι έτσι πέρναγαν τα χρόνια και τα ζαμάνια και τα δυο κουρτσούδια έγιναν κουπέλις της παντρειάς. Κι αρχίνεψαν νά 'ρχουντι τα προξινιά για την θυγατέρα τ' αντρός απ' τα καλύτερα παληκάρια του χουριού κι απού άλλα χουριά πιο μακρυνά κι απού πολιτείις μιγάλις. Αμά για την θυγατέρα της γ'ναίκας τίπ'τις. Ούτι φουνή ούτι ακρόασις. Γιατί όλους ο κόσμους ήξερι πως η κορ τ' αντός ήτανε καλή κι εργατική κι όμορφη και ποτές δεν αντιμιλούσι, ενώ η κορ της γ'ναίκας ήτανε τεμπέλα κι ανάξια και τίποτα δεν έπιανε το χέρι τς. Κι η γ'ναίκα τ' απόδιωνχι όλα τα προξινιά που ερχόντουσαν για την προγονή τς γιατί την ζήληυι κι ήθιλι ηθυγατέρα η ιδικιά τς να παντρηυτεί πρώτ'νη.
Μα μιαν ημέρα η προξινήτρα πήγι κι έπιασι τουν άντρα στον καφινέ κι απάνου στο τρίπουρο, από δω τουν είχι, από κει τουν είχι, τον κατάφερε να πει το "ναι" και να κανουνήσ' να παν ο γαμπρός και τα σ'μπιθέρια στο σπιτ' την Κυριακή μετ΄ατην λειτουργία να γνωρίσ'νε την νυφ. Σαν γύρισε σπιτ κι είπι τα μαντάτα στην γ'ναίκα τ' ικέινη λύσσαξι μέσα τς μα δεν φανέρωσε τίπουτις στουν κύρη τς. Του Σαββάτου πιάν' κι μαγειρεύνει φασουλάδα και διν' στην προγονή τς να φάει όχι μία αμά δυό γαβάθες. Κι είχε κάνι η πονηρή τα κουμάντα τς κι είχι βάλ' μπόκιλου καρότου κι κρομμύδ'. Τρώει η κορ, πέφτει να κοιμ'θεί. Ξημέρουσι ο Θιος την μέρα, στέλνει η γ'ναίκα τουν άντρα τς και την υγατέρα τς στην ικκλισιά και κρατάει την κορ τ' αντρός τς σπιτ τάχαμ-τάχαμ να ετοιμάσνι τη σάλα για τουν γαμπρό. Πέρασ' η ώρα, σχόλασ' η ικκλισιά, ήρθαν σπιτ η θυγατέρα τς κι ου άντρας τς μι τα σ'μπιθέρια κι τουν γαμπρό. Κι ήταν ο Αλιέξανδρους ένα παληκάρι απου τα λίγα. Δαχτυλοδειχτούμινος μες στου χουριό, πλούσιους, μπεσαλής κι λιβέντς σαν τα κρύα τα νιρά. Κι λέει η γ'ναίκα στην προγονή τς "Άντε, μαρή Μαργούδα, σύρε να φερς ένα γλυκό να κιράσουμι τα σ'μπιθέρια κι τουν Αλιέξανδρου!" Πάει η Μαργούδα στην κουζίνα κι ικεί παν' που ιτοίμαζε τουν δίσκου τουν ασημένιου μι τα κιράσματα την πιάνει ένας πόνος στην κοιλιά. "Τρομάρα μου!" σκέφτηκε η κορ' "Τί 'θελα κι έφαγα δυο γαβάθες φασουλάδα ψες; Να τώρα..." Και σφίγγει τα δόντια και κρατιέται και βγαίν' με τουν δίσκου κι αρχίζ' να κιρνάει. Κι εκεί που στέκουνταν μπρουστά στουν Αλιέξανδρο δεν άντεξε άλλο κι άφησι ένα πόρδο ξεγυρησμένου. Τρόμαξαν όλοι απ' τουν κρότου. "Αχ! Άνοιξι Γης, κατάπιημαι!" φωνάζει η Μαργούδα απ' την ιντροπή τς που έκλασι μπρουστά στουν γαμπρό και στα σ'μπιθέρια. Και σαν να την άκουσι η Γης, ανοίγει μια έτσ' και καταπίν' την Μαργούδα!
Βρέθηκι η Μαργούδα στον κάτου κόσμου. Και πριν πρόλάβει να καν' ένα βήμα νάσου μπροστά τς δυο πόδροι θιόρατοι, ζωσμέν' μι σπαθιά κι δόρατα. Την πιάνουν κι την παν στουν βασιληά Πόδρο. Κάθουνταν σ' 'ένα θρόνου αψηλό κι ουλόχρυσου ο βασιληάς. Σαν την γλιέπ' την αρωτα: "Ποιά ίσι συ;" "Εγώ ίμι η Μαργούδα." "Και γιατί ίσι ιδώ;""Να, βασιληά μ', ιγώ έφαγα δυό γαβάθες φασουλάδα ψες κι ικεί που κέρναγα τα σ'μπιθέρια κι τουν Αλιέξανδρου που 'ρθαν για τα λογοδοσήματα, έκλασα και ντράπηκα τόσο πουλί που παρακάλεσα την Γης να με καταπιεί κι έτσι βρέθηκα δωνά."
Γυρναέι ο βασιληάς στουν υπασπιστή τ' και ρουτάει "Είχαμε κανένα καινούριου πόρδο σήμερις;" "Είχαμε έναν, βασιληά μ'." λέει ο υπασπιστής πόρδος. "Φέρτε τον αμέσους ιδώ!" διατάζ' ου βαιληάς. Μετά από λίγην ώρα να ένα πόδρος λιβέντ'ς μπαίνει στην αίθουσα και θαρρετά πάει και χιριτάει τουν βασιληά Πόρδο. Τον κοιτάει καλά-καλά ο βασιληάς, ήταν ένα πόρδος γιροδιμένους και δυνατός, με κάτι μπράτσα να! με κάτι πλατάρις να! Και μοσχοβόλαγε! Αχ, πώς μοσχοβόλαγε! Φχαριστήθ'κι ου βασιληάς, γυρνάει λέει στην Μαργούδα: "Για τέτοιον πόρδο λιβέντ κι καραμπουζουκλή που μας έφτιαξις κι ιγώ θα σε προικίσω!" και χτυπαέι τα χέρια τ' κι νάσου ηυθύς ντύνιται στα μετάξια η Μαργούδα. Χτυπάει ξανάς τα χέρια τ' κι νάσου δώδικα άλογατα, έξ' άσπρα, έξ' μαύρα, του καθένα φορτουμένου με δυο σακιά φλουριά. "Πήγαινε τώρα, Μαργούδα, και με το καλό να παντρευτείς τον Αλιέξανδρου σ'!" λέει ο βασιληάς Πόρδος, χτυπαέι ξανάς τα χέρια τ' και στέλνει την Μαργούδα στουν απάνου κόσμο και στο σπίτι τς. Και για να μην τα πολυλογούμι, σαν είδαν τα σ'μπιθέρια τα φλουριά ξεχάσανι τον πόρδου κι παντρεύτ'κι η Μαργούδα τον Αλιέξανδρου.
Η γ'ναίκα τώρα βουρλήστ'κι ακόμα πιρισσότιρου με την τυχ' της Μαργούδας κι βάλθηκε να παντρέψ' και τν ιδικί τς θυγατέρα. Έστειλι προξενιά ιδώ, έστειλι προξενιά ικεί, στου τέλους κάποιος δέχτ'κι και κανονήσανι να έρθουνι τα σ'μπιθέρια κι ου γμαπρός στου σπιτ' την Κυριακή μιτά την ικκλησιά. Κι έβανι η γ'ναίκα κι έφτιαξι μια φασουλάδα το Σαββάτου κι έβαλε την θυγατέρα τς κι έβαγε όχι δυο μα τρεις γαβάθες! Σαν ήρθαν τα σ'μπιθέρια κι ου γαμπρός στου σπιτ' μιτ΄ατην ικκλισιά, πήρι η γ'ναίκα την κόρη τς κατά μέρος και την εδασκάλεψι σαν πάει να κιράσ' τουν γαμπρό να κλασ' δυνατά. "Κι άμα δεν μ΄έρθει να κλάσω, καλέ μάνα;" ρώτησε εκείν'. "Άμα δεν σ' ερθ', σφίξ'!" της ειπ' η μάμα τς, και βγήκε η κουπέλα με τουν ασημένιου δίσκου με τα κεράσματα. Κι σφίγγουνταν κι σφίγγουνταν κι τίπουτις δεν γίνουνταν. Σφίχτ'κι άλλη μια φουρά κι άφησε ένα πουρδαλάκι τζούφιου. "Αχ! ¨ανοιξι Γης, κατάπιημαι!" φουνάζ' η Μαγδάλω τάχαμ-τάχαμ απ' την ιντροπή τς που έκλασι μπρουστά στουν γαμπρό και στα σ'μπιθέρια. Και σαν να την άκουσι η Γης, ανοίγει μια έτσ' και την ικαταπίν'.
Βρέθηκι η Μαγδάλω στουν κάτου κόσμου. Και πριν πρόλάβει να καν' ένα βήμα νάσου μπροστά τς δυο πόδροι θιόρατοι, ζωσμέν' μι σπαθιά κι δόρατα. Την πιάνουν κι την παν στουν βασιληά Πόδρο. Κάθουνταν σ' 'ένα θρόνου αψηλό κι ουλόχρυσου ο βασιληάς. Σαν την γλιέπ' την αρωτα: "Ποιά ίσι συ;" "Εγώ ίμι η Μαγδάλω." "Και γιατί ίσι ιδώ;""Να, βασιληά μ', η μάνα μ' μ' έβαλι να φάω τρεις γαβάθες φασουλάδα ψες κι ικεί που κέρναγα τα σ'μπιθέρια κι τουν Κυρήκου που 'ρθαν για τα λογοδοσήματα, έκλασα και ντράπηκα τόσο πουλί που παρακάλεσα την Γης να με καταπιεί κι έτσι βρέθηκα δωνά."
Γυρναέι ο βασιληάς στουν υπασπιστή τ' και ρουτάει "Είχαμε κανένα καινούριου πόρδο σήμερις;" "Είχαμε έναν, βασιληά μ'." λέει ο υπασπιστής πόρδος. "Φέρτε τον αμέσους ιδώ!" διατάζ' ου βαιληάς. Μετά από λίγην ώρα φέρνουν μπρουστά στουν βασιληά Πόρδο έναν πουρδαλάκου λιανό πάνου σι φουρείου. Τον κοιτάει καλά-καλά ο βασιληάς, ου πουρδαλάκους ούτε να σταθεί στα πουδάρια τ' δεν μπόραγι. Ούτι φουνή ούτε μυρουδιά ούτε τίπ'τις. "Πώς είσαι έτσ' καημένι, πόδρι;" ρώτησ' ου βασιληάς. "Αχ, βασιληά μ', με του ζορ' μ' έκαμι αυτούνι η φακλάνα κι από του ζορ' μι 'σπασι τα πλευρράκια μ'..." λεέι ου πουρδαλάκου ςμε μια φουνή που ίσα που ακουγόντανι. Φουρκίζεται ου βασιληάς Πόρδος γυρνάει λέει στην Μαγδάλω: "Για τέτοιον πόρδο καψιρό που μ' φτιαξες, θα σε τιμωρήσω! Θα σε κρατήσου ιδώ κάτου να μι καθαρίζεις τουν απόπατου!" και χτυπαέι τα χέρια τ' κι νάσου ηυθύς στουν απόπατου η Μαγδάλω. Και κανένανις ποτές δεν την ματαδε στουν απάνου κόσμου και η Μαργούδα έξησι καλά με τουν Αλιέξανδρου κι κάμαν πιδιά κι αγγόνια. Όσου για τον βασιληά Πόρδο ζεί και βασιλεύει και περιμένει να του σείλουμι τουν ιπόμινο λιβέντ'!