Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 3

Μετά κι από το τελευταίο πάθημά τους οι χωρικοί ούτε ν' ακούσουν τ' όνομα του Ρεζίλη ήθελαν! Μόνο κάθουνταν και έστυβαν τα ξεροκέφαλά τους τί άλλο κακό να του κάμουν και πώς να τονε βγάλουνε από τη μέση. 

Ένα απόβραδο είχαν μαζωχτεί πάλι στον καφενέ του χωριού και συζητούσαν. "Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση!" έλεγαν "Να μας ρεζιλεύει έτσι ο Ρεζίλης!" 
"Να τονε σκοτώσουμε!" φώναζε ένας.
"Να τονε καρυδώσουμε!" φώναζε άλλος.
"Να τονε σφάξουμε!" φώναζε ένας τρίτος.
"Τέκνα μου!" πετιέται ο παπάς "Προς Θεού! Τί είναι αυτά που λέτε; Ό,τι θέτε κάντε, αλλά μη βάψετε το χέρια σας με αίμα!"
Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει, στο τέλος αποφάσισαν να τον πετάξουν στο ποτάμι. "Κι άμα ξέρει κολύμπι και δώσει δυο απλωτές και βγει έξω και γλιτώσει;" ρώτησε κάποιος. "Θα κάμω εγώ ένα κασόνι και θα τον κλείσουμε μέσα!" είπε ο μαραγκός. "Έτσι δεν θα μπορεί να κολυμπήσει!" Συμφώνησαν όλοι.  

Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, μαζεύτηκαν πάλι στο καφενείο ο δήμαρχος, ο δάσκαλος, ο χωροφύλακας κι ο παπάς -οι αρχές του τόπου σα να λέμε- και μια και δυο τράβηξαν στο σπίτι του Ρεζίλη να του πουν τί είχε αποφασίσει το χωριό. Χτύπησαν την πόρτα, άνοιξε η γυναίκα του Ρεζίλη, τους καλοδέχτηκε. Μέχρι καφέ τους έψησε και γλυκό συκαλάκι τους έβγαλε με κρύο νερό μπούζι! Ήρθε ο Ρεζίλης κάθισε μαζί τους.
"Πως από δω, συγχωριανοί;" τους ρώτησε.
"Το και το", του λένε. "Μετά και το τελευταίο καζίκι που μας σκάρωσες αποφασίσαμε να σε ρίξουμε στο ποτάμι."
Σαν τ' άκουσε η γυναίκα του έμπηξε τα κλάματα. 
"Μη κλαις, γυναίκα!" τη μάλωσε ο Ρεζίλης. "Αφού αυτό αποφάσισε το χωριό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα." 
Μετά γυρνάει προς τους συγχωριανούς τους και τους λέει "Αφού αυτό αποφασίσατε εγώ θα πάω πάσο, αλλά θα σας παρακαλέσω να φροντίσετε την οικογένειά μου."
"Μη σε νοιάζει, θα τη φροντίσουμε. Εσύ μόνο έλα αύριο το πρωί με το χάραμα στο ποτάμι, στη γέφυρα." είπαν κι έφυγαν.

Σαν ήρθε το επόμενο πρωί, με το χάραμα, ο Ρεζίλης αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και πήγε στο γεφύρι που τον περίμεναν οι χωρικοί. Σαν έφτασε κι είδε το ξύλινο κασόνι που τού 'χαν κάνει, χαμογέλασε.
"Ε, Ρεζίλη! Μην καθυστερείς!" του λεν. "Έμπα γρήγορα μέσα!"
Μπαίνει ο Ρεζίλης στο κασόνι, τον καρφώνουν από πάνω, πιάνουν, τον ρίχνουν στο ποτάμι, τον παίρνει το ρέμα.

Ξύλινο το κασόνι ήταν. Δεν βούλιαξε. Μόνο πήγαινε όπου πήγαινε και το ρέμα. Καθόταν μέσα ο Ρεζίλης και σκεφτόταν πώς θα γλίτωνε. Πέρασε έτσι η πρώτη μέρα μέσα στο κασόνι. Σαν ήρθε το πρωί, ξυπνάει ο Ρεζίλης και για μια στιγμή... Γκλιν, γκλιν, γκλαν.... ακούει. Ζώα! Κουδούνια από ζώα! Τώρα κατσίκια ήτανε, πρόβατα ήτανε...; Δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε όμως ήταν πως αφού άκουγε κουδούνια, πά' να πει πως ήτανε κοντά στην όχθη. Βάλθηκε τότε να φωνάζει: "Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω!" 

Ο τσομπάνος που είχε φέρει το κοπάδι να πιει νερό σαν άκουσε τις φωνές παραξενεύτηκε. Τέντωσε το αυτί να δει από που έρχονταν και τί έλεγαν. "Βρε, δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω!" συνέχιζε να σκούζει ο Ρεζίλης μέσα απ' το κασόνι. Σαν το είδε ο τσομπάνος και κατάλαβε πως από κει ερχόταν οι φωνές, κάνει έτσι με τη γκλίτσα του και τραβάει έξω το κασόνι. Το κοπανάει μια με τη γκλίτσα, πετιέται από μέσα ο Ρεζίλης. 
"Βρε, δεν την θέλω σας λέω! Δεν την παίρνω!" συνέχιζε να φωνάζει.
"Στάσου βρε, πατριώτη!" του λέει ο τσομπάνος. "Ποιά δεν θέλεις; Ποιά δεν παίρνεις;"
"Τη βεζυροπούλα! Θέλουν να με τη δώσουν με το ζόρι, αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν την παίρνω! Γι'αυτό μ'έβαλαν στη κασόνα μέχρι ν'αλλάξω γνώμη! Αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν παντρεύομαι σου λέω!"
"Εγώ την θέλω!" λέει ο τσομπάνος. 
"Ε, τότε να την πάρεις!" απαντάει ο Ρεζίλης.
"Πώς για θα γένει αυτό;" 
"Κοίτα: θα μπεις στο κασόνι κι εγώ θα σε ρίξω πάλι στο ποτάμι. Εσύ θα φωνάξεις 'την παίρνω!' και αυτό είναι όλο."

Αφελής καθώς ήταν ο τσομπάνος, μπαίνει στο κασόνι. Το πετάει στο ποτάμι ο Ρεζίλης, μέχρι να φωνάξει, είχε πάει στο... ψαροχώρι. Παίρνει τότε ο Ρεζίλης το κοπάδι τα γιδοπρόβατα, βάζει τη γκλίτσα στους ώμους και ξεκινάει με τα πόδια για το χωριό του. 

Σαν τον είδα από μακρυά οι χωριανοί νά 'ρχεται μ' ένα κοπάδι γιδοπρόβατα τά 'χασαν. Σαν ήρθε πιο κοντά έτριβαν τα μάτια τους. "Τί 'ναι αυτά βρε, Ρεζίλη;" τον ρωτάνε.
"Αχ, χωριανοί," λέει εκείνος. "Όταν με ρίξατε στο ποτάμι κατάλαβα πως δεν με θέτε στο χωριό σας. Το ποτάμι μ'έβγαλε στην θάλασσα και σαν έφτασα εκεί κάτω, στον πάτο, βρήκα ένα τόπο σαν παράδεισο! Χωράφια... ζώα... άλλο να σας λέω! Να, στα βιαστικά μάζεψα λίγα ζωντανά και ήρθα να πάρω την οικογένειά μου να πάμε να ζήσουμε στον πάτο της θάλασσας."

Σαν τ' άκουσαν αυτό οι συγχωριανοί του Ρεζίλη, ζήλεψαν. "Γιατί αυτός κι όχι κι εμείς;" σκέφτηκαν κι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο μπλουμ! μπλουμ! να πέφτουν στο νερό. Καθώς όμως δεν ήξεραν κολύμπι, πήγαν όλοι σαν βαρίδια, τσουπ! στο ψαροχώρι! Τελευταίος βούτηξε κι ο παπάς και σαν φουντάρισε, το καλυμμαύκι του έμεινε στον αφρό. Φώναζε απ' την όχθη η παπαδιά "Παπά! Ε, παπά! Βούτα πιο βαθυά! Να πιάσεις μαύρα πρόβατα να γνέσω το μαλλί να σε κάνω ράσα για το χειμώνα!"

Μετά από αυτό, ο Ρεζίλης πήρε όλες τις χήρες και τα ορφανά στην προστασία του. Και έστειλε τα παιδιά στο σχολείο και στην εκκλησία και τα έμαθε να είναι καλοί άνθρωποι, χωρίς ζήλιες και κακίες ο ένας για τον άλλο. 

Και ξαναγένηκε το χωριό απ' τα νέα παιδιά και ζήσαν όλοι καλά κι ο Ρεζίλης καλύτερα!

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 2

Σαν γύρισαν από την πόλη οι χωρικοί, μετά το κάζο που πάθανε, ήταν ακόμα πιο χολωμένοι με τον Ρεζίλη. Μαζεύτηκαν, το λοιπόν, μετά από λίγο καιρό στον καφενέ και λογιάζανε πώς θα τον βγάζανε από την μέση κι αυτόν και την οικογένειά του.

"Τέκνα μου!" είπε ο παπάς "προς Θεού! μην βάψετε τα χέρια σας με αίμα!"

Και τί πήγαν και σκέφτηκαν οι αθεόφοβοι! Να τονε σκάσουνε. Και πως θα το κάνανε αυτό; Τρέξαν όλοι στα σπίτια τους και πήρα μουρουνόλαδο. Μικροί-μεγάλοι, άντρες-γυναίκες, όλοι! Και πάνε μέσα στη νύχτα έξω από το σπίτι του Ρεζίλη και μια και δυο... το είχαν σκεπάσει τα σκατά μέχρι να πεις κύμινο. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, πάει να βγει έξω, δεν άνοιγε η πόρτα. Σκουντάει, ξανασκουντάει... Τίποτα. "Θα φράκαρε..." σκέφτεται. "Ε, δεν πειράζει," λέει με το νου του "θα βγω απ' το παράθυρο και θα την ξεφρακάρω..." Πάει ν' ανοίξει το παράθυρο, ούτε αυτό άνοιγε. Πονηρεύτηκε τότε, σου λέει "κάτι βρωμάει εδώ..." και πραγματικά είχε μια μπόχα, άλλο να σε λέω... Πιάνει, ξυπνάει τη γυναίκα του. "Γυναίκα," της λέει "το και το μας κάμανε οι συγχωριανοί."
"Και τί θα κάμωμε τώρα;" τον ρωτάει αυτή.
"Άκου τί θα κάμωμε: θα βγούμε από τον καμινάδα έξω. Μετά εσύ άναψε τον φούρνο και μη σε νοιάζει."

Πραγματικά, βγαίνουν έξω ο Ρεζίλης κι η γυναίκα του από την καμινάδα. Ανάβει η γυναίκα τον φούρνο και πιάνει ο Ρεζίλης το φτυάρι. Ανασκουμπώνεται κι αρχίζει να φτυαρίζει το σκατό στον φούρνο να το ξεράνει να το κάμει κοπριά. Σαν μεσημέριασε, είχανε τελέψει, με την κοπριά, την είχαν βάνει σε δώδεκα τσουβάλια. Πιάνει ο Ρεζίλης, φορτώνει τα σακιά με την κοπριά σε δώδεκα μουλάρια -γιατί σαν γύρισε πίσω με τον κλεμμένο από τους κλέφτες θησαυρό ξανάκανε το βιός του διπλό και τρίδιπλο κι είχε και χωράφια και ζώα πιο πολλά από τα πριν. Φορτώνει, που λες, τα σακιά σε δώδεκα μουλάρια, καβαλάει το άλογό του και παίρνει δρόμο. Σαν έφτασε στο γιοφύρι που' ταν στην άκρη του χωριού τον περίμεναν οι οι συγχωριανοί του. "Που πας, βρε Ρεζίλη;" τον ρώτησαν. "Ε, πού να πάω...; Εσείς πήγατε να με σκάσετε από τη ζήλια σας αλλά εγώ έκαμα το σκατό κοπριά και πάω να το πουλήσω στην πόλη μπας και βγάλω τα σπασμένα..." Γέλασαν οι χωρικοί, χαμογέλασε ο Ρεζίλης και τους άφηκε πίσω. Σαν βγήκε στη δημοσιά όμως δεν πήρε τον δρόμο που πήγαινε στην πόλη. Είχε πάρει ήδη να σουρουπώνει και η αγορά θα είχε κλείσει. Σκέφτηκε το λοιπόν, κι άλλαξε σχέδια.

Στην περιοχή είχε το κονάκι του ένας αγάς. Για κει τράβηξε ο Ρεζίλης να περάσει τη νύχτα με ασφάλεια. Να ζεσταθεί το κοκαλάκι του και να φάει κατιτίς. Άμα έφτασε, χτύπησε την πόρτα. Σαν του άνοιξαν και τον ρώτηξαν ποιός είναι τους είπε πως τάχα ήταν τελώνης του πασά κι πως είχε έξω δώδεκα μουλάρια φορτωμένα λίρες από τους φόρους που είχε μαζέψει και για να μην περάσει τη νύχτα έξω και τον ληστέψουν ζητούσε την προστασία του αγά. Σαν τ' άκουσε ο αγάς, του άνοιξε τις πόρτες διάπλατα και μπήκε στην αυλή ο Ρεζίλης με τα δώδεκα μουλάρια του. Πήγαν τα ζωντανά στο στάβλο. Τα δόκανε νερό φρέσκο και μπόλικο σανό, ξεφόρτωσε ο Ρεζίλης τα σακιά με την κοπριά και τ' άφηκε εκεί. Μετά πήγε με τον αγά και φάγαν και ήπιαν κοντά στο τζάκι που έτριζε. Κι άρχισε να ρωτάει ο Ρεζίλης τον αγά πως τά' βγαζε πέρα. Τού 'πε ο αγάς πως είχε ζώα πολλά και δεν είχε ανάγκη. Μάλιστα του ξομολογήθηκε πως είχε και γουρούνια. "Και τί τα ταΐζεις τα γουρούνια σου, αγά;" ρώτησε ο Ρεζίλης από περιέργεια. "Απ' όλα τρώνε!" καμάρωσε ο αγάς. Σαν τ' άκουσε αυτό ο Ρεζίλης κατέβασε μια ιδέα. Άμα κοιμήθηκαν όλοι στο κονάκι, κατέβηκε κρυφά και σε κάθε σακί κοπριά έχωσε ένα χρυσό φλουρί. Μετά πήγε κι αυτός και κοιμήθηκε μέχρι το πρωί.

Τα γουρούνια που ήταν δίπλα από τον στάβλο μύριζαν την κοπριά και ήταν ανήσυχα. Βγαίνει ένα, πάει και γρουτς-γρουτς σκίζουν ένα σακί, χύνεται έξω η κοπριά. Βγαίνει άλλο, πάει γρουτς-γρουτς σκίζει και το δεύτερο. Σιγά-σιγά βγήκαν όλα τα γουρούνια, πάνε τα σακιά με την κοπριά. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, κατεβαίνει στον στάβλο, βάνει τις φωνές: "Τρέξε, αγά μου! Τρέξε! Τα γουρούνια σου έγαφαν τις λίρες μου!" Τρέχει ο αγάς, προσπαθεί να τον ηρεμήσει. "Τί λες, άνθρωπέ μου; τρων τα γουρούνια λίρες; κάτι άλλο θα γένικε..." "Όχι, τα γουρούνια σου έφαγαν τις λίρες μου! Εσύ είπες ψες πως τρων απ' όλα!" επέμενε ο Ρεζίλης. Κάνει ένα βήμα βρίσκει μια λίρα μες στην κοπριά που ήταν σκορπισμένη παντού στην αυλή. "Να μια λίρα!" φωνάζει στον αγά. Πάει πιο εκεί, βρίσκει άλλη μια. Βρίσκει μια κι ο αγάς ο ίδιος. "Δεν ξέρω τί θα κάμεις, πρέπει να σφάξουμε τα γουρούνια σου να πάρω τα φλουριά πίσω, αλλιώς το λέω στον πασά..." Τρελάθηκες ο αγάς σαν τ' άκουσε. Κάλλιο είχε τον δώσει από τα δικά του τα φλουριά παρά να σφάξει τα ζωντανά -πιο πολύ θα του κόστιζε. "Κι άμα σου δώσω εγώ τις λίρες που φάγαν τα ζωντανά...;" "Ε, τότες αλλάζει το πράμα..." και τάχα δέχτηκε ο Ρεζίλης την προσφορά του αγά. Του φορτώνει ο αγάς δώδεκα μουλάρια λίρες και του δίνει κι ένα μουλάρι ακόμα κι ένα σακί φλουριά για κείνον, να το κρατήσει, να μην πει κουβέντα στον πασά για τα γουρούνια που φάγαν τις λίρες. Τον χαιρετά ο Ρεζίλης και φεύγει.

Κατά το μεσημεράκι έφτασε στο χωριό. Τον περίμεναν οι συγχωριανοί στην γέφυρα να δουν τι είχε κάνει στην πόλη. "Ε, Ρεζίλη," του παν σαν τον είδαν "τί έγινε στην πόλη;"
"Α, χωριανοί," λέει εκείνος χαμογελαστός όπως πάντα "εσείς κακό πήγατε να μου κάνετε, αλλά ο Θιός είναι μεγάλος! Να πούλησα την κοπριά και γύρισα."
"Και πόσο την πούλησες;"
"Μια λίρα το σκατό."
"Ψέματα λες!"
"Τί ψέματα, να κοιτάτε άμα δεν με πιστεύετε: με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα κοπριά με δεκατρία γυρίζω κι όλα φορτωμένα λίρες!"
Κοιτάν οι χωρικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους.

Τους δάγκωσε πάλι η ζήλια, παν στα σπίτια τους! Παίρνουν ό,τι καθαρτικό βρίσκουν μπροστά τους και τους πήγε τρεις και πέντε... Μαζεύουν το σκατό, το κάνουν κοπριά. Την άλλη μέρα ξεκινάν για την πόλη. Πάνε ίσια στην αγορά κι αρχίζουν να διαλαλούν την πραμάτια τους. Και ποιοί ενδιαφέρονται να αγοράσουν κοπριά; Οι μπαχτζεβαναίοι, αυτοί που έχουν κήπους, μποστάνια... Πάνε, τους ρωτάνε πόσο πουλάνε την κοπριά για να κάμουν συμφωνία.
"Μια λίρα το σκατό!" απαντάνε οι συγχωριανοί του Ρεζίλη.
"Βρε, μπας κι είστε τρελοί;" ρωτάνε οι μπαξεβάνηδες.
"Όχι, μια λίρα το σκατό! Κι αν σας αρέσει!" επέμεναν οι χωριανοί.
Συνεννοούνται τότε οι άλλοι και τους δίνουν ένα ξύλο... Τόσες έφαγαν οι χωριανοί όσες τρώει ένα νταούλι σ' έναν γάμο! Και τους πήραν και την κοπριά τσάμπα.

Γύρισαν πίσω στο χωριό τους και δαρμένοι και χαμένοι και ήτανε πυρ και μανία με τον Ρεζίλη. Ήθελαν οπωσδήποτε να τον εξαφανίσουν! Τώρα πιο πολύ από πριν!

Συνεχίζεται...


Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 1

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη...
Κλώτσο έδωσα γερό!
Παραμύθι αρχινώ!

Μια φορά κι ένα καιρό σ' ένα πλούσιο χωριό  έφτασε ένας άνθρωπος με την γυναίκα του και τα παιδιά του. Είχε φύγει από τον τόπο του που ήταν φτωχός κι η γης δεν έδινε γεννήματα και έψαχνε ένα τόπο να μείνει, να βρει την τύχη του. Βρήκε μια γωνιά κι έχτισε το σπιτάκι του. Σαν ζήτησε από τους προεστούς του χωριού ένα χωραφάκι, εκείνοι του έδειξαν ένα χερσότοπο. "Ευχαριστώ πολύ!" είπε εκείνος και με τη γυναίκα του και τα παιδιά του κούτσου-κούτσου άρχισαν να καθαρίζουν το μέρος. Το όργωσαν, το έσπειραν και όταν ήρθε η εποχή θέρισαν και πούλησαν τον καρπό στην πόλη. Με τα λεφτά που έβγαλαν, πήραν μερικά ζώα: δυο κότες για τα αυγά, μια αγελάδα για το γάλα, ένα γαϊδουράκι για να πηγαίνουν στον μύλο. Προκομμένη ήταν η οικογένεια όλη και γρήγορα αυγάτισαν το βιός. Πήραν και δεύτερο χωράφι, και μετά και τρίτο. Πήραν κι άλλα ζώα. Και κάθε χρόνο πρόκοβαν όλο και περισσότερο. Το χωριό όμως που ήταν πλούσιοι αλλά μίζεροι άνθρωποι, άρχισε να ζηλεύει και από τη ζήλια τους που τον έβλεπαν να προκόβει όλο και περισσότερο κάθε χρόνο, τον φώναζαν Ρεζίλη. Αυτόν όμως δεν τον πείραζε. Μ' όλους είχε παρτίδες και όταν του καλημέριζε κι εκείνοι του αντιγύριζαν "Καλημέρα, Ρεζίλη!" εκείνος χαμογελούσε πλατιά. 

Και περνούσε ο καιρός κι ο Ρεζίλης κι η οικογένειά του ήταν από τους πιο πλούσιους του χωριού -καρφί στα μάτια των συγχωριανών του που σιγά-σιγά άρχισαν να σκέφτονται πως θα του έκαμαν κακό. Δεν μπορεί αυτός που ήρθε ξυπόλυτος απ' του διαόλου τη μάνα να πρόκοψε τόσο πολύ κι αυτοί που ήταν από τον τόπο να έμεναν στα ίδια. 

Μαζεύτηκαν λοιπόν, ένα βράδυ στο καφενείο και συζητούσαν πως να τον διώξουν απ' το χωριό τους, γιατί λέει, τους ντρόπιαζε... "Να τον σκοτώσουμε!" είπε ο πρόεδρος. "Όχι! Όχι!" φώναξε ο παπάς "Ό,τι θέλετε κάνετε, τέκνα, αλλά προς Θεού! μη βάψετε τα χέρια σας με αίμα ανθρώπου!" "Τότε να σφάξουμε όλα τα ζωντανά του!" πετάχτηκε ο μπεχτζής (που πα να πει ο αγροφύλακας) "Άμα δεν έχει τα ζωντανά του, θα αναγκαστεί να φύγει απ' τον τόπο μας!" Συμφώνησαν όλοι, πάνε και σκοτώνουν όλα τα ζώα του Ρεζίλη. Το κοπάδι τα γιδοπρόβατα, τα γουρούνια, τις κότες... τίποτα δεν άφησαν. Ξυπνάει το άλλο πρωί η γυναίκα του Ρεζίλη, βγαίνει έξω να πάει προς νερού της, τι να δει! Ούτε ζώο ούτε πουλί είχε μείνει. Φωνάζει τον Ρεζίλη να δει το κακό που τους είχε βρει. Βγαίνει εκείνος έξω, βλέπει τη γυναίκα του να κλαίει. "Μη κλαις γυναίκα" της λέει. "Ο Θεός μεγάλος είναι και δεν θα μας αφήσει έτσι. Έλα να γδάρουμε τα ζώα και θα πάω να πουλήσω τα τομάρια την πόλη. Και με τα χρήματα θα πάρουμε καινούρια ζώα και θα ξανακάνουμε το βιός μας."

Και πιάνουν μια και δυο ο Ρεζίλης κι η γυναίκα του και γδέρνουν τα ζώα που είχαν σφάξει οι συγχωριανοί του. Τα τεντώνουν, τα στεγνώνουν, σαν ήταν έτοιμα, τα φορτώνεται ο Ρεζίλης και ξεκινάει για την πόλη. Στο γιοφύρι απάνω τον περίμεναν οι συγχωριανοί του. Σαν τον είδαν από μακριά άρχισαν να γελάνε. "Πού πας βρε καημένε, Ρεζίλη;" τον ρώτησαν σαν πλησίασε. "Ε, να, στην πόλη πάω να πουλήσω τα δέρματα..." απάντησε εκείνος χαμογελαστός. Ξεμάκρυνε ο Ρεζίλης, ακόμα γελούσαν οι συγχωριανοί του.

Εκεί που πήγαινε μέσα στο δάσος μοναχός του, ακούει πίσω από κάτι θάμνους μια φωνή: "Να μπανά! Σα μπανα! Να μπανα! Σα μπανά!" Αφήνει κάτω το φορτιό του, πλησιάζει σιγά-σιγά, κάνει έτσι τα κλαδια, τί να διει: δυο λησταρχαίοι είχα μπροστά τους τρία μπαούλα λίρες και τα μοίραζαν. "Πάρε εσύ! Παίρνω εγώ!" αυτό έλεγαν. Σκέφτεται λίγο ο Ρεζίλης και μετά αρχίζει να φωνάζει: "Εεεεε! Γιάννη! Κώστα! Παύλο! Πάτε από την άλλη μεριά! Εσύ Δημητρό, μαζί μου! Εδώ είναι οι παλιοκλεφταραίοι! Τους πιάσαμε!" Σαν άκουσαν τις φωνές οι κλέφτες φοβήθηκαν. Παράτησαν τα μπαούλα με τις λίρες  κι όπου φύγει, φύγει... Πάει τότε ο Ρεζίλης, παίρνει δυο χούφτες λίρες, τις βάνει στις τσέπες του. Μετά κρύβει καλά τα μπαούλα και τραβάει στην πόλη. Αγοράζει τρία καλά αλόγατα. Γυρνάει στο δάσος, εκεί που είχε κρύψει τα μπαούλα με τις λίρες, τα φορτώνει στα ζώα. Ξεκινάει να γυρίσει πίσω στο χωριό του.

Σαν πήρε να βραδιάζει έφτασε στο γιοφύρι καμαρωτός πάνω στ' άλογο. Σαν τον είδαν οι χωριανοί έτριβαν τα μάτια τους.
"Τί έγινε, Ρεζίλη στην πόλη; Πούλησες τα δέρματα;" τον ρώτησαν.
"Αν τα πούλησα; Δεν βλέπετε εδώ; Τρία μπαούλα λίρες έκαμα απ' τα τομάρια!"
"Μα είναι δυνατόν βρε, Ρεζίλη; Τόσες λίρες από τα δέρματα; Πόσο τα πούλησες;"
"Μια λίρα, μια τρίχα!"
"Μας κοροϊδεύεις;"
"Μπα, σε καλό σας! Δείτε και μόνοι σας τις λίρες! Α, συγχωριανοί, εσείς πήγατε να με βλάψετε, αλλά δεν πειράζει. Να που ο Θεός είναι μεγάλος και με ξεπλήρωσε!"
Και λέγοντας αυτά πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

Χωρίς να σκεφτούν οι χωριανοί, τυφλωμένοι από την ζήλια τους, πάνε σφάζουν όλα τα ζωντανά τους και την άλλη μέρα κατεβαίνουν στην πόλη. Πάνε στην αγορά να πουλήσουν τα δέρματα. Και ποιός αγοράζει δέρματα; Οι ταμπάκηδες, αυτοί που φτιάχνουν παπούτσια, οι βυρσοδέψες. Πάνε αυτοί που θέλαν το εμπόρευμα, λοιπόν, και τους ρωτάνε πόσο πουλάν τα δέρματά τους. "Μια λίρα, μια τρίχα!" λεν οι χωρικοί. "Βρε, τρελοί είστε;" λεν οι ταμπάκηδες. "Όχι. Αυτή είναι η τιμή μας: μια λίρα μια τρίχα! Κι αν σας αρέσει!" επέμεναν οι χωρικοί που'χαν ζηλέψει την τύχη του Ρεζίλη. Αλλά οι ταμπάκηδες που δεν σήκωναν και πολλά, συνεννογιούνται και τους πλακώνουν στο ξύλο. Τους παίρνουν και τα δέρματα τσάμπα. Δαρμένοι γύρισαν στο χωριό και ούτε λίρα τσακιστή στο κεμέρι τους.

Τέτοιο χουνέρι που έπαθαν δεν θα το άφηναν έτσι.

Συνεχίζεται... 

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Τα τρία μιτζίτια που έκαψαν την Πόλη -2

Κι αφού συνεννοήθηκε ο Γιάννης με τους καταστηματαρχέους τραβάει μια και δυο για το λουτρό. Εκείνη τη μέρα ήτανε Σάββατο και υπήρχε νόμος από παλιά κάθε Σάββατο να είναι ελεύθερη η είσοδος στα λουτρά για τον καθένα, ακόμα και για τους πολύ φτωχούς, αυτούς που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Σαν είδε ο Αλής τον Γιάννη έτσι όπως ήταν κουρελής και βρωμιάρης, στράβωσε τα μούτρα του.  Αλλά τί να κάνει; Ο νόμος είναι νόμος. Τού 'δωκε ένα παλιό, τρύπιο μπουρνούζι και κάτι παλιά, σπασμένα τσόκαρα και τον άφηκε να περάσει παραμέσα. Κι όσο ο Γιάννης έπαιρνε το λουτρό του, περνούσε η ώρα και στις δώδεκα ακριβώς νάσου ο μάγερας μ' ένα τεράστιο νταμπλά γεμάτο όλα τα καλά. Στάθηκε ωραία-ωραία μπροστά στο χαμάμ κι άρχισε να φωνάζει: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" που πα' να πει: "Προσέξτε εδώ κι ακούστε καλά! Το βασιλόπουλο των Ινδιών έφτασε στη Πόλη!" Κι είχε μια φωνή! Καμπάνα! Όλος ο μαχαλάς τον άκουγε. Βγήκε έξω ο παραγιός του Αλί να δει τί γίνεται. Μέχρι να πάει να πει στο αφεντικό για τον μάγερα που' χε μπαστακωθεί και δεν έλεγε να φύγει μπροστά από το λουτρό, νάσου εμφανίζεται και ο ποτοποιός με ποτά και ροσόλια πιο πολλά κι απ' τα νερά του Βοσπόρου. Και βάλθηκε να φωνάζει κι αυτός: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" Βάλθηκε ο Αλής να τους διώξει: "Βρε άνθρωποι του Αλλάχ! Τρελοί είσατε; Ποιός πρίγκηπας των Ινδιών και κουραφέξαλα;..." Και πάνω που έλεγε αυτά και άλλα τέτοια νάσου έρχεται και ο ζαχαροπλάστης κι αρχινάει κι αυτός τα "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" Κι όσο τους έδιωχνε ο χαμαμτζής τόσο τον χαβά τους αυτοί: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" "Ακούσατε! Ακούσατε! Ο πρίγκηπας των Ινδιών ήρθε να δοκιμάσει την φιλοξενία του τόπου μας!" "Βρε τι μου τσαμπουνάτε; Κανείς δεν είναι στο λουτρό! Ένας αλήτης είναι μέσα μόνο...."

Κοντοστάθηκε για ένα λεπτό ο Αλής και σκέφτηκε: "Βρε μπας κι έχουν δίκιο αυτοί οι τρεις; Βρε μπας κι είναι πρίγκηπας αυτός που' ναι μέσα και μού' ρθε σαν αλήτης για να με δοκιμάσει...;" Πιάνει αμέσως και στέλνει με τον παραγιό του μήνυμα στο σεράι "το και το: το βασιλόπουλο των Ινδιών ήρθε να δοκιμάσει την φιλοξενία του τόπου μας και τώρα είναι στο λουτρό μου σαν αλήτης. Στείλτε του γρήγορα ό,τι χρειάζεται!"  Σαν τ' άκουσε ο σουλτάνος, αμέσως διέταξε να φορτώσουν σε άμαξες ρούχα μεταξωτά και παπούτσια χρυσά και είπε να ετοιμαστεί τιμητική συνοδεία και ένα τάγμα φρουροί αραπάδες για τον διάδοχο του θρόνου των Ινδιών. Μετά ανέβηκε στην χρυσή του άμαξα και όλοι μαζί πήγαν στο χαμάμ του Αλή και περίμεναν τον Γιάννη να τελειώσει το λουτρό του.

Τό 'ξερε ο Γιάννης πως έτσι θα γινότανε και δεν βιαζόταν. Πήρε το λουτρό του, καθαρίστηκε, τρίφτηκε, αρωματίστηκε... Σαν ζήτησε τα ρούχα του από τον χαμαμτζή, τάχα σα να μην ήξερε τί είχε συμβεί, εκείνος τού' φερε τα χρυσά και τα μεταξωτά. Και ντύθηκε ο Γιάννης και στολίστηκε και όταν βγήκε έξω έμοιαζε πρίγκηπας σωστός! Είχε λεβέντικη κορμοστασιά, και τώρα καθαρός και στολισμένος που ήταν κανείς δεν γνώριζε τον Γιάννη τον μεθύστακα. Όλοι έβλεπαν μπροστά τους το βασιλόπουλο απ΄τις Ινδίες. Χαιρέτησε ο σουλτάνος τον Γιάννη σα νά' ταν στ' αλήθεια βασιλόπουλο, αντιχαιρέτισε ο Γιάννης κατά πώς έπρεπε, γιατί όπως είπαμε και μεγαλωμένος με τρόπους και αρχές ήταν και σπουδαγμένος. Και σαν τέλειωσαν οι χαιρετισμοί ανέβηκε στην άμαξα την χρυσή μαζί με τον σουλτάνο και πήγαν στο παλάτι.

Σαν έφτασαν στο παλάτι, φιρμάνι έβγαλε ο βασιλιάς ν' αρχινέψουν οι γιορτές και τα πανηγύρια. Και Δώσ' του πυροτεχνήματα και ' να βαράν τα κανόνια για να τιμήσουν τον Ινδό πρίγκηπα και δώσ' του λαμπαδηδρομίες! Να καίγεται η Πόλη απ' την μια άκρη μέχρι την άλλη και ρουθούνι να μην έχει ανοίξει! Αυτά έβλεπε ο Γιάννης απ' το παράθυρό του και χαιρόταν γιατί είχε καταφέρει και την Πόλη να κάψει με τα τρία μιτζίτια και κανείς να μην πάθει τίποτα. Κι αν του έλεγε τίποτα η βασιλοπούλα όταν τον συναντούσε, θα της έλεγε τότενες κι αυτός!

Μα σαν κάθισαν να φαν στο βασιλικό τραπέζι και φώναξε βασιλιάς τη γυναίκα του και την κόρη του, εκείνη δεν γνώρισε τον Γιάννη τον μεθύστακα που τού' χε δώσει τις τρεις λίρες για να κάψει την Πόλη. Τον πέρασε κι αυτή για το βασιλόπουλο από τις Ινδίες κι όλο τον ρωτούσε για την πατρίδα του. Και καθώς ήταν σπουδαγμένος ο Γιάννης και ταξιδεμένος της έλεγε κι όλο της έλεγε. Και τον άκουγε εκείνη με το στόμα ανοιχτό.

Και καθώς τον είχαν για το πριγκιπόπουλο των Ινδιών, τον κάλεσε ο σουλτάνος στο συμβούλιο την άλλη μέρα. Και άκουγε ο Γιάννης προσεκτικά και όταν τον ρώτηξαν, είπε τη γνώμη του και όλοι θαύμαξαν τη σύνεση και την σοφία των λόγων του. Το βράδυ πιάνει ο βασιλιάς μιλάει στην γυναίκα το: "Το και το, σουλτάνα μου: μεγάλη σύνεση έδειξε στο συμβούλιο ο Ινδός πρίγκηπας και όλοι τον θαύμαξαν. 'Ομορφος είναι, μυαλομένος είναι και μια μέρα θα γίνει βασιλιάς των Ινδιών. Τί λες να τον κάνουμε γαμπρό μας και γιο μας και να ενώσουμε τα δύο βασίλεια;"
"Καλά λες, άντρα μου" λέει η σουλτάνα. "Θα το πω στην κόρη μας και θα κανονίσουμε τους γάμους το συντομότερο."  Και πιάνει το ίδιο βράδυ την κόρη της και της μιλά: "Τί λες, κόρη μου, σ' αρέσει ο Ινδός να τον πάρεις άντρα σου;"
"Μ'αρέσει, ανάμ!"
Το λέει η σουλτάνα στον σουλτάνο.

βασίλειά μας. Τί λες; Δέχεσαι;"

Τόμπολα! Τί να πει τώρα ο Γιάννης; Αρχίζει και σοβαρεύει πολύ το πράμα.
"Πατισάχ μου," του λέει "πολύ με τιμά η πρότασή σου και την κόρη σου ποιός δεν θα την έπαιρνε για γυναίκα του, αλλά εδώ μου μιλάς για να ενώσουμε τα βασίλεια και για τέτοιο μεγάλο θέμα πρέπει να λάβει γνώση κι ο πατέρας μου..."
"Πες εσύ το ναι και μη σκας!" του λέει ο σουλτάνος. "Θα στείλω τώρα αμέσως αγγελιοφόρο στις Ινδίες!" Σκέφτεται ο ο Γιάννης "Ένα μήνα θα κάνει να πάει ο αγγελιοφόρος στις Ινδίες κι άλλον ένα μήνα να γυρίσει. Έχω καιρό να γλιτώσω το κεφάλι μου..." και λέει το ναι. Πιάνει αμέσως ο σουλτάνος και γράφει γραφή στον βασιλιά των Ινδιών και την στέλνει την ίδια στιγμή.

Σαν έφτασε ο αγγελιοφόρος στις Ινδιές και διάβασε τη γραφή ο βασιλιάς, φωνάζει τη βασίλισσα. "Βρε, γυναίκα," της λέει "έχουμε εμείς παιδιά;"
"Τί λες, βασιλιά μου, να σε χαρώ;" απόρησε η μαχαρανή. "Με τον πόνο μου παίζεις; Αφού ξέρεις πως δε μας δώσαν παιδιά οι θεοί..."
"Για διάβασε τότε εδώ και πες μου τη γνώμη σου" της λέει και της δίνει τη γραφή.
Διαβάζει η μαχαρανή, απόρησε ακόμα πιο πολύ.
"Θα στείλω γραφή στον σουλτάνο να του πάρει το κεφάλι του απατεώνα!"
 "Άντρα μου, αυτά σοβαρά πράματα είναι. Αυτός ο άνθρωπος όποιος κι αν είναι, πέρασε για πρίγκηπας των Ινδιών, που πα να πει πως κι έξυπνος είναι και μορφωμένος για να μπορεί να σταθεί στο παλάτι. Κι ο Σουλτάνος είναι ενθουσιασμένος μαζί του. Αν του γράψεις κατά πως λές μπορεί να θυμώσει πως τον κοροϊδέψαμε και να έχουμε πόλεμο. Γράψε γραφή πως δεχόμαστε τον γάμο και άμα γίνει, θα στείλουμε τον στόλο μας να φέρουν γαμπρό και νύφη. Και τότε τον σκοτώνουμε εμείς τον πεζεβέγκη."
"Καλά λες, γυναίκα!" λέει ο μαχαραγιάς και πιάνει και γράφει γραφή να γίνουν οι γάμοι όπως αρμόζει.

Περνούσε ο καιρός και σκεφτόταν ο Γιάννης πώς θα γίνει να γλιτώσει το κεφάλι του. Μόλις διαβάσει την γραφή ο βασιλιάς των Ινδιών θα στείλει απάντηση πως είναι απατεώνας και τότε θα του πάρουν το κεφάλι... Πάνω στους δυο μήνες εκεί που καθόταν στο παράθυρο, βλέπει να μπαίνει από την πύλη ένας καβαλάρης. Ο αγγελιοφόρος. "Ως εδώ ήταν..." σκέφτεται. "Τώρα, πάει το κεφάλι μου..."
Σαν διαβάζει ο σουλτάνος την απάντηση από τις Ινδίες καταχάρηκε. Φωνάζει τον Γιάννη και του δείχνει τα μαντάτα. Από τη μια απόρησε ο Γιάννης από την άλλη σκεφτόταν πως αφού δεν θα του πάρουν το κεφάλι στην Πόλη, θα του το πάρουν στις Ινδίες. Αλλά μέχρι τότε είχε καιρό. Για την ώρα έπρεπε να ετοιμαστεί για τον γάμο.

Και τί γάμο! Βασιλικό! Πυροτεχνήματα, λαμπαδηδρομίες, κανόνια να βαράνε! Έγινε η νύχτα μέρα! Ένα μήνα καιγότανε η Πόλη απ' τα γιορτάσια! Και νάτανε μόνον αυτό; Γιορτές και πανηγύρια είχαν και στις Ινδίες! Κι εκεί πυροτεχνήματα κι εκεί να καίγεται η χώρα απ' άκρη σ' άκρη!Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που έκαιγε την Πόλη ο Γιάννης και μαζί έκαιγε και τις Ινδίες!

Και νάσου φτάνει η Ινδική αρμάδα στο λιμάνι! Δώστου πάλι κανόνια να βαράνε χαιρετισμό. Δώστου ν' απαντάει ο τούρκικος στόλος με άλλα κανόνια. Ανεβαίνουν στο καράβι ο Γιάννης κι η βασιλοπούλα, φορτώνουν και δώρα βασιλικά για τους μαχαραγιάδες των Ινδιών και ξεκινάνε.

Σαν φτάσανε στις Ινδίες και πήγαν στο παλάτι τους περίμενε το βασιλικό ζευγάρι. Χαιρέτησε ο Γιάννης σας γιος και πρίγκηπας, χαιρέτησε η βασιλοπούλα και αρχίνεψαν άλλες γιορτές κι άλλα πανηγύρια. Ένα μήνα γιορτάζανε την επιστροφή και τον γάμο του πρίγκηπα στις Ινδίες. Σαν πέρασε ο μήνας αυτός, ένα βράδυ, αφού απόφαγαν, παίρνει η μαχαρανή τη νύφη της κι αφήνει τον Γιάννη μόνο με τον μαχαραγιά. "Τώρα που μείναμε μόνοι μας," λέει ο μαχαραγιάς τον Γιάννη "πες μου ποιός είσαι και γιατί τα έκανες όλα αυτά πριν σου πάρω το κεφάλι." "Θα σου πω, μαχαραγιά μου," λέει ο Γιάννης "κι εσύ αποφάσισε κατά πώς πρέπει." Και πιάνει και του λέει όλη την ιστορία: πώς ήταν από πλούσια οικογένεια, πώς πήγε να σπουδάσει, πώς έχασε όλη του την περιουσία προσπαθώντας να βοηθήσει τους συμπατριώτες του, πώς κατάντησε μεθύστακας και μπεκρής, πώς έφτασε να ζητάει τρία μιτζίτια για να κάψει την Πόλη. Πώς όταν τού' δωκε η βασιλοπούλα τις τρεις λίρες για να κάψει την Πολη, αλλιώς θα του έπαιρνε το κεφάλι, εκείνος σκέφτηκε αυτόν τον τρόπο για να μην κάμει κακό σε κανέναν. Όλα του τά' πε. Κι άγουγε ο μαχαραγιάς και θαύμαζε. "Καλά," του είπε στο τέλος."Θα το σκεφτώ απόψε κι αύριο θα σου πω την απόφασή μου." "Όπως επιθυμείς, βασιλιά μου!" απάντησε ο Γιάννης.

Σαν πήγε στην κρεβατοκάμαρη, πιάνει την βασιλοπούλα και την ρωτάει: "Ξέρεις ποιός είμαι εγώ, γυναίκα;" "Μπά σε καλό σου! Ο πρίγκηπας των Ινδιών, άντρα μου!" απαντάει εκείνη.
"Όχι."
"Πώς όχι;"
"Θυμάσαι πριν έξι μήνες, έναν μεθύστακα που φώναζε στην πλατεία πως αν είχε τρία μιτζίτια θα έκαιγε την Πόλη; Κι εσύ του έδωσες τρεις λίρες και του είπες πως αν δεν το κάνει σε τρεις μέρες, θα του έπαιρνες το κεφάλι;"
"Κάτι θυμάμαι..."
"Ε, αυτός ο μεθύστακας είμαι εγώ. Δεν με πήγαινε η καρδιά να βάλω φωτιά και να κάψω κι ανθρώπους μαζί με τα κτίρια και βρήκα άλλον τρόπο να την κάψω. Και την έκαψα δυό φορές και μαζί με την Πόλη έκαψα και τις Ινδίες."
"Αν το έκανες αυτό αξίζεις δυο φορές να είσαι άντρας μου!" του απάντησε τότε η βασιλοπούλα.

Σαν πήγε ο μαχαραγιάς στην δική του κρεβατοκάμαρη πιάνει και λέει στην μαχαρανή ό,τι τού' χε διηγηθεί ο Γιάννης. "Τί κάνουμε τώρα;" ρωτάει "Άντρα μου," του λέει η μαχαρανή "εμείς παιδιά δεν αξιωθήκαμε και κατά πώς τα λες αυτός ο Γιάννης είναι σπουδαγμένος κι άξιος. Και ένα μήνα τώρα που είναι εδώ φάνηκε συνετός και καλός. Εγώ λέω να τον κάνουμε γιο μας στ' αλήθεια."

Και πραγματικά, ο βασιλιάδες των Ινδιών έκαναν γιο τους τον Γιάννη και σαν ήρθε η ώρα, ο Γιάννης έγινε μαχαραγιάς και έζησε με τη γυναίκα του χρόνια πολλά, μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!