Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ο Σταχτογάτης - 2

Και καβαλάν τ' αλόγατα τα τρία αρχοντόπουλα και ακολουθούν τα χνάρια του δράκου. Πάνε, πάνε, στο τέλος φτάνουν μπροστά σ' ένα πηγάδι. Εκεί τα χνάρια απ' το αίμα σταματούσαν. Ξεπεζεύει ο Σταχτογάτης, κοιτάει από δω, κοιτάει από κει: "Αδέρφια" λέει "τα χνάρια από το αίμα του δράκου σταματάνε εδώ. Μέσα σ' αυτό το πηγάδι πρέπει να' ναι το λημέρι του δράκου. να κατεβούμε να τον σκοτώσουμε!"
"Εγώ θα κατέβω!" λέει ο πρώτος αδερφός. "Θα δέσω αυτό το σκοινί στη μέση μου. Άμα το τραβήξω μια φορά, πάει να πει 'όλα καλά'. Άμα το τραβήξω δυο φορές, πάει να πει 'τραβήξτε με πάνω'." Και πιάνει δένει το σκοινί γύρω από τη μέση του κι αρχίζουν να τον κατεβάζουν. Ούτε στα μισά δεν πρόλαβαν να τονε κατεβάσουν, πίσσα σκοτάδι! Φοβήθηκε, τραβάει δυο φορές το σκοινί. Το τραβάν επάνω. "Τί έγινε αδερφέ;" τονε  ρωτάνε. "Άπατο είναι το πηγάδι! Πάμε να φύγουμε!" απαντά.
"Σιγά, αδερφέ!" λέει ο δεύτερος. "Πώς κάνεις έτσι; Θα κατέβω εγώ!" Πιάνει, δένει αυτός το σκοινί στη μέση του. Αρχίζουν να τονε κατεβάζουν. Λίγο πιο κάτω από τα μισά, σκοτάδι πίσσα! Φοβήθηκε, τραβάει δυο φορές το σκοινί. Τον ανεβάζουν κι αυτόν πάνω.
"Τί έγινε, αδερφέ;" τον ρωτάνε.
"Δίκιο είχες, αδερφέ" λέει αυτός. "Άπατο είναι το πηγάδι. Ο δράκος σίγουρα έπεσε μέσα κι ακό μα πέφτει! Πάμε να γυρίσουμε πίσω!"
"Θα δοκιμάσω κι εγώ!" λέει τότε ο Σταχτογάτης. Πιάνει κι αυτός, δένει το σκοινί στη μέση του κι αρχίζει να κατεβαίνει. Στο ένα χέρι το τοπούζι, με το άλλο ψηλαφούσε το τοίχο του πηγαδιού. Μούσκλια και υγρασία. Κι όσο κατέβαινε, τόσο πιο σκοτεινά γινότανε. Και στο τέλος δεν έβλεπε τίποτα, μα δώστε και κατέβαινε. Ξαφνικά, εκεί που έπιανε πέτρα υγρή και κρύα, τί να δει: ένα άνοιγμα, σα μια πόρτα. "Εεεεε!" φωνάζει στ' αδέρφια του, με την ελπίδα πως τον άκουγαν. "Βρήκα ένα άνοιγμα!" και δίνει μια και χώνεται μέσα.

Περίμενε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Κοιτάει γύρω τοίχος στα δεξά, τοίχος στα ζερβά. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Ένας διάδρομος. Και στο βάθος έφεγγε ένα φως. Και μια και δυο τραβάει προς τα κει. Καθώς προχωρούσε, βρίσκει μια πόρτα. Την ανοίγει, τί να δει: μια κάμαρη βασιλική και μια κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά καθόταν κοντά στο τζάκι κι έκλαιγε. Πάει κοντά "Ποία είσαι συ;" την ρωτάει. "Φύγε! Φύγε!" του λέει αυτή. "Άμα ξυπνήσει ο δράκος και σε βρει εδώ, θα μας φάει και τους δυο!" Και τον διώχνει από την κάμαρη. Φεύγει ο Σταχτογάτης, προχωράει, προχωράει, βρίσκει μια άλλη πόρτα. Την ανοίγει, τί να δει: μια δεύτερη κάμαρη ίδια κι απαράλλαχτη με την πρώτη. Κι εδώ πλάι στο τζάκι καθόταν μια κοπέλα δυο φορές όμορφη απ' την πρώτη κι έκλαιγε. Πάει κοντά, την ρωτάει: "Ποιά είσαι συ;" "Φύγε! Φύγε!" τον διώχνει αυτή. "Αν ξυπνήσει ο δράκος και σε βρει εδώ, θα μας φάει και τους δυο!" Τί να κάνει ο Σταχτογάτης, φεύγει. Πιο κάτω, βρίσκει μια τρίτη πόρτα. Μια τρίτη κάμαρη. Κι εδώ μια κοπέλα όμορφη! Πεντάμορφη! Κι αυτή πλάι στο τζάκι καθισμένη. Μα δεν έκλαιγε. Μόνο είχε ένα ταψάκι στα γόνατά της και μέσα δυο κοτοπουλάκια και τους μιλούσε και τους έλεγε τον πόνο της. Πλησιάζει ο Σταχτογάτης, "Ποιά είσαι εσύ;" τη ρωτάει.
"Είμαι βασιλοπούλα" απαντάει αυτή θαρρετά. "Ο δράκος μ' έκλεψε απ΄το παλάτι μαζί με τις αδερφάδες μου και μας έφερε εδώ. Και μας ταΐζει ένα σπυρί ρόδι χρυσό κάθε μέρα για να ξεχνάμε τον πάνω κόσμο, αλλά εγώ δεν το τρώω και θυμάμαι τον πάνω κόσμο και το το παλάτι και τους γονιούς μου. Εσύ ποιός είσαι;"
"Είμαι ο Σταχτογάτης", αποκρίνεται εκείνος "κι ήρθα να σκοτώσω τον δράκο, γιατί κλέβει τα χρυσά ρόδια απ' το περβόλι μας!"
"Θα με πάρεις μαζί σου στον πάνω κόσμο;"
"Θα σε πάρω. Μόνο πες μου πού θα βρω τον δράκο."
"Στο τέλος του διαδρόμου είναι μια πορτούλα. Εκεί είναι η κάμαρη του δράκου. Πρόσεχε μόνο: άμα έχει τα μάτια κλειστά, μη γελαστείς: είναι ξυπνητός! Άμα τά 'χει ανοιχτά, προχώρα ήσυχος: κοιμάται!"
"Μη φοβάσαι. Θα γυρίσω να σε πάρω στον πάνω κόσμο κι εσένα και τις αδερφάδες σου!" λέει ο Σταχτογάτης και φεύγει.

Προχωράει... προχωράει... Βρίσκει την πορτούλα, την ανοίγει σιγά-σιγά, μπαίνει μέσα στην κάμαρη του δράκου. Κοιτάζει, βλέπει τον δράκο ξαπλωμένο στο κρεβάτι να βογγάει. Πάει πιο κοντά, είχε τα μάτια ορθάνοιχτα που πα να πει πως κοιμότανε. Στο χέρι του κρατούσε ακόμα το χρυσό ρόδι.  Σηκώνει το τοπούζι, του δίνει μια, τον αποτελειώνει. Αρπάζει το ρόδι από την χερούκλα του, πάει πίσω, ανοίγει όλες τις κάμαρες κι ελευθερώνει τις τρεις βασιλοπούλες. Πάνε όλοι μαζί στο πηγάδι, στην άκρη, από κει πού' χε κατέβει κι εκείνος μα σκοινί πουθενά. "Εεεεε!" φωνάζει ο Σταχτογάτης στ'  αδέρφια του "Τον σκότωσα τον δράκο! Και πήρα το ρόδι το χρυσό για τον κύρη μας! Και τρεις βασιλοπούλες για νύφες δικές μας! Ρίξτε κάτω το σκοινί να τις ανεβάσουμε πάνω!" Σαν τ' άκουσαν τ' αδέρφια του κοιτάχτηκαν. Συνεννοήθηκαν με τα μάτια και λέξη δεν είπαν. Ρίχνουν κάτω το σκοινί, δένει την πρώτη βασιλοπούλα ο Σταχτογάτης, τραβάει το σκοινί δυο φορές. Την ανεβάζουν πάνω τ' αδέρφια του. Ρίχνουν κάτω το σκοινί, δένει ο Σταχτογάτης την δεύτερη, τραβάει δυο φορές το σκοινί, την τραβάνε κι αυτήν επάνω. Σαν πήγε να δέσει την τρίτη, την μικρότερη, εκείνη δεν ήθελε. "Όχι, εσύ ν'ανέβεις πρώτος", επέμενε " και μετά με βγάζεις κι εμένα πάνω!" Αμά ο Σταχτογάτης δεν άκουγε κουβέντα: "Όχι! Εσύ θ' ανέβεις πρώτη και μετά εγώ!" Την πιάνει, την δένει απ' τη μέση. Της δίνει το μήλο το χρυσό να το ανεβάσει πάνω. Η βασιλοπούλα τότε του δίνει τα κοτοπουλάκια που τά'χε στον κόρφο της να τα πάρει μαζί της. "Πάρ' τα!" του λέει. "Και μου τα δίνεις σαΣταχτογάτης, τα βάζει στον κόρφο του, κούρνιασαν εκείνα. Τραβάει το σκοινί, ανεβάζουν την βασιλοπούλα πάνω τ' αδέρφια. Πετάν κάτω το σκοινί για τον Σταχτογάτη, το δένει εκείνος γύρω από τη μέση του, αρχίζουν να τον τραβάν επάνω. Σαν κόντευε να φτάσει πάνω, κι έβλεπε πια τ' αδέρφια του και τις βασιλοπούλες, όλους σκυμμένους πάνω απ' το πηγάδι, αναθάρρεψε.  "Κοντεύω να βγω" σκέφτηκε. Και τότες, βγάζει το σπαθί ο μεγάλος αδερφός και κόβει το σκοινί! Πέφτει ο Σταχτογάτης μέσα στο πηγάδι! Αρχίνεψε να φωνάζει η τρίτη βασιλοπούλα, σα νά 'ξερε τί θα συνέβαινε από πριν, αλλά της βάλαν το μαχαίρι στο λαιμό: "Το νου σου, κακομοίρα μου! 'Ετσι και πεις λέξη στον άρχοντα, θα σε πετάξουμε κι εσένα στο πηγάδι!" Τί να κάνει εκείνη λούφαξε.

Σα γύρισαν στο αρχοντικό,τους ρώτησε ο πατέρας τους τί έγινε και πού' ναι ο Σταχτογάτης. Είπαν τότες πως ακολούθησαν τα χνάρια από το αίμα του δράκου και φτάσαν στο πηγάδι. Κι εκεί πως τάχα κι οι τρεις του κατεβήκαν να βρουν το ρόδι το χρυσό και να το πάρουν πίσω και πως τάχα ο δράκος σκότωσε τον Σταχτογάτη κι αυτοί σκότωσαν το δράκο και σώσαν τις βασιλοπούλες. Τά 'βαψαν μαύρα  άρχοντας κι αρχόντισσα κι είπαν να κρατήσουν κοντά τους τις βασιλοπούλες μέχρι να στείλουν μήνυμα στο βασιλιά. Δέχτηκαν εκείνες.

Το πηγάδι πού 'χε το λημέρι του ο δράκος ήταν μαγικό. Στο πηγάδι εκείνο μέσα πέταγαν δυο πρόβατο: ένα μαύρο κι ένα άσπρο. Το μάυρο σε πήγαινε στον κάτω κόσμο, το άσπρο σε πήγαινε στον πάνω κόσμο. Σαν κόψαν τ' αδέρφια του το σκοινί, άρχισε να πέφτει ο Σταχτογάτης και όσο έπεφτε σκεφτόταν σε τί πάτο θα τσακίζουνταν, αν είχε νερό το πηγάδι ή ήταν πέτρα ξερό. Κι εκεί που έπεφτε και συλλογιόταν τέτοια, πλαφ! Προσγειώνεται στη ράχη του ενός πρόβατου. Μόνο που για κακή του τύχη ήταν το μαύρο πρόβατο κι αμέσως άρχισε να πετάει πιο κάτω και πιο κάτω και στο τέλος πάτησε μαλακά σ' ένα λιβάδι όλο χόρτο παχιό, στον κάτω κόσμο.

Κατεβαίνει ο Σταχτογάτης απ' το πρόβατο. "Αφού δεν τσακίστηκα, θα βρω τρόπο να γυρίσω στον πάνω κόσμο" λέει μοναχός του. Κοιτάει γύρω, βρισκότανε σ' ένα βοσκοτόπι, καταπράσινο! Κι ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει στον κάτω κόσμο -μόνο που εκεί ο ήλιος έβγαινε απ' τη δύση...

Βάζει το τοπούζι στον ώμο και παίρνει δρόμο προς τα κει που πήγαινε κι ήλιος.

Συνεχίζεται...

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Ο Σταχτογάτης - 1

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, ήταν ένας άρχοντας που είχε τρεις γιους. Με μέλι και με γάλα τους είχαν αναθρέψει αυτός κι η αρχόντισσα και γίναν παλληκάρια άξια και δυνατά. Ενώ όμως οι δυο μεγαλύτεροι γιοί καθώς μεγάλωναν γίνονταν όλο και πιο δραστήριοι και τους άρεσαν τα κυνήγια και οι αγώνες και κάθε μέρα γυμνάζονταν στο σπαθί και στο τόξο, ο τρίτος, ο μικρότερος, καθόταν όλη μέρα μ' ένα βιβλίο κοντά στο τζάκι και μ' ένα ξυλαράκι ανακάτευε την στάχτη. Γι' αυτό του βγάλαν το παρατσούκλι τ' αδέρφια και τον φωνάζαν 'Σταχτογάτη'. Τον Σταχτογάτη όμως δεν τον πείραζε και χαμογελούσε όταν άκουγε  τους δυο μεγάλους αδερφούς του να τον περιπαίζουν. Και ο καιρός περνούσε κι ο Σταχτογάτης όλο ανακάτευε τις στάχτες.

Ο άρχοντας αυτός με τους τρεις γιους ήταν πολύ πλούσιος! Μα πολύ πλούσιος! Είχε κοπάδια γιδοπρόβατα και γελάδια και γουρούνια κι ό,τι ζώο βάζει ο νους. Κι είχε και χωράφια κι αμπέλια και μποστάνια και λιόδεντρα κι απ' όλα. Αυτό όμως που καμάρωνε πιο πολύ ήταν μια ροδιά που' χε φυτρώσει στον κήπο του αρχοντικού και κάθε χρόνο του έκανε τρία χρυσά ρόδια. Όμως τό 'χε παράπονο ο άρχοντας γιατί καμιά χρονιά δεν είχε καταφέρει να δοκιμάσει ένα χρυσό ρόδι. Γιατί ένας δράκος ερχόταν κάθε χρόνο και τα έκλεβε.

Και περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωναν τα τρία αρχοντόπουλα και έκανε η ροδιά ρόδια χρυσά κι ερχόταν ο δράκος και τα έκλεβε...

Μια μέρα, πιάνει ο άρχοντας και φωνάζει τους γιους του. "Παιδιά μου," τους λέει "όπως ξέρετε όλοι έχουμε την χρυσή ροδιά στον κήπο μας και τόσα χρόνια καρπό δεν είδαμε. Κάθε χρόνο έρχεται ο δράκος και κλέβει τα χρυσά ρόδια. Ο καιρός που θα κάνει πάλι καρπούς το δέντρο μας πλησιάζει και αυτή τη χρονιά θέλω να παραφυλάξετε και, δεν ξέρω τί θα κάνετε, να μου φέρετε τουλάχιστον ένα ρόδι."
"Μην ανησυχείς, πατέρα!" πετιέται ο πρώτος γιος, ο μεγαλύτερος. Εγώ θα παραφυλάξω όλο το βράδυ και θα σκοτώσω τον δράκο πριν μας πάρει τα ρόδια!"

Συμφώνησε ο άρχοντας, συμφώνησαν και τ' αδέρφια του και περίμεναν όλοι να έρθει ο καιρός να δώσει καρπούς η ροδιά. Στο μεταξύ οι δυο μεγαλύτεροι αδερφοί αγωνίζονταν στο πάλεμα και στο σπαθί, ενώ ο Σταχτογάτης ανακάτευε τη στάχτη στο τζάκι.

Κι ήρθε η μέρα -ή μάλλον η νύχτα- κι αρματώνεται την αρματωσιά του τη χρυσή ο μεγάλος ο γιος και πάει να φυλάξει τη χρυσή ροδιά. Όλο το βράδυ περίμενε και περίμενε κι εκεί, λίγο πριν τα μεσάνυχτα τον πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε σα το μωρό όλη τη νύχτα. Χαμπάρι δεν πήρε πότε μπήκε ο δράκος στον κήπο, πότε πήγε στη ροδιά, πότε έκλεψε το χρυσό το ρόδι. Ξυπνάει το πρωί, τί να δει: σπασμένο το κλαδί της ροδιά, έλειπε το ρόδι. Τί να κάνει να μη ρεζιλευτεί, σκέφτεται, σκέφτεται, στο τέλος βγάζει το σπαθί και κόβει λίγο το χέρι του ίσα να ματώσει. Μετά πάει στον πατέρα του και του λέει πως τάχα πάλεψε με τον δράκο, αλλά εκείνος ήταν φοβερός και τρομερός και τον λάβωσε. Και στο τέλος δείχνει τα αίματα στο ρούχο του.
"Πατέρα," πετάγεται ο δεύτερος γιος, "αφού ο αδερφός μου δεν τα κατάφερε, θα πάω εγώ αν παραφυλάξω σήμερα το βράδυ και θα σου φέρω το ρόδι το χρυσό!"
"Πάει καλά..." λέει ο άρχοντας, που από τη μια ήθελε οι γιοί του να σκοτώσουν τον δράκο, αλλά από την άλλη φοβότανε και μήπως τους χάσει.

Σαν πήρε να σουρουπώνει, ο δεύτερος γιος αρματώθηκε την αρματωσιά του, τη σεντεφένια, και μια και δυο, τράβηξε για τη ροδιά. Ο Σταχτογάτης έμεινε να σκαλίζει τη στάχτη στο τζάκι. Βάσταγε καρτέρι όλο το βράδυ ο αδερφός του, εκεί, λίγο μετά τα μεσάνυχτα τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Μπήκε στον κήπο ο δράκος, πήρε και το δεύτερο ρόδι, βγήκε... χαμπάρι δεν πήρε ο δεύτερος γιος. Ξυπνάει το πρωί, τί να διει: σπασμένο και το άλλο το κλαδί της ροδιάς, άφαντο και το δεύτερο χρυσόροδο. Πώς να πάει στον πατέρα του έτσι, ντροπιασμένος; Σκέφτεται από δω, σκέφτεται από κει, βγάζει το μαχαίρι του κουρελιάζει τα ρούχα του, πάει στο αρχοντικό.
"Αφέντη και πατέρα μου," λέει, "πάλεψα με τον δράκο, αλλά ήταν φοβερός και τρομερός και κατάφερε και πήρε το ρόδι το χρυσό..."

Ο άρχοντας, καθώς είδε τα ρούχα του γιου του κομματιασμένα, τονε πίστεψε. Απ' την μια στενοχωριόταν και χολόσκανε που δεν θα έβλεπε ρόδι χρυσό κι ετούτη τη χρονιά, απ' την άλλη χαιρόταν, αλλά δεν τό 'δειχνε, που ο δεύτερος γιος ήταν καλά. Κι εκεί που κανείς δεν το περίμενε λέει ο Σταχτογάτης χωρίς να σταματήσει να σκαλίζει τη στάχτη στο τζάκι: "Δεν μ' αφήνεις κι εμένα, πατέρα, να δοκιμάσω μπας και τα καταφέρω και σου φέρω το χρυσό το ρόδι;" Γέλασαν τ' αδέρφια του. "Τί λες, βρε Σταχτογάτη; Να τα βάλεις εσύ με τον δράκο;" "Κάτσε καλύτερα εκεί που κάθεσαι κι ανακάτευε τη στάχτη!"
"Αν το θέλει, ας δοκιμάσει" λέει ο πατέρας. "Σε τρεις μέρες το τρίτο ρόδι θα είναι ώριμο και τότε θα έρθει κι ο δράκος. Τότε θα δούμε τί αξίζεις, Σταχτογάτη!"

Ο Σταχτογάτης δεν απάντησε, μόνο συνέχιζε να σκαλίζει τη στάχτη. Αργά το βράδυ, σαν είχαν κοιμηθεί όλοι, βγαίνει έξω ο Σταχτογάτης, πάει και βρίσκει κοντά στο ποτάμι ένα γύφτο σιδερά. "Το και το, αδερφέ," του λέει "θέλω σε τρεις μέρες να μου φτιάξεις ένα τοπούζι που ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος να μπορεί να το κάνει ζάφτι!"
"Κι εγώ θέλω δεκατρείς οκάδες στάρι!" απαντάει ο γύφτος.
"Θα τις έχεις! Όταν έρθω να πάρω το τοπούζι μου." λέει ο Σταχτογάτης, τον καληνυχτάει και φεύγει.

Περίμενε ο Σταχτογάτης να περάσουν οι μέρες και καθόταν και σκάλιζε το τζάκι. Την τρίτη μέρα, σαν πήρε να βραδιάζει, ζαλώθηκε ένα σακί με δεκατρείς οκάδες στάρι και μια και δυο, τράβηξε για το ποτάμι, για τον γύφτο σιδερά. Σαν έφτασε, άφηκε κάταγής το σακί και ζήτησε το τοπούζι του, ένα σφυρί στρογγυλό από τη μια μεριά και μυτερό και μυτερό από την άλληνε. Τού 'δειξε ο γύφτο το θεόρατο σφυρί που είχε φτιάξει και τού 'πε "Να σε διω να το σηκώνεις τώρα, παλικαρά μου!" Ο Σταχτογάτης δεν είπε τίποτα, μόνο χαμογέλασε, πήγε έπιασε το τοπούζι απ' την λαβή τό 'βαλε στον ώμο σα να μην είχε βάρος και κίνησε τα μπρος πίσω για τον κήπο και την ροδιά. Κι εκεί περίμενε. Όχι όμως σαν τ' αδέρφια του. Αντίς να περιμένει κάτω στη ρίζα του δέντρου τον δράκο να φανεί, ο Σταχτογάτης σκαρφάλωσε πάνω στα κλαδιά. Κι εκεί, λίγο μετά τα μεσάνυχτα είχε αποκοιμηθεί κι ετούτος. Όμως σαν ήρθε ο δράκος κι άπλωσε τη χερούκλα του να πάρει το ρόδι το χρυσό, σείστηκαν φύλλα και κλαδιά και ξύπνησε ο Σταχτογάτης. Σηκώνει το σφυρί το ασήκωτο και του καταφέρνει μια του δράκου ίσα στο κεφάλι. Βογγάει ο δράκος, αρπάζει το ρόδι και το βάζει στα πόδια. Τρέχει αμέσως ο Σταχτογάτης στο αρχοντικό, ξυπνάει πατέρα κι αδέρφια.
"Το και το" του λέει. "Παραφύλαξα όλο το βράδυ και σαν ήρθε ο δράκος του κατάφερα μια στην κεφαλή με το τοπούζι. Δεν το σκότωσα και άρπαξε το ρόδι το χρυσό, όμως είναι ματωμένος κι αν ακολουθήσουμε το αίμα θα τον βρούμε στο λημέρι του κι εκεί πια, τρεις είμαστε. Θα τον καταφέρουμε να τον κάνουμε ζάφτι και θα πάρουμε πίσω το ρόδι το χρυσό." "Μπράβο, Σταχτογάτη!" λέει ο άρχοντας. "Πάρε τ' αδέρφια σου και τρέχα!"

Και πραγματικά, σελώνουν τρία άλογα, τ' αδέρφια και φεύγουν να βρουν τον δράκο στο λημέρι του.

Συνεχίζεται...

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Ο κοκορίκος της γριάς

Απόψε λέω να πούμε ένα μικρό παραμύθι. Ένα παραμυθάκι.

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια γριούλα σε μια μακρινή πολιτεία. Είχε το σπιτάκι της, την αυλίτσα της και το κοτέτσι της. Και τα κουτσοκατάφερνε πού'χε μείνει στον κόσμο μονάχη. Φτωχιά ήταν η καημένη, μα είχε τις κοτούλες της, την Παρδάλω και την Πιτσίλω κι ένα κοκορίκο που την ξύπναγε κάθε πρωί. Κι αυτή ήταν η παρέα της όλη. Το καλό καιρό έβγαζε μια καρέκλα στην αυλίτσα και καθόταν ήσυχα-ήσυχα κι έγνεθε στη ρόκα της κι έβλεπε τα παιδιά της γειτονιάς που παίζαν και χαιρετούσε κάθε περαστικό. Και κάθε περαστικός τη χαιρετούσε γιατί όλοι τη γνώριζαν και ξέραν τί καλή γυναίκα που ήταν, πάντα μ' έναν καλό λόγο για τον καθένα -ακόμα και για τη γειτόνισσά της. Γιατί, βλέπετε, πλάι στο καλυβάκι της καλής γριούλας, ήταν η σπιταρώνα μια άλλης γριάς, πολύ πλούσιας αλλά στριφνής και κακιασμένης.

Κι ήρθε ένας χειμώνας κακός! Τσουχτερός! Μέρες και νύχτες φύσαγε και χιόνιζε. Κι η καλή γριούλα πήρε τις κοτούλες και τον πετεινό της μέσα στο καλυβάκι που ήταν ζεστά, μη της παγώσουν τα ζωντανά. Να όμως που μια μέρα το μαγκάλι της έσβησε και δεν είχε άλλα κάρβουνα. Τί να κάνει η καημένη η γριούλα, τυλίχτηκε στο τριμμένο της και πήγε να ζητήσει μια φούχτα κάρβουνα από τη  γειτόνισσά της. Χτυπάει την πόρτα, ανοίγει η στριμμένη γριά, "τί θες εδώ;" τη ρωτάει απότομα. "Καλησπέρα, γειτόνισσα." της λέει εκείνη. "΄Εσβησε το μαγκάλι μου και με τέλειωσαν και τα κάρβουνα. Μήπως έχεις να με δώσεις  μια φούχτα να περάσω απόψε με τέτοιο παλιόκαιρο;"
"Δε σου δίνω τίποτα! Φύγε από δω!" της λέει εκείνη και βροντάει την πόρτα.

Τί να κάνει η καλή γριά, γύρισε στο σπιτάκι της άπραγη. Κάθισε στη γωνιά της κι άρχισε να μιλάει στις κοτούλες της. "Αχ, κορίτσια μου... κι εσύ κοκορίκο... ελάτε πιο κοντά να μην κρυώνετε, καημένα μου... Γιατί πήγα να ζητήξω κάρβουνα από την γειτόνισσα και δεν μ' έδωκε..." Κάνει μια έτσι ο κόκορας πηδάει στην αγκαλιά της γριάς. "Γι'αυτό σκας, κυρά;" της λέει. "Μην ανησυχείς και θα τα κανονίσω εγώ έτσι να μη σε λείψουν ποτέ κάρβουνα από δω και στο εξής!" Και πριν προλάβει η γριά να καταλάβει τί έγινε και πώς, πηδάει ο πετεινός κάτω κι έξω από την πόρτα. Γιατί είχε σχέδιο να βοηθήσει την καλή γριούλα.

Μια και δυο τραβάει για το παλάτι. Σαν φτάνει, κάνει μια έτσι, πηδάει τον τοίχο, μπαίνει στην αυλή. Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει βλέπει το παράθυρο του βασιλιά. Πάει από κάτω και αρχίζει να λαλεί σα νά 'χε ξημερώσει: "Κικιρίκο! Κικιρίκο! Κικιρίκο!" ξυπνάει ο βασιλιά μέσα στο άγριο μεσάνυχτο. "Βρε," συλλογιέται "τί 'ναι τούτο;" Συνέχιζε να λαλεί ο πετεινός "Κικιρίκο! Κικιρίκο!" Σαν κατάλαβε ο βασιλιά πως ήταν ένα κοκόρι κάτω από το παραθύρι του, διατάζει το φρουρό να το πιάσει και να το πετάξει στην τάφρο του παλατιού να πνιγεί να ησυχάσει. Τρέχει αμέσως κάτω ο φρουρός πιάνει τον πετεινό τον ρίχνει στο νερό. Μόλις πέφτει στο νερό ο κοκορίκος αρχίζει "Ρούφα, κώλε το νερό! Ρούφα, κώλε, το νερό!..." αδειάζει όλη την τάφρο του παλατιού. Πετιέται έξω, πάει κάτω από το παραμύθι του βασιλιά κι αρχίζει φτου κι απ' την αρχή να λαλεί "Κικιρίκο! Κικιρίκο!" Πετιέται πάνω ο βασιλιάς που μόλις τον είχε πιάσει ο ύπνος ο γλυκός. "Βρε, παναθεμάτονε! Τον παλιοκόκορα!" Φωνάζει τον φρουρό, τον διατάζει να πιάσει τον πετεινό και να τον πετάξει στον φούρνο να τον κάψει. Τρέχει ο φρουρός, πιάνει τον πετεινό, τον πετάει στον φούρνο. Αρχίζει τότε το κοκορίκος "Βγάλε, κώλε, το νερό! Βγάλε, κώλε, το νερό!..." τον σβήνει τον φούρνο. Πετιέται έξω,πάει κάτω από το παράθυρο του βασιλιά και αρχίζει πάλι τα "Κικιρίκο! Κικιρίκο!" Ξυπνάει ο βασιλιάς, πετάει τα παπλώματα, πάει κάτω ο ίδιο αρπάζει τον κόκορα απ' το λαιμό "Βρε, παλιοπούλι! Ποιός σ' έβαλε να μη μ' αφήσεις να κοιμηθώ απόψε; Τώρα θα δεις! Θα σε κλειδώσω στο θησαυροφυλάκιο πού 'ναι στο υπόγειο και δεν θα σ'ακούω." Και μια και δυο, κλειδώνει τον πετεινό της γριάς μαζί με τους θησαυρούς του παλατιού. Μόλις βρέθηκε μόνος ο κόκορας εκεί μέσα πηδάει σε μια στοίβα χρυσόφλουρα κι αρχίζει "Ρούφα, κώλε, τα φλουριά! Ρούφα, κώλε, τα φλουριά!..." Ούτε τα μισά δεν είχε ρουφήξει, είχε γεμίσει η κοιλιά του λίρες πολλές. Μετά κάθισε ήσυχα-ήσυχα και περίμενε να έρθει το πρωί.

Σαν ξημέρωσε, στέλνει ο βασιλιάς να του φέρουν την καλή του την κορώνα από το θησαυροφυλάκιο. Μόλις ανοίγει η πόρτα, πετιέται ο πετεινός και μια και δυο, καμαρωτός και παραφουσκωμένος σα χήνα καρφωτή, πάει στο καλυβάκι της γριάς. Εκεί "¨Ήρθα, κυρά!" της λέει. "Πού ήσουν;" τον ρωτά αυτή. "Μη με ρωτάς, μόνο κάνε ότι σ' ορμηνέψω: στρώσε ένα πανί έξω, στην αυλή, και κρέμασέ με  ανάποδα απ' το σκοινί της μπουγάδας. Μετά, πάρε ένα ραβδάκι και χτύπα με μαλακά στη κοιλιά." Απόρησε η γριά μ' αυτά που την ορμήνεψε ο κοκορίκος, αλλά έκανε κατά πώς της είπε. Σαν τον έδεσε ανάποδα με το σκοινάκι κι άρχισε να τον χτυπάει μαλακά στη κοιλιά άρχισε κι ο πετεινός να λέει "Βγάλε, κώλε, τα φλουριά! Βγάλε, κώλε, τα φλουριά!..." κι άρχισαν να πέφτουν βροχή τα φλουριά. Τα είδε η γριά, σάστισε. "Τί 'ναι αυτά;" "Φλουριά, κυρά! Τώρα ούτε εσύ ούτε κι εμείς θα ξανακρυώσουμε!" Χάρηκε η γριά, έκανε το κομπόδεμά της και μπήκε μέσα.

Η άλλη γριά, η γειτόνισσα, εκτός από κακιά ήταν και περίεργη. Σαν είδε την καλή γριά έξω στην αυλή με το κρύο και τον βοριά, παραφύλαξε να δει τί θα κάμει. Σαν είδε τον κοκορίκο να γεννά χρυσά φλουριά ζήλεψε. "Και γιατί ο δικός της πετεινός; Κι ο δικός μου μπορεί να γεννήσει φλουριά!" Και πιάνει τον δικό της πετεινό, τον δένει στο σκοινί της μπουγάδας, στρώνει από κάτω και τα καλά τα σεντόνια της, τα μεταξωτά, κι αρχίζει να τον χτυπάει με μια βέργα. Τά 'χασε το ζωντανό, τρόμαξε, άρχισε να κουτσουλάει, της κατακουτσούλησε τα σεντόνια. Κι όχι φλουρί... ούτε μετζίτι δεν έβγαλε. Μάνιασε η γειτόνισσα, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της και κανείς δεν έμαθε τί απέγινε.

Όσο για την καλή γριά, διόρθωσε το σπιτάκι της, έφτιαξε κι ένα καλό κοτέτσι για την Παρδάλω και την Πιτσίλω και τον κοκορίκο της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ο Γιάννης ο γιος του ψαρά έγινε πλούσιος και βασιλιάς - 4

Κάνει, που λέτε την ερώτηση ο Γιάννης στον αράπη και περιμένει την απάντηση: 'Ποιός έκανε την πιο καλή δουλειά: ο μαραγκός, ο ράφτης για ο σοφός;"

"Ο ράφτης, που τού 'κανε τα ρούχα να μην κρυώνει!" λέει ο αράπης!
"Όχι, βρε βλάκα! Ο σοφός!" φωνάζει εξοργισμένη η βασιλοπούλα με την απάντηση που έδωσε ο δήμιος της χωρίς να σκεφτεί καθόλου. Γιατί,μπορεί να μην μιλούσε καθόλου η βασιλοπούλα, αλλά τα αυτιά της τά 'χε τεντωμένα και άκουγε κάθε λέξη του Κώστα. Και στο τέλος δεν βάσταξε και μίλησε.

Αυτό ήταν. Μάρτυρας ο αράπης, η βασιλοπούλα μίλησε! Τρέχουν, το λεν στο βασιλιά! Χαρές εκείνος! Απ' τη μια που η κόρη του μίλησε κι απ' την άλλη που δεν θα χανόταν άλλα παλικάρια. Στέλνει τελάληδες να το διαλαλήσουν παντού και μετά διατάζει ν' αρχινίσουν οι ετοιμαστείτε για τον γάμο. Αρχίζουν να τρέχουν πάνω-κάτω όλοι, να ετοιμάσουν τον βασιλικό γάμο. Φωνάζει ο βασιλιάς τον Κώστα, του λέει: "Γιε μου -γιατί γιος μου είσαι τώρα που θα παντρευτείς την κόρη μου και μια μέρα σαν κλείσω εγώ τα μάτια μου θα γίνεις εσύ βασιλιάς- γιε μου, οι γάμοι θα γίνουν ταχιά-ταχιά, γι' αυτό κάλεσε τους γονείς σου και τους συγγενείς σου όλους να χαρούν με τη χαρά σου." "Βασιλιά μου," λέει ο Κώστας, "έναν αδερφό έχω όλο κι όλο σ' αυτόν το κόσμο και θα 'θελα να πάω να τον δω, να τακτοποιήσουμε και τις δουλειές μας..." "Να πας, γιε μου!" του λέει χαρούμενος ο βασιλιάς. "Και να τον φέρεις και στο παλάτι για τον γάμο!"

Φεύγει ο Κώστα απ' το παλάτι και μια και δυο, πάει βρίσκει τον Γιάννη στον πρώτο καφενέ, τον καφενέ του μπάρμπα-Σταύρου. Σαν τον βλέπει ο Γιάννης, τρελάθηκε απ' την χαρά του! Αγκαλιές! Φιλιά! Και δωσ' του να κερνάει το μαγαζί! Σαν πήρε να βραδιάζει κάθονται τα δυο αδέρφια κάτω να μιλήσουν και στα σοβαρά τώρα. "Γιάννη," λέει ο Κώστας "σε τρεις μέρες παντρεύομαι τη βασιλοπούλα κι εσένα θέλω για κουμπάρο μου. Γι' αυτό αύριο πρωί-πρωί, πάρε λεφτά και πάνε στην αγορά και ψούνισε ό,τι σ' αρέσει κι ότι τραβάει η ψυχή σου." "Μεγάλη τιμή μου κάνεις, αδερφέ," λέει ο Γιάννης "κι ελπίζω ο βασιλιάς να συμφωνήσει. Αύριο το πρωί θα πάνω όπως μου' πες."

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, παίρνει ο Γιάννης μπόλικους παράδες μαζί, πάει στην αγορά. Στους πιο ονομαστούς ραφτάδες πήγε, στους καλύτερους τσαγκάρηδες, στους πιο φημισμένους καπελάδες.  Όλη μέρα έλειπε. Το σούρουπο, σα γύρισε, μια άμαξα ολάκερη είχε μαζί του, τα ψώνια που έκανε. Τά 'δειξε στον Κώστα, χάρηκε εκείνος. Την άλλη μέρα λέει ο Κώστας "Αδερφέ μου, σήμερα θα πάω εγώ να ψουνίσω τα γαμπριάτικά μου." Φεύγει, σε μια ώρα ήταν πίσω μ' ένα πακέτο παραμάσχαλα.
"Τί'ναι αυτό;" τον ρωτάει ο Γιάννης.
"Τα γαμπριάτικα!" απαντάει ο Κώστας.
"Αυτά ήθελα αυτά πήρα. Σε ρώτησα εγώ γιατί πήρες ό,τι πήρες χθες;"
"Όχι..."
"Ε, τότε κι εσύ μη ρωτάς. Εγώ αυτά που ήθελα αυτά πήρα και με το παραπάνω!"
Έμεινε με την απορία ο Γιάννης, αλλά και τί να κάμει. Δίκιο είχε ο Κώστας.

Και ήρθε η μέρα του γάμου και όλος ο κόσμος κι ο λαός ήταν στην εκκλησία. Στημένος στο ιερό ο Γιάννης, ντυμένος στην τρίχα, σα πρίγκηπας έμοιαζε. Όμορφο παλικάρι, όλοι ήξεραν τί προκομμένος ήταν και τον καμάρωναν. Δίπλα του καμαρωτός και κορδωτός ο Κώστας κι όλοι απορούσαν μπας και είχε τρελαθεί που θα παντρευόταν τη βασιλοπούλα. Γιατί τέτοιο γαμπρό πρώτη φορά έβλεπαν, με κίτρινα κίτρινες κάλτσες, κίτρινα παπούτσια, κίτρινο παντελόνι, κίτρινο πουκάμισο, κίτρινη γραβάτα, κίτρινο γελέκο, κίτρινο σακάκι, κίτρινο καπέλο, κίτρινα γάντια... Στοίχημα βάζαν κάποιοι πως και το σώβρακό του κίτρινο θα ήταν! Έρχεται η βασιλοπούλα νύφη στο μπράτσο του βασιλιά, τί να δει! Έναν γαμπρό σαν νά 'χε βγάλει τη χρυσή, ντυμένο στα κίτρινα απ' την κορφή μέχρι τα νύχια. Δαγκάθηκε. Δεν την άρεσε. Κι όλο σκεφτόταν "δεν ήταν νά 'παιρνα γι' άντρα  τον κουμπάρος; Αυτός μοιάζει πρίγκηπας σωστός, αμά ετούτος...;" Αλλά τί να κάνει, δεν έλεγε τίποτα. Μόνο δάγκωνε το χείλι της.

Σαν έγινε ο γάμος και τέλειωσε, αρχίνεψε το γλέντι. Περνούσε η ώρα γιόρταζε κόσμος και κοσμάκης! έλαμπε το παλάτι. Κι ήρθε η ώρα να παν ο Κώστα κι η βασιλοπούλα στην νυφικιά την κάμαρη. Μπαίνουν μέσα, όλα στολισμένα, κάνει μια έτσι ο Κώστας και πέφτει στο κρεβάτι όπως ήταν: με τα ρούχα και με τα παπούτσια. Ούτε το κίτρινο καπέλο δεν έβγαλε! Γυρίζει την πλάτη στη βασιλοπούλα κι αρχίζει να ροχαλίζει. Έκανε πως κοιμόταν. Τί να κάνει κι εκείνη η έρμη, αλλάζει και πέφτει στο κρεβάτι. Και σκεφτότανε τί καλά που θά 'τανε αν είχε παντρευτεί τον Γιάννη που και όμορφος ήταν και τρόπους είχε και αρχοντιά, αντί γι' αυτόν τον... τον... τον χωριάτη! Που ούτε το κίτρινο καπέλο δεν έβγαλε! Κι αυτά σκεφτόταν η βασιλοπούλα και την πήρε ο ύπνος. Ο Κώστας όμως που δεν κοιμόταν, περίμενε. Τί περίμενε...; Σα χτύπησαν μεσάνυχτα, εκεί που κοιμόταν η βασιλοπούλα και παραμιλούσε για τον Γιάννη και την κακή της τύχη να παντρευτεί τον Κώστα, πώς ανοίγει το στόμα της, πετιέται από μέσα ένα μαύρο φίδι 3 πήχες μακρύ. Πάει να δαγκάσει τον Κώστα. Κάνει μια έτσι το χέρι του ο Κώστας, το αρπάζει, το πνίγει. Το πετάει κάτω από το κρεβάτι. Αρχίζει πάλι να ροχαλίζει. Περνούσαν οι ώρες, εκεί κοντά στο ξημέρωμα, ανοίγει πάλι η κοιμισμένη βασιλοπούλα το στόμα της πετιέται ένας άλλος φίδαρος, διπλάσιος από τον προηγούμενο. Το αρπάζει κι αυτόν ο Κώστας, τον σκοτώνει και τον πετάει κάτω απ' το κρεβάτι.

Ήρθε κάποτε το πρωί, ξύπνησε το παλάτι, πάει ο Κώστας, Βρίσκει τον βασιλιά.
"Βασιλιά μου," λέει "τώρα που παντρεύτηκα την κόρη σου, θέλω να γυρίσω πίσω στον τόπο μου, να γνωρίζουν οι συμπατριώτες μου τη γυναίκα μου και να φροντίσω και γι' αυτούς τώρα που είμαι πλούσιος και γαμπρός του βασιλιά. Γι' αυτό, φόρτωσε την προίκα της βασιλοπούλας και αύριο το πρωί θα ξεκινήσουμε." Απόρησε ο βασιλιάς, δεν ήξερε τί να σκεφτεί. "Μην ανησυχείς" του λέει ο Κώστας "και όλα θα πάνε καλά." Τον πίστεψε εκείνος. Στο κάτω-κάτω της γραφής αυτός είχε κάνει τη βασιλοπούλα να μιλήσει. Διατάζει να ετοιμάσουν τα προικιά της βασιλοπούλας για το ταξίδι. Πάει στο μεταξύ ο Κώστας και βρίσκει τον Γιάννη. "Βρε! Τί κάνεις εσύ εδώ;" τον ρωτάει ο Γιάννης σαν τον βλέπει μπροστά του. "Αυτό ήρθα να σου πω, αδερφέ: το και το. Παίρνω τη γυναίκα μου και γυρνάω πίσω στο χωριό μου και θέλω να σε παρακαλέσω να έρθεις μαζί μας. Ίσως είναι καιρός να πας κι εσύ πίσω να δεις τί γίνονται οι δικοί σου..." "Καλά το σκέφτηκες." λέει ο Γιάννης. "Θα έρθω."

Την άλλη μέρα όλα ήταν έτοιμα στο παλάτι. Οκτώ άμαξες με έξι άλογα η κάθε μια κουβαλούσαν τα προικιά της βασιλοπούλας, και στην ένατη ανέβηκαν ο Κώστας, ο Γιάννης και η νιόνυφη και ξεκίνησαν. Πήγαιναν... πήγαιναν... Όλη μέρα κάλπαζαν τ' αλόγατα. Λίγο πριν το σούρουπο δίνει διαταγή ο Κώστας να σταματήσουν. "Μα εδώ; στην μέση του δάσους;" τόλμησε να ρωτήσει η βασιλοπούλα. "Δουλειά σου δεν είναι, γυναίκα!" της είπε απότομα ο Κώστας. Δεν άρεσε αυτό στον Γιάννη, αλλά δεν είπε και τίποτα γιατί ήταν περίεργος να δει πού το πήγαινε ο Κώστας...; Κατεβαίνουν από την άμαξα, κάθουνται να κολατσίσουν.

"Αδερφέ μου," λέει ο Κώστας "γνωρίζεις αυτό το μέρος;"
Κοιτάει γύρω του ο Γιάννης, σα γνωστό του φάνηκε.
"Αυτό είναι το μέρος που βρεθήκαμε πρώτη φορά, τότε που το είχαμε σκάσει κι οι δυο απ' τα σπίτια μας για τον φόβο του ξύλου."
"Βρε, καλά λες..." θυμήθηκε.
"Εδώ, λοιπόν είναι και το κατάλληλο μέρος να χωρίσουν οι δρόμοι μας και να τραβήξει ο καθένας τον δικό του."
Συμφώνησε ο Γιάννης και ο Κώστας συνέχισε:
"Κι αφού τις δουλειές μας τις έχουμε μοιρασμένες και τακτοποιημένες, θα μοιραστούμε και την προίκα που πήρα."
"Μα βρε, Κώστα, αυτή είναι δικιά σου! Δεν είναι για μοίρασμα!"
"Αφού το λέω εγώ είναι!"
'Κάτι δεν πάει καλά με τον αδερφό μου...' σκέφτηκε ο Γιάννης αλλά δεν είπε τίποτα.
Διατάζει ο Κώστας κατεβάζουν τα σακιά με τις λίρες κι αρχινάει το μοίρασμα: μια εσύ, μια εγώ... μια εσύ, μια εγώ... Μένει στο τέλος μια λίρα.
"Πάρ' την εσύ, αδερφέ" λέει ο Γιάννης.
"Όχι! Από μισή!" λέει ο Κώστας και βγάζει το σπαθί κι όπως ήταν η λίρα πάνω στο κούτσουρο, δίνει μια και την κόβει στα δύο.
Μετά από αυτό "άντε, να χαιρετηθούμε τώρα..." λέει ο Γιάννης που είχε αρχίζει να πιστεύει πως ο Κώστας είχε τρελαθεί.
"Πού να πάμε; Τις άμαξες δεν τις μοιράσαμε!"
Εννιά ήταν, είπαμε, οι άμαξες, δυο αυτοί. Παίρνουν από τέσσερις μένει μία.

"Πάρ' την εσύ, αδερφέ" λέει πάλι ο Γιάννης.
"Όχι! Από μισή!" λέει ο Κώστας και βγάζει το σπαθί και γκάπα-γκούπα κομματιάζει την άμαξα στα δυο.
"Ε, τώρα ν' αγκαλιαστούμε και να πηγαίνουμε, γιατί μας πιάνει σούρουπο..." άρχισε να λέει ο Γιάννης, αλλά τον έκοψε πάλι ο Κώστας.
"Πού να πηγαίνουμε; Και τη γυναίκα;"
"Τί λες, βρε Κώστα; Πώς θα μοιραστούμε τη γυναίκα; Δικιά σου γυναίκα είναι! Εσύ έπαιξες το κεφάλι σου για να την πάρεις!" πήγε να του αλλάξει τα μυαλά ο Γιάννης, αλλά το μάτι του Κώστα γυάλιζε. 
"Εμείς όλα τα μοιραζόμαστε! Τί αδέρφια είμαστε... Θα πάρουμε και τη γυναίκα μισή-μισή!"
"Πως, βρε άνθρωπε του Θεού; Δεν γίνεται αυτό!"
"Σιγά το πράμα!" λέει ο Κώστας. "Θα την κόψουμε στη μέση!"
Σαν τ' άκουσε αυτό η βασιλοπούλα έμπηξε τα κλάματα. 
"Και πως θα το κάνουμε αυτό;" ρώτησε ο Γιάννης που ήθελε να κερδίσει λίγο χρόνο αν δει πως θα έσωσε την καημένη τη βασιλοπούλα.
"Α, μη σκας! Εύκολο είναι: θα την πιάσει από το ένα πόδι εσύ, από το άλλο εγώ, θα την τινάξουμε ψηλά και χρατς! Θα τη σχίσουμε στα δυο και θα πάρουμε από μισή."
Σηκώνεται ο Κώστας αρπάζει τη βασιλοπούλα από το μαλλί, τη σέρνει, την πάει μπροστά στον Γιάννη.
"Αυτό δεν το κάνω!" αγρίεψε ο Γιάννης.
"Α, όχι;" του βάζει το σπαθί στο λαιμό.
"Πιάσ'την απ' το πόδι!"
Τί να κάνει ο Γιάννης την πιάνει από το πόδι. Την πιάνει κι ο Κώστας από το άλλο και πάνω που πάνε να την τινάξουν, ανοίγει το στόμα η βασιλοπούλα να φωνάξει "μη!" και πετιέται ένας φίδαρος έννιά πήχες μακρύς! Σηκώνει το σπαθί ο Κώστας τον σκοτώνει. Την αφήνουν σιγά-σιγά κάτω τη βασιλοπούλα, που ακόμα έκλαιγε και δεν είχε καταλάβει τί είχε γίνει. 

"Αυτό ήταν!" λέει ευχαριστημένος ο Κώστας. "Τώρα θα είναι μια καλή γυναίκα. Γιατί η βασιλοπούλα είχε τρία φίδια μέσα της. Τα δυο τα σκότωσα το πρώτο βράδυ, μετά το γάμο. Ήταν η περιφάνεια της και η υπεροψία της. Το τρίτο, που με βοήθησες να το βγάλω από μέσα της ήταν ο εγωισμός της. Τώρα θα ζήσετε καλά." Και μετά την τελευταία κουβέντα... παφ! γίνεται άφαντος ο Κώστας.

"Κώστα! Εεεε! Κώστα! Αδερφέ! Πού είσαι;" φώναζε και ξαναφώναζε ο Γιάννης. Και μια φωνή από μακριά, σα να μίλαγε ο αγέρας μέσα στις φυλλωσιές είπε: "Ε, Γιάννη! Θυμάσαι το χρυσό ψαράκι που έπιασε και μετά το λυπήθηκες και το ξανάριξες στη θάλασσα; Ε, αυτό το ψαράκι είμαι, εγώ ο Κώστας, που με είχες αδερφό σου. Και για το καλό που μού 'καμες, εγώ σε κάνω βασιλιά τώρα. Πάνε πάρε τους γέρους γονείς μου και γύρνα στο παλάτι και παντρέψου τη βασιλοπούλα, γιατί εσένα αγάπησε. Και ζήσε καλά και συνετά...."

Κι αυτό έκανε ο Γιάννης. Ανέβηκε στην άμαξα και πήγε και βρήκε τους γέρους γονείς του, στο καλυβάκι πλάι στη θάλασσα. Και σα τους είπε τί είχε γίνει όλα αυτά τα χρόνια, τους πήρε μαζί και γύρισε στο παλάτι. Κι εκεί, όπως είχε πει ο Κώστας, που ήταν το μικρό χρυσό ψάρι, παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα και σαν έκλεισε τα μάτια του ο βασιλιάς, βασίλεψε εκείνος στη θέση του και ήταν καλός και συνετός. Και η βασιλοπούλα του έκανε πολλά παιδιά και ζήσαν αυτοί καλά μέχρι τα βαθιά γεράματα κι εμείς καλύτερα!

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ο Γιάννης ο γιος του ψαρά έγινε πλούσιος και βασιλιάς - 3

Σαν άκουσε ο Γιάννης τί τού'πε ο Κώστας, τρελάθηκε! Βρε καλέ μου... Βρε κακέ μου... προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη... Τίποτα ο Κώστας. Σαν είπε "τη βασιλοπούλα θα πάρω γυναίκα" αυτό ήταν.  Δεν άκουγε κανέναν. Δεν άλλαζε γνώμη.

Την άλλη μέρα το πρωί, ξύπνησε, λούστηκε, στολίστηκε, αποχαιρέτησε τον Γιάννη και μια και δυο τράβηξε για το παλάτι.
"Τί θες;" τον ρωτάει ο φρουρός.
"Να δω τον βασιλιά" λέει θαρρετά ο Κώστας. "Ήρθα να παντρευτώ τη βασιλοπούλα!".
Βάζει τα γέλια, τον αφήνει να περάσει.
Ίσια στον βασιλιά ο Κώστας.
"Βασιλιά μου," του λέει, "το και το: ήρθα να ζητήσω το χέρι της βασιλοπούλας."
"Βρε παιδί μου," του λέει ο βασιλιάς "δε λυπάσαι τα νιάτα σου; Γιατί η κόρη μου θα στο πάρει το κεφάλι. Τόσα και τόσα αρχοντόπουλα προσπάθησαν και κανένα δεν τα κατάφερε. Γύρνα σπίτι σου."
"Όχι! Εγώ θα την πάρω!"
Είδε κι απόειδε ο βασιλιάς τί να κάνει. Αφού ήθελε να φάει το κεφάλι του... Φωνάζει, λοιπόν, τους υπασπιστές του και οδηγούν τον Κώστα σ'ένα δωμάτιο ψηλά στον πύργο. Εκεί τον περίμενε η βασιλοπούλα με τον δήμιο. Έναν αράπη δυο μέτρα, με τη σπάθα να γυαλίζει καλοακονισμένη, έτοιμη να του πάρει το κεφάλι. Εκεί ο Κώστας θα έμενε τρεις μέρες και τρεις νύχτες και αν σε αυτό το διάστημα δεν έκανε τη βασιλοπούλα να μιλήσει, το τέταρτο πρωί ο αράπης θα του έπαιρνε το κεφάλι.

Μπήκε ο Κώστας στο δωμάτιο, θαύμασε τα χρυσά και τα μαλάματα και τα σεντέφια που το στόλιζαν. Θαύμασε το κρεβάτι με τα πουπουλένια στρώματα και το τραπέζι που ήταν στρωμένο με χίλια καλούδια που δεν τα έβαζε ο νους. Στην βασιλοπούλα όμως δεν έριξε ούτε μια ματιά. Σα να μην ήταν εκεί. Σαν ήρθε η ώρα έφαγε και το βράδυ έπεσε για ύπνο. Κι έτσι πέρασε η πρώτη μέρα και η πρώτη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί, έφαγε ο Κώστα τα φρέσκα τα ψωμιά και δοκίμασε τα βούτυρα και τα μέλια. Άνοιξε το παράθυρο και θαύμασε τη θέα από κει πάνω, που μπορούσες να δεις όσο πιάνει το μάτι βουνά και λαγκάδια και πεδιάδες και ποτάμια και λίμνες και θάλασσες... τη χώρα ολάκερη... Και πέρασε κι αυτή η μέρα χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην βασιλοπούλα, χωρίς να τη μιλήσει. Τίποτα. Σα να μην υπήρχε, σα να μην ήταν στο δωμάτιο. Πού είχε ντυθεί στα μεταξωτά και στα βελούδα και σκύλιαζε απ' το κακό της που ο Κώστας δεν γύρναγε να την κοιτάξει. Πάει κι η δεύτερη μέρα, πάει κι δεύτερη νύχτα και ξημέρωσε ο Θεός την τρίτη. Ο Κώστας το ίδιο βιολί. 'Εφαγε ήπιε, αλλά στη Βασιλοπούλα ούτε ματιά ούτε λαλιά. Έβραζε από μέσα της αυτή. Περνούσε επίτηδες από μπροστά του, αλλά τίποτα ο Κώστας -έξυνε τ' αυτί του.

Σαν νύχτωσε και έφαγε ο Κώστας ένα δείπνο βασιλικό με φασιανούς και ζαρκάδια και γλυκά σοροπιαστά και τα καλύτερα κρασιά και σερμπέτια, ήρθαν οι υπηρέτες και μάζεψαν το τραπέζι. Περνούσε η ώρα δεν κοιμόταν ο Κώστας, μόνο κοίταγε έξω απ' το παράθυρο. Στην βασιλοπούλα ματιά. Κι εκεί που κοίταγε έξω, γυρνάει και λέει στον δήμιο:
"Βρε αράπη, τρεις μέρες είμαστε μαζί και τρεις νύχτες με την αποψινή κι αύριο το πρωί θα μου πάρεις το κεφάλι. Κάτσε να σου πω ένα παραμύθι να περάσει πιο ευχάριστα η τελευταία νύχτα."
"Και δε μου λες, αν σου κάνει κέφι..." απαντάει ο αράπης και αρχίζει ο Κώστας το παραμύθι:

"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος, όχι μακρυά από δω, ένα βράδυ σκοτεινό συναντήθηκαν ένα μαραγκός, ένας ράφτης κι ένας σοφός. Και οι τρεις είχαν φύγει από τον τόπο τους για να βρουν την τύχη τους στην μεγάλη πολιτεία. Αργά ήταν, κρύο έκανε, οι λύκοι αλιχτούσαν, τί να κάνουν οι τρεις άντρες; Σκέφτηκαν κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά και πριν πέσουν να κοιμηθούν τράβηξαν κλήρο ποιός θα έμενε ξύπνιος να φυλάει τη φωτιά πρώτος, ποιός δεύτερος και ποιός τρίτος. Πρώτος ήταν ο μαραγκός να φυλάξει σκοπιά. Αργά πέρναγε η ώρα και για να μη σκέφτεται τα αγρίμια και φοβάται λέει 'μιας κι είμαστε στο δάσος κι έχω τα σύνεργα μαζί δεν πιάνω να κάνω κάτι να περάσει η ώρα;' και μια και δυο ανοίγει τον τορβά του, βγάζει από μέσα τα σύνεργα της δουλειάς του, βρίσκει ένα καλό κομμάτι ξύλο κι αρχίζει να το πελεκάει. Όταν τελείωσε, είχε κάνει ένα ξύλινο άνθρωπο. Κοιτάει το ρολόι του ήταν ώρα για τον ράφτη να φυλάξει τη φωτιά. Το ξυπνάει και πέφτει για ύπνο. Ξυπνάει ο ράφτης, ρίχνει ξύλα στη φωτιά που ήταν έτοιμη να σβήσει. Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, βλέπει τον ξύλινο άντρα που είχε πελεκίσει ο μαραγκός. 'Βρε, για δες, τι σκάρωσε ο μαραγκός!' σκέφτηκε. 'Μιας κι έχω μαζί κλωστές και βελόνες και κάτι ρετάλια, δεν του κάνω ρούχα να μην κρυώνει και να περάσει και η ώρα;' Κι όπως το σκέφτηκε, ανοίγει το δισάκι του, βγάζει τα σύνεργά του και τα ρετάλια του και αρχίζει κόψε-ράψε να σκαρώνει ένα κοστούμι για τον ξύλινο άνθρωπο. Μόλις του φόρεσε τα ρούχα και είδε πως του ερχόταν κουτί, κοιτάει το ρολόι. Ήταν ώρα να ξυπνήσει τον σοφό. Το ξυπνάει και πέφτει για ύπνο. Ξυπνάει ο σοφός, ρίχνει ξύλα στη φωτιά. Ρίχνει μια ματιά τριγύρω, βλέπει το ξύλινο άνθρωπο. 'Α,' σκέφτεται 'απ' ό,τι φαίνεται, για να περάσει την ώρα του ο μαραγκός όσο περίμενε να ξυπνήσει τον ράφτη, πελέκισε αυτόν τον ξύλινο άνθρωπο. Με τη σειρά του ο ράφτης όσο πρόσεχε τη φωτιά μας να μη σβήσει, του έραψε ρούχα. Τί μπορώ να κάνω εγώ γι' αυτόν; Έχω τα βιβλία μου μαζί. Θα τον διδάξω όσα ξέρω!' Και ευχαριστημένος με την απόφασή του ο σοφός, έβγαλε τα βιβλία του κι άρχισε να διαβάζει στον ξύλινο άνθρωπο. Διάβαζε όλο το βράδυ όλων των ειδών τα πράματα και τις σοφίες και το πρωί σαν ξύπνησε τον μαραγκό και τον ράφτη, γιατί ήταν ώρα να φύγουν, ο ξύλινος άνθρωπος δεν ήταν πια εκεί, γιατί είχε σοφία και πνεύμα και είχε γίνει αληθινός άνθρωπος και είχε πάρει τον δρόμο του. Και σε ρωτώ τώρα εσένα, αράπη, που είσαι μια ζωή στο παλάτι και πολλά έχουν δει τα μάτια σου κι έχουν ακούσει τ'αυτιά σου: ποιός από τους τρεις έκανε το μεγαλύτερο καλό στον ξύλινο άνθρωπο; ο μαραγκός, ο ράφτης ή ο σοφός;"


Συνεχίζεται....

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ο Γιάννης ο γιος του ψαρά έγινε πλούσιος και βασιλιάς - 2

Πού είχαμε μείνει; Α, ναι: εκεί που ο Γιάννης, ο γιος του ψαρά, και ο Κώστας το τσομπανόπουλο έγιναν αδέρφια.

Ξημέρωσε, που λέτε, ο Θεός τη μέρα και τα δυο παιδιά πήραν δρόμο και δρομάκι. Περπάταγαν, περπάταγαν...  Βγήκαν κάποτε απ΄το δάσος και πήραν τη δημοσιά. Μόλις που χάραζε η τρίτη μέρα είδαν από μακριά μια πολιτεία. Και μια και δυο άνοιξαν το βήμα και τράβηξαν προς τα κει.

Φτάσαν στην μεγάλη πολιτεία. Ερημιά. Ψυχή στους δρόμους. Όλοι κοιμόταν ακόμα στα ζεστά κρεβάτια τους. Καθώς περπατούσαν τα παιδιά και θαύμαζαν τα κτίρια και τους δρόμους, βλέπουν μπροστά τους ένα καφενέ. Κοιτάζονται για μια στιγμή. Τα είχε κόψει η πείνα. Είχε τελειώσει και το ψωμοτύρι που είχε μαζί του ο Κώστας... "Τί λες, ζητάμε λίγο φαΐ;" "Και δεν ζητάμε!" Και κάνουν αν χτυπήσουν την πόρτα. Η πόρτα όμως ήταν ανοιχτή. Κάνουν ένα βήμα μέσα, τί να δουν: σκονισμένος ο καφενές, βρώμικος...  σα παρατημένο το μαγαζί έμοιαζε από καιρό. Προχωράν λίγο πιο μέσα. "Είναι κανείς εδώ;" φωνάζει ο Κώστας. "Ε, είναι κανείς εδώ;" φωνάζει ο Γιάννης. Ένας αναστεναγμός ακούγεται από το βάθος πίσω απ' τον μπουφέ. Τρέχουν τα παιδιά εκεί αμέσως, τί να δουν: ένας γέρος, κουρελής, αξύριστος, άρρωστος ξάπλωνε σε μια τριμμένη κουρελού. "Είσαι καλά, παππού;" ρωτάνε τον γέρο. "Όχι, παιδιά μου..." τους λέει με δυσκολία. "Είμαι άρρωστος πολύ καιρό τώρα και το μαγαζί πάει κατά διαόλου..." "Μην ανησυχείς, παππού" λέει ο Γιάννης. "Εμείς θα φροντίσουμε και για σένα και για το μαγαζί!" Και αμ' έπος αμ' έργον: ανασκουμπώνονται τ' αγόρια πιάνουν σκούπες και φαράσια και σε λίγο το παλιό καφενείο έλαμπε από πάστρα. Είχε ξυπνήσει η πολιτεία κι ο κόσμος κυκλοφορούσε και πήγαινε για το μεροκάματο. Ψάχνουν τα παιδιά στο μπουφέ, βρίσκουν λίγο καφέ, λίγη ζάχαρη, λίγο τσάι, ένα κουτάκι με σαλέπι στα τελειώματα, μισό μπουκάλι ούζο. "Φτάνουν αυτά για τώρα" σκέφτονται. Ανοίγουν την πόρτα και περιμένουν τον πρώτο πελάτη. Ένας γείτονας που πήγαινε στην δουλειά πρωί-πρωί, καθώς περνούσε έξω από τον καφενέ παραξενεύτηκε που 'δε την πόρτα ανοιχτή μετά από τόσο καιρό. Κοιτάει μέσα, το καλοδέχονται τα παιδιά. "Δεν κάθομαι να πιω ένα καφέ πριν τη δουλειά;" σκέφτεται ο γείτονας. Παραγγέλνει τον καφέ του και του τονε ψήνει ο Κώστας και ήταν ο καλύτερος καφές που είχε δοκιμάσει.

Καθώς καθόταν και απολάμβανε το καφεδάκι του ο γείτονας, νάσου κι ένας ακόμα περαστικός κοντοστέκεται και χωρίς πολύ σκέψη μπαίνει μέσα. Κάθεται και παραγγέλνει ένα σαλέπι. Το φτιάχνει ο Κώστα, του το πάει Γιάννης, ζεστό, βάλσαμο! Το καταφχαριστήθηκε. Σε λίγο κι άλλος πελάτης, κι άλλος... Πριν το μεσημέρι φωνάζει ο Κώστα τον Γιάννη και του λέει "Πάρε τα λεφτά που βγάλαμε, πήγαινε βρες τον καλύτερο γιατρό για τον παππού και στείλ' τον εδώ. Μετά πάνε στην αγορά και πάρε ό,τι χρειαζόμαστε απ' τα καλύτερα." Παίρνει τα λεφτά ο Γιάννης και τρέχει.

Μέχρι να βασιλέψει η μέρα όλη η πολιτεία είχε μάθει ότι δυο παιδιά είχαν ξανανοίξει το καφενείο του γερό-Σταύρου. Κι ο γιατρός είχε δει τον γερο-Σταύρο και είπε πως θα γινόταν γρήγορα καλά. Πραγματικά, σε λίγο καιρό ο γερο-Σταύρος είχε ξανανιώσει και με τα δυο παιδιά να τον φροντίζουν κι εκείνον και το μαγαζί, έζησε αρκετά χρόνια για να δει τον Γιάννη και τον Κώστα να γίνονται άντρες άξιοι και δουλευτάρηδες. Τα δυο παιδιά έκαναν μεγάλες δουλειές, άνοιξαν κι άλλα μαγαζιά κι έβγαλαν λεφτά με ουρά. Κι όλοι στην πολιτεία τους αγαπούσαν γιατί ήταν καλοί με όλους και βοηθούσαν όσους είχαν ανάγκη.

Σ' εκείνη την μακρινή πολιτεία, τώρα, ζούσε ένα βασιλιάς που είχε μια μονάκριβη κόρη. Κι ήταν όμορφη! Σαν τα κρύα τα νερά! Αλλά κακιά και μαυρόψυχη. Και σαν ήρθε η ώρα της να παντρευτεί, πεισμάνεψε και δεν έπαιρνε κανέναν για άντρα της. "Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου..." την έπαιρνε με το καλό ο πατέρας της. Μα αυτή δε άκουγε τίποτα. Ένα πρωί που ο πατέρας της, ο βασιλιάς, της έλεγε πως πρέπει να παντρευτεί για να έχει ένα απόγονο κι έναν βασιλιά η χώρα εκείνη έβαλε  όρο πως θα παντρευτεί αυτόν που θα την έκανε να μιλήσει και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Κι από τότε δεν ξαναμίλησε σε κανένανε. Ερχόταν βασιλόπουλα και αρχοντόπουλα από μέρη μακρινά και κοντινά και τη ζητούσαν για γυναίκα τους. Κι όσοι δοκίμαζαν να την κάνουν να μιλήσει δεν τα κατάφερναν κι έχανα το κεφάλι τους. Γιατί τόση ήταν η κακία της που είχε προστάξει όποιος δεν τα κατάφερνε, να του παίρνουν το κεφάλι για να χτίσει η λάμια ένα πύργο. Και περνούσε ο καιρός και ο πύργος ψήλωνε και ένα κεφάλι έλειπε για να ολοκληρωθεί.

Εκείνη την εποχή ήταν που πιάνει ο Κώστας μια μέρα τον Γιάννη και του λέει: "Αδερφέ μου, έχω κάτι να σου πω και δεν ξέρω πως θα το πάρεις..." "Πες το μου", του λέει ο Γιάννης "γιατί από σένα και άσχημο να είναι το νέο, καλό θα βγει στο τέλος." Κάθονται, λοιπόν, μ' ένα ούζο και μεζέ και ο Κώστας αρχίζει "Γιάννη, αδερφέ μου, πολλά χρόνια είμαστε μαζί, μαζί μεγαλώσαμε και γίναμε άντρες και προκόψαμε. Ώρα είναι να βρούμε από μια γυναίκα και να κάνουμε οικογένεια, μη μείνουμε μαγκούφηδες σαν τον παππού-Στραύρο..." "Σωστά τα λες, αδερφέ" συμφώνησε ο Γιάννης. "Αφού σωστά τα λέω, τότε να σου πω κι αυτό: την βρήκα την γυναίκα που θα παντρευτώ!" Χαρές ο Γιάννης με το νέο του Κώστα! Δώστου να γεμίζει τα ποτήρια και να τον αγκαλιάζει. "Και ποιά με το καλό είναι η τυχερή;" τον ρωτάει στο τέλος. "Η Βασιλοπούλα!" απαντάει ο Κώστας. Κόκαλο ο Γιάννης.

Συνεχίζεται...

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ο Γιάννης ο γιος του ψαρά έγινε πλούσιος και βασιλιάς - 1

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινήσει....

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια μεγάλη πολιτεία κοντά στην θάλασσα, ζούσε ένα ψαράς . Φτωχός ήταν  και όλο του το βιος ήταν η καλύβα που ζούσε με τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο και η βαρκούλα του. Κάθε πρωί -πολύ πρωί, πριν ακόμα χαράξει η μέρα- έμπαινε στη βάρκα του και ανοιγόταν στο πέλαγο με την ελπίδα να πιάσει μια καλή ψαριά και φέρει το φαΐ της μέρας στο τραπέζι. Μα με καλό καιρό μα με κακό, ο ψαράς πάλευε να τα βγάλει πέρα και άλλες φορές τα κατάφερνε και άλλες όχι. Αγαπούσε όμως πολύ τη γυναίκα του και τον γιό του και προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε και ένα κομμάτι ψωμί, μα ξερό μα φρέσκο, πάντα υπήρχε στο τραπέζι τους.

Ήρθε και μια χρονιά που ο χειμώνας ήταν βαρύς και η θάλασσα ανταριασμένη και ήταν πολλές μέρες που δεν μπορούσε να βγει στο πέλαγο. Και σα να μην έφτανε αυτό ήταν καιρός τώρα που ο γιός του -ας τον πούμε Γιάννη- του ζητούσε να τον πάρει μαζί του στο ψάρεμα. Όμως ο ψαράς δεν τον έπαιρνε και το παιδί όλο τον επέμενε: "Πάρε με, καλέ πατέρα, κι εμένα μαζί σου στη βάρκα!" Αλλά τίποτα. Σα να μην άκουγε ο ψαράς. Πού να πάρει το παιδί μαζί του στη θάλασσα και στην αλμύρα... Φοβόταν μην αρρωστήσει. Και τότε ποιος της άκουγε την ψαρού του!

Μια μέρα, μετά από πολύ καιρό που είχε φουρτούνες και δεν μπορούσε να πάει για ψάρεμα, ξυπνάει ο ψαράς και βλέπει τον καιρό και ήταν χαρά Θεού στη μέση του χειμώνα. "Θα πάω στο ψάρεμα" σκέφτεται. Εκεί που ετοιμαζόταν, αρχίζει πάλι τα παρακάλια ο γιος του: "Πάρε με κι εμένα μαζί σου! Σε παρακαλώ!" Είδε κι απόειδε ότι δεν παίρνει ούτε από καλό ούτε από άγριο ο γιος του, λέει στη γυναίκα του: "Γυναίκα, ντύσε καλά το παιδί, γιατί θα έρθει μαζί μου στο ψάρεμα σήμερα. Ντύνει η γυναίκα τον Γιάννη με μάλλινα και με ζεστά, του δίνει και μια πετσέτα με λίγο ψωμί και λίγο τυρί, τον σταυρώνει και στον στέλνει στο καλό μαζί με τον άντρα της.

Αφού βγήκαν στο πέλαγο και ρίξαν τα δίχτυα στον ψαρότοπο, ο ψαράς κι ο γιος του, ψάρευαν καθετή να περάσει η ώρα μέχρι να τα μαζέψουν και μήπως και βγάλουν τίποτα παραπάνω. Περνούσε η ώρα και ξαφνικά κάτι τσιμπάει στην πετονιά του Γιάννη.Κάνει μια έτσι, αρχίζει να την τραβάει έξω, τί να δει: ένα ολόχρυσο ψάρι. "Πατέρα! Κοίτα τί έπιασα!" φωνάζει με τη μία. Κοιτάζει ο ψαράς, τρίβει τα μάτια του. Σπαρταρούσε μπροστά τους ένα ολόχρυσο ψάρι. Γυρνάει, λέει στο γιο του "Γιάννη, κάναμε την τύχη μας! Αυτό το ψάρι θα το πουλήσουμε στο παλάτι, στον βασιλιά! Θα μας ανταμοίψει γερά για τέτοιο χρυσό πεσκέσι που θα του πάμε!" Και μια και δυο, γεμίζει έναν κουβά θαλασσινό νερό και ρίχνει μέσα το χρυσό ψάρι για να μείνει φρέσκο και ζωντανό. Πιάνει τα κουπιά, λέει και του Γιάννη να κάνει το ίδιο και βάζουν πλώρη για το μεγάλο λιμάνι. Φτάνουν, λέει ο ψαράς στον Γιάννη: "Κάτσε εσύ εδώ και πρόσεχε μη μας κλέψει κανείς το χρυσό ψάρι κι εγώ τρέχω στο παλάτι." και πηδάει έξω από τη βάρκα. Έμεινε ο Γιάννης να φυλάει το ψάρι. Περνούσε η ώρα, έβλεπε ο Γιάννης το ψάρι το χρυσό να κολυμπάει στον κουβά και σκεφτόταν "Κρίμα δεν είναι τόσο όμορφο ψάρι να το φάει ο βασιλιάς...;" και χωρίς να το πολυσκεφτεί πιάνει μια και ρίχνει το ψάρι πίσω στη θάλασσα μαζί με τον κουβά. Τώρα; Άρχισαν να τον ζώνουν σα φίδια οι κακές σκέψεις: "και σαν γυρίσει ο πατέρας και δεν βρει το ψάρι; θα με δείρει... κι αν ο βασιλιάς δεν πάρει το ψάρι, θα πει πως ο πατέρας τον κορόιδεψε και θα τον τιμωρήσει... κι αν..." Και μέσα στην απελπισία του, πηδάει έξω από τη βάρκα και το βάζει στα πόδια. Τρέχει, τρέχει, μέχρι που δεν τον βαστούσαν τα πόδια του άλλο. Σταματάει να πάρει μια ανάσα να δει τί θα κάνει. Κοιτάει γύρω του, είχε βγει από την πολιτεία και ήταν στο δάσος τώρα. Ψηλά δέντρα παντού γύρω και σε λίγο θα έπαιρνε να βραδιάζει. "Τί εδώ, τί αλλού..." σκέφτηκε και συνέχισε να περπατάει όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος.

Νύχτωσε για τα καλά πια και ο Γιάννης ακόμα περπατούσε. Κουρασμένος, πεινασμένος, ακόμα πήγαινε ΄μέσα στο κρύο και στη νύχτα χωρίς να ξέρει που. Εκεί που πήγαινε, βλέπει ένα φως από μακρυά. Αποφασίζει να πάει πιο κοντά να δει. Μια φωτιά. Όπως πλησιάζει,μια φωνή: "Επ! Ποιός είναι εκεί; Φανερώσου!" Φανερώνεται. "Εγώ είμαι, ο Γιάννης, ο γιος του ψαρά." "Έλα" του λέει η φωνή. Πάει ο Γιάννης, τί να δει: ένα αγόρι στα χρόνια του, καθόταν σταυροπόδι κοντά στη φωτιά. "Κάτσε" του λέει "Εγώ είμαι ο Κώστας, ο ψυχογιός του τσομπάνη." "Και τί ζητάς εδώ τέτοια ώρα χωρίς κοπάδι;" ρωτάει ο Γιάννης "Αυτό κι αυτό, εκεί που άρμεγα σήμερα έριξα κάτω όλες τις καρδάρες με το γάλα και φοβήθηκα πως θα με δείρει ο τσομπάνης όταν γυρίσει από την πόλη και το έσκασα. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ πάνω;" ρώτησε με τη σειρά. "Εγώ έπιασα ένα χρυσό ψάρι το πρωί και ο πατέρας μου θα το πουλούσε στον βασιλιά, αλλά εγώ το λυπήθηκα κα το έριξα πίσω στη θάλασσα και μετά φοβήθηκα πως θα με τιμωρούσε ο πατέρας μου ή χειρότερα, πως ο βασιλιάς θα τιμωρούσε τον πατέρα μου και το έσκασα κι εγώ." "Αφού φευγάτοι απ' τα σπίτια μας είμαστε και οι δυο" λέει το τσομπανόπουλο -ας τον πούμε Κώστα- "τί λες να γίνουμε αδέρφια και να πάμε να βρούμε την τύχη μας μακρυά από δω;" "Να γίνουμε!" λέει ο Γιάννης.

Και τα δυο παιδιά δώσαν τα χέρια και γίνανε αδέρφια.

Συνεχίζεται....

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα στη συντροφιά μας!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που του άρεσε ν' ακούει παραμύθια. Και συγκεκριμένα τα παραμύθια που έλεγε η γιαγιά Ευανθία (το Βανθάκι, όπως την έλεγαν όλοι). Θρακιώτισσα βέρα η γιαγιά και με ζωή σαν παραμύθι η ίδια, ήξερε να λέει παραμύθια. Παραμύθια που δεν ήταν γραμμένα πουθενά. Παραμύθια που είχε ακούσει από την δική της γιαγιά κι εκείνη από την δική της και που αν προσπαθήσουμε ν'ακολουθήσουμε την κλωστή πίσω στον χρόνο θα χαθούμε. Παραμύθια που έλεγαν στον μύλο όταν πήγαιναν για άλεσμα. Παραμύθια που έλεγαν το βράδυ γύρω από το μαγκάλι. Παραμύθια χειμωνιάτικα και παραμύθια καλοκαιρινά. Παραμύθια που λέγαν στο μπόρλιασμα των καπνών. Παραμύθια αστεία και παραμύθια σοβαρά. Παραμύθια με παραμύθια μέσα τους. Παραμύθια όχι μόνο για παιδιά αλλά και για μεγάλους. Με νεράιδες και ξωθιές... με περίεργους καλογέρους... με κυνηγούς, αράπηδες, κοκόρια που καταπίνουν ποταμούς και γεννάν λίρες... με χαμένους θησαυρούς, καραβοκύρηδες, άσπρα και μαύρα πρόβατα που πετάν μέσα σ'ένα άπατο πηγάδι... με 40 βαρέλια κρασί και 40 βόδια κρέας και κρε και κρα και τσικαίμια...
Το Βανθάκι στη μέση με τις 2 από τις
μεγαλύτερες αδερφές της.

Το κορίτσι άκουγε τα παραμύθια. Όχι μόνο τον χειμώνα, κοντά στη σόμπα με κάστανα ζεστά και φλούδες πορτοκάλι. Κάθε εποχή και κάθε στιγμή που τα ζητούσε. "Πες μου ένα παραμύθι, γιαγιά!" Και η γιαγιά ξεκινούσε για βασιλοπούλες και νεράιδες κι από ξένες χώρες βασιλιάδες κι αρχοντόπουλα πάνω στ' άτι... "Και μετά γιαγιά; Και μετά...;"

Και μετά το κορίτσι μεγάλωσε. Αλλά τα παραμύθια ήταν μέρος του πια. Είχαν γίνει ένα με το πετσί του. Τα είχε στο αίμα του. Πάντα κάποιο ήταν κατάλληλο για κάθε στιγμή και για κάθε  περίσταση και πάντα ζητούσε -και συχνά έβρισκε- αφορμή για πει κάποιο με τη σειρά της. Και όλοι έλεγαν πως είχε πάρει το ταλέντο από το Βανθάκι. Και πάντα σκεφτόταν να βάλει κάτω τον (ευμεγέθη) πισινό της και να (κατα)γράψει όλα αυτά τα υπέροχα, μοναδικά, παραδοσιακά παραμύθια -ή τουλάχιστον όσα από αυτά θυμόταν. Και η μέρα αυτή ήρθε και ήταν η σημερινή. Ή μάλλον η νύχτα.

Κι ενώ η μπιζελόσουπα βράζει και κοχλάζει για μου θυμίσει το βιαστικό Κουκί-Ρεβίθι, να σας συστηθώ: είμαι το Κορίτσι με τα Παραμύθια. Και λέω να ξεκινήσω με εκείνο παλιό παραμύθι του Γιάννη, του γιού του ψαρά που έγινε βασιλιάς...