Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μια πιθαμή Γιάννης, εφτά πιθαμές γένια

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας τσομπάνος που τον έλεγαν Γιάννη. Αυτός ο τσομπάνος είχε τη στάνη του λίγο πιο έξω από το χωριό, κοντά στο δάσος και ζούσε εκεί με τα γιδοπρόβατά του και τα σκυλιά του. Στο χωριό όλοι τον ξέραν κι όλοι τον συμπαθούσαν. Κι ας ήταν μια πιθαμή στο μπόι... κι ας είχε εφτά πιθαμές γένια... Πάντα είχε έναν καλό λόγο να πει για τον καθένα και ήταν τετραπέρατος. Κι όποτε το χωριό είχε κάποιο πρόβλημα, ζήταγε πάντα τη συμβουλή του.

Εκεί, σ' εκείνο το μεγάλο δάσος είχαν το λημέρι τους σαράντα δράκοι. Ζούσαν σ' ένα θεόρατο πύργο και τα βράδια πήγαιναν στα γειτονικά χωριά και ρήμαζαν τα κοπάδια και τα χωράφια και λήστευαν τα σπίτια του κοσμάκη. Ένα βράδυ, λοιπόν, πήγαν κι άρπαξαν όλα τα ζωντανά του χωριού του Γιάννη. Την άλλη μέρα το πρωί, σαν ξύπνησαν οι χωρικοί και είδαν τα ζα τους να λείπουν, κατάλαβαν τί είχε συμβεί. Οι δράκοι τα είχαν αρπάξει. Αποφάσισαν τότε να πάνε να ρωτήσουν τον Γιάννη, που ζούσε κοντά στο δάσος, αν τους είχε πάρει χαμπάρι κι αν είχε ακούσει τίποτα το βράδυ. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, όλοι μαζί και πήγαν.

Βρήκαν τον Γιάννη να κάθεται κάτω από ένα πλατάνι και να παίζει τη φλογέρα του. Σαν τους είδε εκείνος από μακριά να έρχονται, κατάλαβε πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί στο χωριό. Σαν έφτασαν πιο κοντά, τους καλημέρισε και τους ρώτησε "Πώς από δω πρωί-πρωί, όλοι μαζί, χωριανοί μου;"
- Το και το, Γιάννη. Οι σαράντα δράκοι που ζουν στο δάσος κατέβηκαν τη νύχτα και μας άρπαξαν όλα τα ζα! Παν τα γελάδια  και τα γιδοπρόβατά μας! Παν τ' αλόγατα, τα μ'λάρια, οι γάιδαροι! Ακόμα και τις κλώσες με τα κλωσόπουλα πήραν, οι αθεόφοβοι! Και είπαμε, μα' θες, να σε ρωτήσουμε μπας και τους πήρες εσύ χαμπάρι, κατά τί ώρα ήρθαν και από πού, να πάμε να ζητήσουμε πίσω το βιός μας.
-Χωριανοί, του είπε τότε ο Γιάννης, αν πάτε έτσι, ξαρμάτωτοι, θα σας κάνουν μια χαψιά! Αφήστε να περάσουν μερικές μέρες κι ελάτε πάλι. Θα σκεφτώ ένα καλό σχέδιο και θα σας πω.

Έτσι, έφυγαν οι χωρικοί και μερικές μέρες μέρες πέρασαν. Στο μεταξύ ο Γιάννης, που όσο μπόι του έλειπε τόσο μυαλό είχε, σκέφτονταν, κι όλο σκέφτονταν πώς θα γλίτωνε το χωριό του κι όλη την περιοχή από τους σαράντα δράκους. Και στο τέλος κάτι σκαρφίστηκε. Σαν ήρθαν το λοιπόν οι χωριανοί μετά από μερικές μέρες να τί τους είπε: "Χωριανοί, το σκέφτηκα καλά και ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε από τους σαράντα δράκους είναι να πάω να τους πω να φύγουν από το δάσος μας!" 
-Τί λες, βρε Γιάννη! Τρελάθηκες; Θα πας εσύ μια πιθαμή άνθρωπος με εφτά πιθαμές γένια να τα βάλεις με σαράντα δράκους; Θα σε κάνουν μια χαψιά!
- Αμά κι εσάς τί νομίζετε ότι θα σας κάνουν, φουκαράδες μου; Αφήστε με να πάω και ξέρω εγώ τί να τους πω και τί να κάνω...

Κι αφού είδαν οι χωρικοί ότι δεν μπορούσαν να του αλλάξουν τα μυαλά του ευχήθηκαν καλή τύχη κι έφυγαν, σίγουροι ότι δεν θα ξανάβλεπαν τον τσομπάνο. Ο Γιάννης, τότε, έβαλε στο τορβαδακι του λίγο ψωμί, ένα κομμάτι μυζήθρα που περίσσευε και μια και δυο ξεκίνησε.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, χώνεται μέσα στο δάσος και τραβάει ίσα για τον πύργο που ζούσαν οι σαράντα δράκοι. Σαν έφτασε, άφηκε κάτω το δισάκι του κι έβαλε τη φώνή: "Δράκοι! Ε, δράκοι! Είμαι ο Γιάννης, τσομπάνης κι ήρθα να σας πω να φύγετε από τα μέρη μας και να μην ξαναφανείτε!"
Σαν τ' άκουσαν αυτό οι δράκοι, βγήκαν έξω να δουν ποιός ήταν αυτός που είχε τολμήσει τέτοια αποκοτιά. Σαν είδαν τον Γιάννη, μια πιθαμή στον μπόι με εφτά πιθαμές γένια, έβαλαν τα γέλια. 
- Εσύ είσαι που θα μας διώξεις από το κονάκι μας; ρώτησε ο αρχηγός των δράκων.
- Εγώ είμαι! είπε θαρρετά ο Γιάννης.
- Και πώς θα το κάνεις εσύ αυτό; ξαναρώτησε ο δράκος.
- Με τα χέρια μου! απάντησε ο Γιάννης.
- Με τα χέρια σου; άρχισαν να γελάν οι δράκοι. Και τί δύναμη έχουν τα χέρια σου για να τα βάλεις μαζί μας;
- Εγώ μπορώ να στύψω την πέτρα και να βγάλω νερό, απάντησε ο Γιάννης. Εσείς μπορείτε;
- Μπορούμε, απάντησαν οι δράκοι.
- Άντε να σας δω! τους προκάλεσε ο Γιάννης.
Άρπαξαν τότε ο καθένας από μια πέτρα απ' την αυλή, κι άρχισαν να προσπαθούν να τη στύψουν, βγάλουν νερό. Αλλά βγαίνει νερό απ' την πέτρα που δεν βγαίνει; Να τις σπάσουν; Ναι, αυτό το έκαναν! Να τις κάνουν σκόνη; Κι αυτό το έκαναν! Αλλά όσο κι αν προσπαθούσαν να βγάλουν νερό από την πέτρα δεν τα κατάφερναν, αφού τέτοια πράγματα δεν γίνονται. Σαν ήρθε κι η σειρά του Γιάννη να τους δείξει τη δύναμή του, εκείνος, παμπόνηρος καθώς ήταν, κάνει πως παίρνει μια πέτρα από κάτω και με τρόπο βάνει το χέρι στον τορβά και παίρνει τη μυζήθρα, το τυρί. Καθώς είχε πάρει να σουρουπώνει και οι δράκοι δεν καλοέβλεπαν, σηκώνει το χέρι ψηλά να τον βλέπουν όλοι, κάνει μια έτσι, στύβει το κομμάτι το τυρί. Φρέσκια καθώς ήταν η μυζήθρα έβγαλε το νερό της. Είδαν οι δράκοι και θαύμαξαν. "Βάι! Βάι! Βάι!" έκαναν. "Εσύ είσαι πολύ δυνατός. Πέρνα μέσα στον πύργο μας να κοιμηθείς τώρα και αύριο βλέπουμε." Πέρασε ο Γιάννης μέσα. Είδε τα μαλάματα και θαύμαξε, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Τον πήγαν σ' ένα δωμάτιο και του δέιξαν ένα κρεβάτι με πουπουλένιο στρώμα. Το καληνύχτισαν και τον άφησαν μόνο του.

Ο Γιάννη όμως καθώς ήταν τετραπέρατος, δεν κοιμήθηκε αμέσως. Περίμενε να φύγουν οι δράκοι και σαν δεν άκουγε πια τα βήματά τους, βγήκε κρυφά και μουλωχτά από την κάμαρη και πατώντας στα νύχια, πήγε μέχρι το δώμα όπου είχαν μαζευτεί οι δράκοι και λογάριαζαν να τον σκοτώσουν. Ετοίμαζαν βραστό νερό να τον ζεματίσουν εκεί που κοιμόταν, γιατί στ' αλήθεια πίστεψαν πως είχε βγάλει από την πέτρα νερό. Σαν κατάλαβε ο Γιάννης τί σχεδίαζαν να κάμουν, γύρισε στο δωμάτιο κι έβαλε ένα κούτσουρο από το τζάκι στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα. Μετά, εκείνος κρύφτηκε στη γωνιά και περίμενε. Σαν πέρασαν τα μεσάνυχτα, μπήκαν οι δράκοι μ' ένα καζάνι καυτό νερό που ακόμα κόχλαζε. "Γιάννη!" είπαν "Γιάννη!" για να βεβαιωθούν πως κοιμότανε. Ο Γιάννης από την γωνιά που ήτανε κρυμμένος έκανε πως ροχάλιζε. "Κοιμάται..." είπαν οι δράκοι τότε και περίλουσαν το κούτσουρο με το βραστό νερό. Ήσυχοι πως είχαν ζεματίσει τον Γιάννη, πήγαν κι εκείνοι για ύπνο. Το πρωί σαν ξημέρωσε, ξύπνησε ο Γιάννης και κατέβηκε στο δώμα. Σαν τον είδαν οι δράκοι τά 'χασαν που τον είχαν  ζεματισμένο. "Πώς... κοιμήθηκες, Γιάννη;" ρώτησε ο αρχηγός τους. "Τί να σας πω βρε, παιδιά..." απάντησε ο Γιάννης. "Σαν πολλούς κορέους να έχετε... Σε ησυχία δεν με άφησαν από τα μεσάνυχτα και μετά..." και πήγε προς νερού του. Σαν έμειναν μόνοι οι δράκοι αρχίνεψαν να  μιλάν συναμετάξυ του γι' αυτό που τους είχε πει ο Γιάννης. "Μα να του ρίξουμε καυτό νερό και να το περάσει για κορέους;" έλεγαν και ξανάλεγαν. Δεν μπορούσαν να τον χωνέψουν.

Σαν ψήλωσε η μέρα φώναξαν τον Γιάννη και του είπαν: "Χθες με την πέτρα που έβγαλες νερό μας νίκησες και μας έδειξες τη δύναμή σου. Σήμερα θα διαλέξουμε εμείς μια δοκιμασία, εντάξει;" "Εντάξει!" Βγήκαν πάλι όλοι έξω στην αυλή και ο αρχι-δράκος είπε να παραβγούν στο λιθάρι. Άρχισαν ο καθένας με τη σειρά του να παίρνει μια πέτρα από κάτω μια πέτρα και αφού την ζύγιαζε καλά την πετούσε. Κι όποιος θα την πέταγε πιο μακριά θα ήταν ο νικητής. Πέταγαν οι δράκοι τις πέτρες μέτρα ολάκερα. Ο Γιάννη καθόταν και περίμενε την σειρά του τελευταίος. Εκεί που καθότανε, είδε μια γουργουτούρα - μια δεκαοκτούρα σα να λέμε - πού'χε κατέβει από 'να δέντρο και τσιμπολόγαγε ψίχουλα. Κάνει μια έτσι την αρπάζει. Την κρύβει στον κόρφο του και περιμένει.
"Άντε, Γιάννη, σειρά σου τώρα να ρίξεις το λιθάρι." του είπαν οι δράκοι σαν είχαν ρίξει όλοι κι είχαν μετρήσει και πιο μακριά είχε πέσει το λιθάρι του αρχηγού τους.
Σκώνεται πάνω ο Γιάννης χωρίς να βιάζεται, πάει και στέκεται στη μέση της αυλής. Εκεί κάνει τάχα πως σκύβει να πιάσει ένα λιθάρι και βγάνει τη γουργουτούρα από τον κόρφο του και την αμολάει. Καθώς ήτανε σταχτί το πουλί και σα δε βλέπανε καλά-καλά οι δράκοι, το περάσανε για λιθάρι. Σαν τ' αμόληκε ο Γιάννης, πέταξε εκείνο τρομαγμένο κι ακόμα πάει. Τήραγαν οι δράκοι... τήραγαν... τώρα θα πέσει το λιθάρι του Γιάννη καταγής... ύστερα θα πέσει... Πήρε να σουρουπώνει, και το πουλί που τό'χαν πάρει για πέτρα είχε γίνει άφαντο. "Ε, δράκοι!" λέει τότενες ο Γιάννης. "Όπως είδατε σας νίκησα. Το λιθάρι μου το έριξα τόσο μακριά που ούτε το είδαμε να πέφτει ούτε το ακούσαμε. Αμά βράδιασε τώρα, γι' αυτό πάμε να κοιμηθούμε κι αύριο μου αδειάζετε τη γωνιά..."
Και πήγαν όλοι για ύπνο.

Μα ο Γιάννης πονηρός καθώς ήταν, πάλι δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι του, μόνο έβαλε ένα κούτσουρο κάτω από τα σκεπάσματα και κούρνιασε στο παραγώνι. Γιατί "θες" λέει με το νου του "νά 'ρθουνε πάλι οι δράκοι με καυτό νερό να με ζεματίσουνε ξανά;" και πήρε τα μέτρα του. Και πράγματι, σαν γίνηκαν μεσάνυχτα, ήρθαν κρυφά οι δράκοι και με τα τσεκούρια τους και γκάπα-γκούπα! σπιρτόξυλα το κάμανε το κρεβάτι του Γιάννη. Κι ήσυχοι πια πως τονε σκοτώσανε πήγανε για ύπνο. Το άλλο πρωί σαν ξύπνησε ο Γιάννης και κατέβηκε στο δώμα, τα χρειάστηκαν οι δράκοι. "Πώς... κοιμήθηκες Γιάννη;" τον ρώτησαν τάχα με ενδιαφέρον. "Χάλια!" είπε ο Γιάννης. "Με φάγαν τα κουνούπια!" και βγήκε έξω να κάνει την ανάγκη του. Σαν έμειναν οι δράκοι μοναχοί απόρησαν "Εμείς να τον τον βαράμε με τα τσεκούρια κι αυτός να λέει πως τον τσιμπούσαν κουνούπια! Τί σόι άνθρωπος είναι!..." Σαν γύρισε ο Γιάννης, πιάνει ο αρχηγός και του λέει: "Γιάννη, σήμερα θα πάμε να μαζέψουμε ξύλα. Αν μαζέψουμε εμείς τα πιο πολλά θα σε φάμε. Αν μαζέψεις εσύ τα πιο πολλά, θα κάνουμε ό,τι πεις! Σύμφωνοι;" "Σύφμωνοι!" είπε ο Γιάννης και ξεκίνησαν όλοι μαζί να πάνε να μάσουν ξύλα. Σαν έφτασαν στην καρδιά του δάσους, άρχισαν οι δράκοι να ξεριζώνουν τα δέντρα με τα χέρια, άλλος ένα-ένα, άλλος δυο-δυο και στήναν ένα μεγάλο σωρό. Ο Γιάννης καθόταν με σταυρωμένα χέρια και τους κοίταζε μοναχά. "Έ, Γιάννη! Γιατί κάθεσαι;" τον ρώτησε ο αρχηγός των δράκων. "Θα σε περάσουμε!"
- Να, είπε ο Γιάννης. Κάθομαι και σας βλέπω που παιδεύεστε έτσι και σας λυπάμε...
- Μας λυπάσαι;
- Ναι, βρε αδερφέ, σας λυπάμαι γιατί πολύ κοπιάζετε και δουλειά δεν γίνεται...
- Τί θες να πεις; Για εξηγήσου!
- Να λέω, γιατί να κόβεται ένα-ένα δέντρα...
- Ε, και τί να κάνουμε;
- Θα σας πω εγώ. Πιάστε αυτό σκοινί, είπε και τους έδωσε ένα σκοινί.
- Και τώρα; ρώτησαν οι δράκοι.
- Τώρα πιάστε την μια άκρη και πάντε γύρω-γύρω από το δάσος κι ελάτε πάλι εδώ.
Τον άκουσαν οι δράκοι και περίεργοι να δουν τί θα έκανε, έκαναν τον γύρο του δάσους με το σκοινί. Σαν επέστρεψαν, έπιασε ο Γιάννης τις δυο άκρες του σκοινιού και είπε "Αυτό είναι! Τώρα θα τραβήξω όλο το δάσος και θα το πάω στον πύργο σας να μην κουράζεστε!"
Σαν τ' άκουσαν αυτό οι δράκοι, κρύος ιδρώτας τους έλουσε, γιατί το δάσος ήταν που τους έκρυβε και δεν είχε βρει κανείς το λημέρι τους. Άμα το ξερίζωνε ολάκερο με τη μια ο Γιάννης; Τί να κάνουν, το σταμάτησαν. "Γιάννη," του είπαν "ξέρουμε πως είσαι δυνατός και μπορείς να ξεριζώσεις ολάκερο το δάσος με τη μια κι ας είσαι μια πιθαμή άνθρωπος μ΄εφτά πιθαμές γένια! Μας νίκησες! Είσαι πιο δυνατός από μας!"
Τότε ο Γιάννης γέλασε και τους είπε να τσακιστούν να φύγουν και μην ξαναφανούν. Κι έτσι έκανα και κανείς δεν τους ματάδε ούτε εκεί κοντά ούτε πιο μακριά.
Και το χωριό γλίτωσε από τους δράκους. Κι ο Γιάννης μοίρασε τους θησαυρούς των δράκων δίκαια στους χωριανούς του κι εκείνος γύρισε στα γίδια και στα πρόβατα του κι έζησε όλο το χωριό καλά κι εμείς καλύτερα.






Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Η ουρά του γαϊδάρου, η χελώνα και το νταούλι

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια,  σε ένα μέρος όχι πολύ μακριά από δω, ζούσαν δυο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και ο άλλος πολύ φτωχός. Ο φτωχός αδερφός, ζούσε με την οικογένειά του, την γυναίκα του και τα παιδάκια του, σ'  ένα καλυβάκι και παρ' όλη τη φτώχεια τους ήταν αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι. Ο πλούσιος αδερφός είχε κι εκείνος την οικογένειά του και ζούσαν όλοι σ' ένα αρχοντικό, μες στα μαλάματα και τα ασήμια, κι ήταν όλο γκρίνια και φαγωμάρα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του που πάντα παραπονιόντουσαν και του ζήταγαν κι άλλους παράδες.
Ήρθε ένας χειμώνας τόσο βαρύς και ο καημένος, ο φτωχός αδερφός δεν είχε τίποτα στα ράφια του...  Έβλεπε την γυναίκα του και τα παιδάκια του να πεινάνε και να κρυώνουν και μάτωνε η ψυχή του. Έτσι ένα πρωί, το πήρε απόφαση και πήγε να χτυπήσει την πόρτα του αδερφού του. Άνοιξε την πόρτα ο αδερφός
"Αδερφέ μου,"  του είπε. "ήρθα να σε ζητήσω μια βοήθεια τώρα που είναι χειμώνας και δεν έχομε να φάμε ούτε ένα ξεροκόμματο και σαν έρθει ο καιρός, θα δουλέψω στα χωράφια σου να σε το ξεπληρώσω..."
- Και σαν τί βοήθεια θες δηλαδή; τον ρώτησε ο αδερφός του απότομα.
- Λίγα ξύλα για το τζάκι να μην κρυώνουν τα παιδάκια μου, τα ανίψια σου, και λίγο αλεύρι να ζυμώσει η γυναίκα μου λίγο ψωμί...
- Φύγε από δω! Δεν σου δίνω τίποτα!  του είπε εκείνος και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Τί να κάνει ο καημένος ο φτωχός αδερφός, γύρισε στο φτωχοκαλυβάκι του με άδεια χέρια. Το βλέπει η γυναίκα του έτσι, με κατεβασμένο το κεφάλι, κατάλαβε. "Μη στενοχωριέσαι, άντρα μου," του λέει  "κι ο Θεός είναι μεγάλος..."
- Γυναίκα, της λέει τότε εκείνος, το σκέφτηκα καλά: θα φύγω από δω και θα πάω να βρω την τύχη μου.
- Και πού θα πας, άντρα μου; του λέει εκείνη, μες το ξεροβόρι και τον χιονιά;
- Δεν ξέρω, γυναίκα. Θα τραβήξω έναν δρόμο κι όπου με βγάλε...
Τί να κάνει η γυναίκα αφού το είχε αποφασίσει εκείνος; Του έδωσε ένα φυλαχτό να τον φυλάει στο δρόμο και τον σταύρωσε για καλό δρόμο. Κι ο φτωχός αδερφός πήρε το δισάκι του στον ώμο και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του.

Πήρε έναν δρόμο κι εκεί που πήγαινε βρίσκει πάνω στο μονοπάτι μια ουρά γαϊδάρου. "Βρε!" σκέφτεται. "Κοίτα τί βρέθηκε στο δρόμο μου; Λες νά' ναι αυτό το τυχερό μου; " Και παίρνει την ουρά του γαϊδάρου και την ρίχνει στον τορβά του. Πιο κάνω απαντάει πάω στο δρόμο μια χελώνα. "Μπα!" μονολογεί. "Για διες! Μια χελώνα! Μήπως είναι αυτή το τυχερό μου;" και πιάνει και την ρίχνει κι αυτή στο δισάκι του. Συνεχίζει το δρόμο του κι όπως πήγαινε τί βλέπει μπροστά του: ένα νταούλι στη μέση του δρόμου. Πάει κοντά, το κοιτάει, γερό ήτανε. "Για νά 'ναι πάνω στο δρόμο μου," σκέφτεται "σάμπως νά'ναι από την τύχη μου σταλμένο..." Το παίρνει, το βάζει κι αυτό στο σακούλι του και συνεχίζει το δρόμο του. Περπάταγε... Περπάταγε...

Σαν πήρε να σουρουπώνει, βρέθηκε μπροστά σ' ένα τεράστιο πύργο! Πλησιάζει, χτυπάει την πόρτα. Καμία απόκριση. Σπρώχνει έτσι, ανοιχτή ήταν. Μπαίνει μέσα. Ερημιά... Ψυχή... "Εεεεε! Είναι κανείς εδώ;" φωνάζει. Καμία απάντηση. Προχωράει παραμέσα, τίποτα. "Εεεεε! Εσάς, τους αφεντάδες, λέω! Είναι κανείς εδώ;"  Κανείς δεν απάντησε. Ανοίγει μια πόρτα, τί να ιδιεί! Χρυσάφια και μαλάματα! Ανοίγει άλλη πόρτα, μαργαριτάρια και σεντέφια! Ανοίγει τρίτη πόρτα, όλου του κόσμου οι θησαυροί ήταν μαζεμένοι εκεί!... Άρχισε τότε να φοβάται, γιατί σ' εκείνα τα μέρη ζούσαν σαράντα δράκοι που ρήμαζαν τον τόπο κι αυτός θε' νά 'τανε ο πύργος τους! "Αλλά για να μην είναι εδώ" σκέφτηκε ο φτωχός αδερφός "θά 'χουν βγει για να κάνουν τις μπαγαποντιές τους βραδιάτικα. Ας κοιμηθώ σε  μια γωνιά και το πρωί με το χάραμα, πριν γυρίσουν, θά'χω φύγει..." Και με ήσυχο το μυαλό που έλειπαν οι δράκοι, έπεσε να κοιμηθεί σε μια κάμαρη.

Κουρασμένος καθώς ήταν όμως, τον πήρε ο ύπνος για τα καλά κι άργησε να ξυπνήσει. Ο ήλιος είχε ανατείλει και εκεί που κοιμόταν ακούει ξαφνικά "τακα-τακ!τακα-τακ!τακα-τακ!" αλόγατα να μπαίνουν στην αυλή του πύργου. Πετάγεται αμέσως επάνω!  Πάει προς το παράθυρο και προσέχοντας να μην τον δουν απ' έξω κοιτάει, τί να διει! Ένας, δυο, τρεις... πέντε... δέκα... σαράντα δράκοι πάνω στ' αλόγατα. "Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει!" έλεγε ο αρχηγός τους.
- Κι αν δεν είναι ένας κι είναι πολλοί; ρώτησε κάποιος.
- Κι αν βρήκαν οι ανθρώποι το λημέρι μας κι ήρθαν να μας ξεκάνουν; ρώτησε ένας άλλος.
- Αυτό θα το δούμε! είπε ο αρχιδράκος. Ε, είναι κανείς εδώ; φώναξε με την αγριοφωνάρα του.
Τσιμουδιά ο φτωχός αδερφός.
- Ξέρουμε πως είσαι εδώ! ξαναφώναξε ο δράκος. Αν είσαι άνθρωπος, κατέβα να σε φάμε! Αν είσαι πιο δυνατός από μας, δώσε μας ένα σημάδι!
Έστυβε το μυαλό του ο φουκαράς ο φτωχός να δει πώς θα γλιτώσει. Πώς κάνει έτσι με το χέρι, πιάνει τον τορβά του. Χώνει μέσα το χέρι κι ό,τι πιάνει το πετά έξω από το παράθυρο.
Ήταν η ουρά που γαιδάρου, που πήγε κι έπεσε στην μέση της αυλής, εκεί που στέκουνταν οι δράκοι.
- Τί είναι αυτό; ρωτάει ο αρχηγός τους.
Ο φτωχός κρύβεται όσο μπορεί να μην τον δουνε, αλλάζει και τη φωνή του, την κάνει πιο χοντρή, και λέει:
-Τρίχα από τα φρύδια μου!
Κοιτάν οι δράκοι, "Βάι! Βάι! Βάι!" λένε συναμετάξυ τους "Για νάχουν τέτοιες τρίχες τα φρύφια του φαντάσου πόσο μεγάλα φρύδια έχει! Πάμε να φύγουμε!" "Σταθείτε!" φωνάζει ο αρχηγός  και ξαναφωνάζει προς τον πύργο.
-Δώσε μας άλλο ένα σημάδι!
Βάζει το χέρι στον τορβά ο ανθρωπάκος, πιάνει την χελώνα την πετάει κάτω απ' το παράθυρο. Σαν έπεσε στην αυλή χελώνα, άρχισε να περπατάει.
-Τί ειναι αυτό; ρώτησαν τότε οι δράκοι που δεν είχαν ξαναδεί χελώνα.
-Ψείρα απ' το μουστάκι μου! απαντάει εκείνος.
"Βάι! Βαι! Βάι!" έκανα οι δράκοι. "Για νά 'χει τόσο μεγάλες ψείρες στο μουστάκι, φαντάσου τί μεγάλο στόμα θαχει! Πάμε να φύγουμε!" "Σταθείτε!" ξαναφώναξε ο αρχηγός και ζήτησε και τρίτο σημάδι για να βεβαιωθεί.
Βάζει το χέρι στον τορβά είχε απομείνει μοναχά το νταούλι. Το πετάει με δύναμη κάτω ο φτωχός αδερφός, μπάμ! σκάει το νταούλι με κρότο! Σκιάχτηκαν οι δράκοι.
-Τί είναι αυτό; ρώτησαν πάλι.
-Ο πόρδος μου! απάντησε εκείνος.
"Βάι! Βάι! Βάι!" ξανάκαναν οι δράκοι. "Για να κάνει τέτοιον κρότο ο πόρδος του, φαντάσου τί κώλο  θάχει!"  Και τό'βαλαν στα πόδια, όπου φύγει φύγει. Βγαίνει τότε από την κρυψώνα του ο φτωχός αδερφός, γεμίζει το δισάκι του με φλουριά και μιά και δυο παίρνει το δρόμο για το σπίτι του.

Σαν τον είδε η γυνάικα του αναγάλιασε, γιατί καθόλου δεν της είχε αρέσει που είχε φύγει ο καλός της. Εκείνος της είπε τί συνέβει και της έδειξε το δισάκι του που ήταν γεμάτο φλουριά. Χάρηκε εκείνη που επιτέλους θα έβγαιναν από τη φτώχια. Μ' εκείνους τους παράδες, αγόρασαν χωράφια και ζώα, έχτισαν κι ένα ωραίο σπιτάκι και πρόκοψαν.

Τά'βλεπε αυτά ο πλούσιος αδερφός και ζήλευε. Μια μέρα, πιάνει φωνάζει τον αδερφό που στο σπίτι, τάχα για να πιουν έναν καφέ. Πώς την έφερε την κουβέντα από δω, πώς την πήγε από κει και τον έκανε να του τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι: πώς ξεκίνησε να βρει την τύχη του, πώς βρήκε τον πύργο με τις κάμαρες γιομάτες φλουριά, πώς ήρθαν οι δράκοι, πως ξέφυγε με την ουρά του γαιδάρου, τη χελώνα και το νταούλι... "Μπράβο, αδερφέ!" είπε τάχα χαρούμενος ο πλούσιος. "Και λες να υπάρχει κι άλλο χρυσάφι στον πύργο;"
- Σίγουρα, απάντησε εκέινος. Αμά εγώ δεν θα πήγαινα στη θέση σου γιατί μπορεί να ξαναγύρισαν οι δράκοι...
Μετά από μερικές μέρες, πιάνει ο πλούσιος αδερφός, κόβει την ουρά του γαιδάρου του, που ήταν και μαδημένη, βρίσκει μιαν αχελώνα απ' την αυλή, πάει στο παζάρι αγοράζει κι ένα φτηνό νταούλι -γιατί ήτανε και τσιγγούνης τρομάρα του!- ζεύει δέκα μουλάρια και πάει να αδειάσει τον πύργο των δράκων από τους θησαυρούς.
Σαν έφτασε, αφήνει τα ζώα στην αυλή, μπαίνει μέσα κι αρχίζει να γεμίζει είκοσι τσουβάλια μ' ό,τι έβρισκε μπροστά του. Σαν ήρθαν οι δάκοι, είδαν τα μουλάρια στην αυλή, κατάλαβαν πως κάποιος ήτανε στον πύργο τους. "Αν είσαι άνθρωπος κατέβα να σε φάμε!" φώναξε ο αρχηγός τους. "Αν είσαι πιο δυνατός από μας, δώσε μας ένα σημάδι."
Πιάνει ο πλούσιος αδερφός ρίχνει την ουρά του γαϊδάρου.
- Τί είναι αυτό;
- Τρίχα από τα τα φρύδια μου! απαντάει εκείνος.
Όμως, αντί να κρυφτεί όπως είχε κάμει ο αδερφός του και ν' αλλάξει τη φωνή του, αυτός, περίεργος να δει τους δράκους, έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο. Τον είδαν οι δράκοι έβαλαν τα γέλια.
-Ρίξε μας ακόμα ένα σημάδι! του φώναξαν.
Πιάνει εκείνος, ρίχνει τη χελώνα.
-Τί είναι αυτό; ρωτάν οι δράκοι.
-Ψείρα απ'το μουστάκι μου! απαντάει ο πλούσιος.
Κατουρήθηκαν απ' τα γέλια οι δράκοι, που τον έβλεπαν στο παράθυρο.
-Ρίξε μας ακόμα ένα σημάδι! ξαναφώναξε ο αρχηγός τους που το διασκέδαζε πια.
Ρίχνει κάτω το νταούλι ο αδερφός που δεν ήταν καλοκαμωμένο κι εκείνο σαν έπεσε στην αυλή έκανε μοναχά ένα τσιιιιιφ και ξεφούσκωσε. Γελάν οι δράκοι, ορμάν μέσα, τον τρώνε.

Έτσι χάθηκε ο κακός πλούσιος αδερφός και ο καλός αδερφός πήρε την χήρα και τα ορφανά στο σπίτι κι έζησαν όλοι μαζί και κανείς δεν ήταν πλεονέκτης.

Κι οι δράκοι έμειναν στον πύργο τους να ζουν και να βασιλεύουν και πώς τους έβγαλε από τη μέση ο Γιάννης ο τσομπάνος, που ήταν μια πιθαμή μπόι κι είχε εφτά πιθαμές γένια, αυτό είναι άλλο παραμύθι...