Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Η ιστορία του Δερβίς Μπαμπά ή πως ο γιος της χήρας πήρε της κόρη του άρχοντα - 1

Μια φορά κι έναν καιρό σ' μια πολιτεία, όχι πολύ μακρυά από δω, ζούσε μια χήρα, η κυρά-Βάγια. Η κυρα-Βάγια είχε ένα παιδί, ένα αγόρι, που τονε λέγανε Γιώργη. Φτωχιά καθώς ήτανε, από τότε πού 'χε χάσει τον άντρα της ξενοδούλευε για ν' αναθρέψει τον μοναχογιό της και να μην του λείψει τίποτες. Δούλευε όπου έβρισκε: στα χωράφια, στα πλουσιόσπιτα... Μέχρι που πήγαινε στου άρχοντα την κουζίνα και ζύμωνε ψωμί! Και σαν το ψωμί της κυρά-Βάγια ούτε ο βασιλικός φούρναρης δεν έκαμνε! Που όταν άναβε τον φούρνο η χήρα και τον εμπούχιζε με τα μυρωδικά της, όλη η πολιτεία ήξευρε πως η χήρα έψηνε ψωμί! Και τέτοια συμφωνία είχε κάνει με τον άρχοντα, κάθε φορά που πήγαινε να ζυμώσει, δεν έπλενε τα χέρια της πριν φύγει. Μονάχα έφευγε με τα ζυμάρια στα χέρια και σαν γύρναγε σπίτι της, τότες τα ξέπλενε κι έφτιαχνε ένα κουρκούτι για να φάει ο γιος της, ο Γιώργης -κι εκείνη ας έμενε νηστικιά...

Και πέρναγαν έτσι τα χρόνια και μεγάλωνε ο Γιώργης. Έβγαλε το σχολειό κι ο δάσκαλος είχε να το λέει, πόσο μελετηρός ήταν και πόσο ξύπνιος. Άντρεψε ο Γιώργης κι έγινε σαν τα κρύα τα νερά. Ψηλός και ρωμαλέος, να πιάσει την πέτρα να τη στύψει! Φτυστός ο μακαρίτης ο άντρας της κυρά-Βάγιας ήτανε! Τον έβλεπε η μάνα του και τον καμάρωνε. Κι ήρθε ο καιρός του να παντρευτεί κι όλο του έκανε κουβέντα απ'όξω-απ'όξω η κυρά-Βάγια να βρει μια καλή κοπέλα να νοικοκυρευτεί. Μια μέρα πιάνει και λέει στη χήρα: "Μάνα, καιρό τώρα με λες πως ήρθε ο καιρός μου να παντρευτώ και να νοικοκυρευτώ..." Τέντωσε τ' αυτί της η κυρά-Βάγια εκεί που ζύμωνε.
"Μάνα," συνέχισε ο Γιώργης "βρήκα τη γυναίκα που θα πάρω!"

Πέταξε από την χαρά της η χήρα. έτρεξε κι αγκάλιασε τον γιο της κι από την χαρά της ούτε τα χέρια της σκούπισε.
"Και ποιά να σε χαρώ θα γίνει νύφη και κυρά στο φτωχικό μας;" τον ρώτησε.
"Η μοναχοκόρη του άρχοντα!" απάντησε ο Γιώργης.
 Σάστισε η κυρά-Βάγια. "Τί λες, γιε μ'; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Διες, μα'θες, πόσο φτωχοί είμαστε! Πώς θα σε δώσει ο άρχοντας την μοναχοκόρη του;"
"Θα με τη δώσει!" επέμενε ο Γιώργης. "Να πας αύριο να τη ζητήσεις!"

Κάθισε, σκέφτηκε η χήρα: "Αύριο όχι, aμά την Κυριακή, μετά τη λειτουργιά στην Φανερωμένη, θα πάω, κι ας βάλει ο Θιός το χέρι του!" Δεν ήθελε, βλέπεις, να κακοκαρδίσει τον γιο της. Και πράγματι, σαν ήρθε η Κυριακή, έβαλε την καλή της την μπόλια και μετά τη λειτουργιά κίνησε μια και δυο για το σπίτι του άρχοντα. Κυριακή ήτανε και κάθε τέτοια μέρα ο άρχοντας έβλεπε όποιον ζητούσε να τον δει είτε πλούσιος ήταν είτε φτωχός. Έτσι, σαν ήρθε η σειρά της χήρας, μπήκε στην μεγάλη κάμαρη και προχώρησε θαρρετά. Στάθηκε μπροστά στον άρχοντα και του είπε πως είχε πάει να ζητήσει το χέρι της κόρης του για τον μοναχογιό της, τον Γιώργη. Σαν τ' άκουσε ο άρχοντας γέλασε στα κρυφά, αλλά παίρνοντας ύφος σοβαρό είπε στην κυρά-Βάγια "Πες αύριο το πρωί στο γιο σου να έρθει ο ίδιος να μου ζητήσει την θυγατέρα μου, την μονάκριβη και θα σκεφτώ άμα του τη δώκω."

Παραξενεύτηκε η χήρα με την απάντηση του άρχοντα, μιας και δεν την περίμενε. Πού να σκεφτεί πως εκείνος σκόπευε να περιπαίξει τον κανακάρη της. Σαν πήγε σπίτι και είπε τα νέα τον Γιώργη, εκείνος πέταξε τη σκούφια του. Μάτι δεν έκλεισε όλο το βράδυ από την αγωνία του. Σαν ξημέρωσε ο Θεός την μέρα, νίφτηκε, έβαλε τα καλά του και τράβηξε ίσα στον άρχοντα. Σαν είπε στην πύλη ποιός είναι, τον οδήγησαν αμέσως στον άρχοντα.
"Εσύ είσαι ο γιος της χήρας;" τον ρώτησε εκείνος σαν τον είδε.
"Εγώ είμαι!" απάντησε ο Γιώργης θαρρετά.
"Και τί θες από μένα;" ρώτησε ο άρχοντας.
"Θέλω τη θυγατέρα σου να την κάμω γυναίκα μου!" είπε εκείνος.
Γέλασε ο άρχοντας.
"Γιατί γελάς, άρχοντά μου;" ρώτησε ο Γιώργης.
"Γελώ γιατί δεν ξέρω πώς θα τη ζήσεις" απάντησε. "Η θυγατέρα μου είναι μία και την έχω μοσχαναθρεμμένη! Δεν την έχει λείψει ποτές τίποτα! Με του πουλιού το γάλα τη μεγάλωσα! Εσύ τί έχεις να της δώσεις;"
"Την καρδιά μου!" απάντησε ο Γιώργης. "Το μυαλό μου και τα χέρια μου!"
"Συμπάθα με τότε, γιε μου," είπε ο άρχοντας "μα πριν πω το 'ναι' θέλω να δοκιμάσω την καρδιά σου, το μυαλό σου και τα χέρια σου και να δω αν αξίζουν της θυγατέρας μου."
"Ό,τι με πεις θα το κάνω, άρχοντά μου!" φώναξε ο Γιώργης χωρίς να το καλοσκεφτεί.
"Πολύ καλά! Άκου τότε: στην Μαρσίγια μού 'πανε καάθε εφτά χρόνια πιάνει λιμάνι ένα καράβι με μαύρα πανιά. Παράξενος άνρθωπος ο καπετάνιος. Με το που θα πατήσει το νπόδι του στην στεριά, βγάνει ένα μαχαίρι και μαχαιρώνεται στο στήθος εφτά φορές. Μετά το μαζεύυν οι άντρες του και μπαρκάρει ξανά για άλλα εφτά χρόνια να θαλασσοδέρνεται. Θέλω το λοιπόν, να πας να τονε βρεις αυτόν τον παράξενο καπετάνιο και να τον ρωτήσεις γιατί εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεται και τον έβδομο χρόνο σαν πιάσει λιμάνι στην Μαρσίγια,μόις πατήσει το πόδι του στην στεριά δίνει εφτά μαχαιριές στο στήθος του.  Κι άμα σου πει το γιατί, να έρθεις με την απάντηση να μου τηνε πεις, κι εγώ θα σε δώκω την κόρη μου. Εντάξει;"
"Εντάξει!"

Φεύγει, το λοιπόν, ο Γιώργης από το αρχοντικό και πάει σπίτι του. "Μάνα!" λέει, "ετοίμασέ με ένα μπογαλάκι! Φεύγω!"
"Πού πας, γιόκα μου;" ρωτάει η χήρα.
"Στην Μαρσίγια, μάνα! Πάω να βρω ένα καπετάνιο οπου εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεται και ότν απιάσει λιμάνι,μόλις πατήσει στην στεριά, βγάνει μαχαίρι και μαχαιρώνεται εφτά φορές. Πάω να τον ρωτήσω γιατί το μάνει αυτό το ανήκουστο πράμα.  Κι άμα το μάθω, θα έρθω πίσω και θα πάρω την αρχοντοπούλα γυναίκα!"

Κι έτσι ο Γιώργης ξεκίνησε για την Μαρσίγια -για τη Μασσαλία σα να λέμε. Κι αυτή είναι μοναχά η αρχή της ιστορίας...

Συνεχίζεται

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μια πιθαμή Γιάννης, εφτά πιθαμές γένια

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας τσομπάνος που τον έλεγαν Γιάννη. Αυτός ο τσομπάνος είχε τη στάνη του λίγο πιο έξω από το χωριό, κοντά στο δάσος και ζούσε εκεί με τα γιδοπρόβατά του και τα σκυλιά του. Στο χωριό όλοι τον ξέραν κι όλοι τον συμπαθούσαν. Κι ας ήταν μια πιθαμή στο μπόι... κι ας είχε εφτά πιθαμές γένια... Πάντα είχε έναν καλό λόγο να πει για τον καθένα και ήταν τετραπέρατος. Κι όποτε το χωριό είχε κάποιο πρόβλημα, ζήταγε πάντα τη συμβουλή του.

Εκεί, σ' εκείνο το μεγάλο δάσος είχαν το λημέρι τους σαράντα δράκοι. Ζούσαν σ' ένα θεόρατο πύργο και τα βράδια πήγαιναν στα γειτονικά χωριά και ρήμαζαν τα κοπάδια και τα χωράφια και λήστευαν τα σπίτια του κοσμάκη. Ένα βράδυ, λοιπόν, πήγαν κι άρπαξαν όλα τα ζωντανά του χωριού του Γιάννη. Την άλλη μέρα το πρωί, σαν ξύπνησαν οι χωρικοί και είδαν τα ζα τους να λείπουν, κατάλαβαν τί είχε συμβεί. Οι δράκοι τα είχαν αρπάξει. Αποφάσισαν τότε να πάνε να ρωτήσουν τον Γιάννη, που ζούσε κοντά στο δάσος, αν τους είχε πάρει χαμπάρι κι αν είχε ακούσει τίποτα το βράδυ. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, όλοι μαζί και πήγαν.

Βρήκαν τον Γιάννη να κάθεται κάτω από ένα πλατάνι και να παίζει τη φλογέρα του. Σαν τους είδε εκείνος από μακριά να έρχονται, κατάλαβε πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί στο χωριό. Σαν έφτασαν πιο κοντά, τους καλημέρισε και τους ρώτησε "Πώς από δω πρωί-πρωί, όλοι μαζί, χωριανοί μου;"
- Το και το, Γιάννη. Οι σαράντα δράκοι που ζουν στο δάσος κατέβηκαν τη νύχτα και μας άρπαξαν όλα τα ζα! Παν τα γελάδια  και τα γιδοπρόβατά μας! Παν τ' αλόγατα, τα μ'λάρια, οι γάιδαροι! Ακόμα και τις κλώσες με τα κλωσόπουλα πήραν, οι αθεόφοβοι! Και είπαμε, μα' θες, να σε ρωτήσουμε μπας και τους πήρες εσύ χαμπάρι, κατά τί ώρα ήρθαν και από πού, να πάμε να ζητήσουμε πίσω το βιός μας.
-Χωριανοί, του είπε τότε ο Γιάννης, αν πάτε έτσι, ξαρμάτωτοι, θα σας κάνουν μια χαψιά! Αφήστε να περάσουν μερικές μέρες κι ελάτε πάλι. Θα σκεφτώ ένα καλό σχέδιο και θα σας πω.

Έτσι, έφυγαν οι χωρικοί και μερικές μέρες μέρες πέρασαν. Στο μεταξύ ο Γιάννης, που όσο μπόι του έλειπε τόσο μυαλό είχε, σκέφτονταν, κι όλο σκέφτονταν πώς θα γλίτωνε το χωριό του κι όλη την περιοχή από τους σαράντα δράκους. Και στο τέλος κάτι σκαρφίστηκε. Σαν ήρθαν το λοιπόν οι χωριανοί μετά από μερικές μέρες να τί τους είπε: "Χωριανοί, το σκέφτηκα καλά και ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε από τους σαράντα δράκους είναι να πάω να τους πω να φύγουν από το δάσος μας!" 
-Τί λες, βρε Γιάννη! Τρελάθηκες; Θα πας εσύ μια πιθαμή άνθρωπος με εφτά πιθαμές γένια να τα βάλεις με σαράντα δράκους; Θα σε κάνουν μια χαψιά!
- Αμά κι εσάς τί νομίζετε ότι θα σας κάνουν, φουκαράδες μου; Αφήστε με να πάω και ξέρω εγώ τί να τους πω και τί να κάνω...

Κι αφού είδαν οι χωρικοί ότι δεν μπορούσαν να του αλλάξουν τα μυαλά του ευχήθηκαν καλή τύχη κι έφυγαν, σίγουροι ότι δεν θα ξανάβλεπαν τον τσομπάνο. Ο Γιάννης, τότε, έβαλε στο τορβαδακι του λίγο ψωμί, ένα κομμάτι μυζήθρα που περίσσευε και μια και δυο ξεκίνησε.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, χώνεται μέσα στο δάσος και τραβάει ίσα για τον πύργο που ζούσαν οι σαράντα δράκοι. Σαν έφτασε, άφηκε κάτω το δισάκι του κι έβαλε τη φώνή: "Δράκοι! Ε, δράκοι! Είμαι ο Γιάννης, τσομπάνης κι ήρθα να σας πω να φύγετε από τα μέρη μας και να μην ξαναφανείτε!"
Σαν τ' άκουσαν αυτό οι δράκοι, βγήκαν έξω να δουν ποιός ήταν αυτός που είχε τολμήσει τέτοια αποκοτιά. Σαν είδαν τον Γιάννη, μια πιθαμή στον μπόι με εφτά πιθαμές γένια, έβαλαν τα γέλια. 
- Εσύ είσαι που θα μας διώξεις από το κονάκι μας; ρώτησε ο αρχηγός των δράκων.
- Εγώ είμαι! είπε θαρρετά ο Γιάννης.
- Και πώς θα το κάνεις εσύ αυτό; ξαναρώτησε ο δράκος.
- Με τα χέρια μου! απάντησε ο Γιάννης.
- Με τα χέρια σου; άρχισαν να γελάν οι δράκοι. Και τί δύναμη έχουν τα χέρια σου για να τα βάλεις μαζί μας;
- Εγώ μπορώ να στύψω την πέτρα και να βγάλω νερό, απάντησε ο Γιάννης. Εσείς μπορείτε;
- Μπορούμε, απάντησαν οι δράκοι.
- Άντε να σας δω! τους προκάλεσε ο Γιάννης.
Άρπαξαν τότε ο καθένας από μια πέτρα απ' την αυλή, κι άρχισαν να προσπαθούν να τη στύψουν, βγάλουν νερό. Αλλά βγαίνει νερό απ' την πέτρα που δεν βγαίνει; Να τις σπάσουν; Ναι, αυτό το έκαναν! Να τις κάνουν σκόνη; Κι αυτό το έκαναν! Αλλά όσο κι αν προσπαθούσαν να βγάλουν νερό από την πέτρα δεν τα κατάφερναν, αφού τέτοια πράγματα δεν γίνονται. Σαν ήρθε κι η σειρά του Γιάννη να τους δείξει τη δύναμή του, εκείνος, παμπόνηρος καθώς ήταν, κάνει πως παίρνει μια πέτρα από κάτω και με τρόπο βάνει το χέρι στον τορβά και παίρνει τη μυζήθρα, το τυρί. Καθώς είχε πάρει να σουρουπώνει και οι δράκοι δεν καλοέβλεπαν, σηκώνει το χέρι ψηλά να τον βλέπουν όλοι, κάνει μια έτσι, στύβει το κομμάτι το τυρί. Φρέσκια καθώς ήταν η μυζήθρα έβγαλε το νερό της. Είδαν οι δράκοι και θαύμαξαν. "Βάι! Βάι! Βάι!" έκαναν. "Εσύ είσαι πολύ δυνατός. Πέρνα μέσα στον πύργο μας να κοιμηθείς τώρα και αύριο βλέπουμε." Πέρασε ο Γιάννης μέσα. Είδε τα μαλάματα και θαύμαξε, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Τον πήγαν σ' ένα δωμάτιο και του δέιξαν ένα κρεβάτι με πουπουλένιο στρώμα. Το καληνύχτισαν και τον άφησαν μόνο του.

Ο Γιάννη όμως καθώς ήταν τετραπέρατος, δεν κοιμήθηκε αμέσως. Περίμενε να φύγουν οι δράκοι και σαν δεν άκουγε πια τα βήματά τους, βγήκε κρυφά και μουλωχτά από την κάμαρη και πατώντας στα νύχια, πήγε μέχρι το δώμα όπου είχαν μαζευτεί οι δράκοι και λογάριαζαν να τον σκοτώσουν. Ετοίμαζαν βραστό νερό να τον ζεματίσουν εκεί που κοιμόταν, γιατί στ' αλήθεια πίστεψαν πως είχε βγάλει από την πέτρα νερό. Σαν κατάλαβε ο Γιάννης τί σχεδίαζαν να κάμουν, γύρισε στο δωμάτιο κι έβαλε ένα κούτσουρο από το τζάκι στο κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα. Μετά, εκείνος κρύφτηκε στη γωνιά και περίμενε. Σαν πέρασαν τα μεσάνυχτα, μπήκαν οι δράκοι μ' ένα καζάνι καυτό νερό που ακόμα κόχλαζε. "Γιάννη!" είπαν "Γιάννη!" για να βεβαιωθούν πως κοιμότανε. Ο Γιάννης από την γωνιά που ήτανε κρυμμένος έκανε πως ροχάλιζε. "Κοιμάται..." είπαν οι δράκοι τότε και περίλουσαν το κούτσουρο με το βραστό νερό. Ήσυχοι πως είχαν ζεματίσει τον Γιάννη, πήγαν κι εκείνοι για ύπνο. Το πρωί σαν ξημέρωσε, ξύπνησε ο Γιάννης και κατέβηκε στο δώμα. Σαν τον είδαν οι δράκοι τά 'χασαν που τον είχαν  ζεματισμένο. "Πώς... κοιμήθηκες, Γιάννη;" ρώτησε ο αρχηγός τους. "Τί να σας πω βρε, παιδιά..." απάντησε ο Γιάννης. "Σαν πολλούς κορέους να έχετε... Σε ησυχία δεν με άφησαν από τα μεσάνυχτα και μετά..." και πήγε προς νερού του. Σαν έμειναν μόνοι οι δράκοι αρχίνεψαν να  μιλάν συναμετάξυ του γι' αυτό που τους είχε πει ο Γιάννης. "Μα να του ρίξουμε καυτό νερό και να το περάσει για κορέους;" έλεγαν και ξανάλεγαν. Δεν μπορούσαν να τον χωνέψουν.

Σαν ψήλωσε η μέρα φώναξαν τον Γιάννη και του είπαν: "Χθες με την πέτρα που έβγαλες νερό μας νίκησες και μας έδειξες τη δύναμή σου. Σήμερα θα διαλέξουμε εμείς μια δοκιμασία, εντάξει;" "Εντάξει!" Βγήκαν πάλι όλοι έξω στην αυλή και ο αρχι-δράκος είπε να παραβγούν στο λιθάρι. Άρχισαν ο καθένας με τη σειρά του να παίρνει μια πέτρα από κάτω μια πέτρα και αφού την ζύγιαζε καλά την πετούσε. Κι όποιος θα την πέταγε πιο μακριά θα ήταν ο νικητής. Πέταγαν οι δράκοι τις πέτρες μέτρα ολάκερα. Ο Γιάννη καθόταν και περίμενε την σειρά του τελευταίος. Εκεί που καθότανε, είδε μια γουργουτούρα - μια δεκαοκτούρα σα να λέμε - πού'χε κατέβει από 'να δέντρο και τσιμπολόγαγε ψίχουλα. Κάνει μια έτσι την αρπάζει. Την κρύβει στον κόρφο του και περιμένει.
"Άντε, Γιάννη, σειρά σου τώρα να ρίξεις το λιθάρι." του είπαν οι δράκοι σαν είχαν ρίξει όλοι κι είχαν μετρήσει και πιο μακριά είχε πέσει το λιθάρι του αρχηγού τους.
Σκώνεται πάνω ο Γιάννης χωρίς να βιάζεται, πάει και στέκεται στη μέση της αυλής. Εκεί κάνει τάχα πως σκύβει να πιάσει ένα λιθάρι και βγάνει τη γουργουτούρα από τον κόρφο του και την αμολάει. Καθώς ήτανε σταχτί το πουλί και σα δε βλέπανε καλά-καλά οι δράκοι, το περάσανε για λιθάρι. Σαν τ' αμόληκε ο Γιάννης, πέταξε εκείνο τρομαγμένο κι ακόμα πάει. Τήραγαν οι δράκοι... τήραγαν... τώρα θα πέσει το λιθάρι του Γιάννη καταγής... ύστερα θα πέσει... Πήρε να σουρουπώνει, και το πουλί που τό'χαν πάρει για πέτρα είχε γίνει άφαντο. "Ε, δράκοι!" λέει τότενες ο Γιάννης. "Όπως είδατε σας νίκησα. Το λιθάρι μου το έριξα τόσο μακριά που ούτε το είδαμε να πέφτει ούτε το ακούσαμε. Αμά βράδιασε τώρα, γι' αυτό πάμε να κοιμηθούμε κι αύριο μου αδειάζετε τη γωνιά..."
Και πήγαν όλοι για ύπνο.

Μα ο Γιάννης πονηρός καθώς ήταν, πάλι δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι του, μόνο έβαλε ένα κούτσουρο κάτω από τα σκεπάσματα και κούρνιασε στο παραγώνι. Γιατί "θες" λέει με το νου του "νά 'ρθουνε πάλι οι δράκοι με καυτό νερό να με ζεματίσουνε ξανά;" και πήρε τα μέτρα του. Και πράγματι, σαν γίνηκαν μεσάνυχτα, ήρθαν κρυφά οι δράκοι και με τα τσεκούρια τους και γκάπα-γκούπα! σπιρτόξυλα το κάμανε το κρεβάτι του Γιάννη. Κι ήσυχοι πια πως τονε σκοτώσανε πήγανε για ύπνο. Το άλλο πρωί σαν ξύπνησε ο Γιάννης και κατέβηκε στο δώμα, τα χρειάστηκαν οι δράκοι. "Πώς... κοιμήθηκες Γιάννη;" τον ρώτησαν τάχα με ενδιαφέρον. "Χάλια!" είπε ο Γιάννης. "Με φάγαν τα κουνούπια!" και βγήκε έξω να κάνει την ανάγκη του. Σαν έμειναν οι δράκοι μοναχοί απόρησαν "Εμείς να τον τον βαράμε με τα τσεκούρια κι αυτός να λέει πως τον τσιμπούσαν κουνούπια! Τί σόι άνθρωπος είναι!..." Σαν γύρισε ο Γιάννης, πιάνει ο αρχηγός και του λέει: "Γιάννη, σήμερα θα πάμε να μαζέψουμε ξύλα. Αν μαζέψουμε εμείς τα πιο πολλά θα σε φάμε. Αν μαζέψεις εσύ τα πιο πολλά, θα κάνουμε ό,τι πεις! Σύμφωνοι;" "Σύφμωνοι!" είπε ο Γιάννης και ξεκίνησαν όλοι μαζί να πάνε να μάσουν ξύλα. Σαν έφτασαν στην καρδιά του δάσους, άρχισαν οι δράκοι να ξεριζώνουν τα δέντρα με τα χέρια, άλλος ένα-ένα, άλλος δυο-δυο και στήναν ένα μεγάλο σωρό. Ο Γιάννης καθόταν με σταυρωμένα χέρια και τους κοίταζε μοναχά. "Έ, Γιάννη! Γιατί κάθεσαι;" τον ρώτησε ο αρχηγός των δράκων. "Θα σε περάσουμε!"
- Να, είπε ο Γιάννης. Κάθομαι και σας βλέπω που παιδεύεστε έτσι και σας λυπάμε...
- Μας λυπάσαι;
- Ναι, βρε αδερφέ, σας λυπάμαι γιατί πολύ κοπιάζετε και δουλειά δεν γίνεται...
- Τί θες να πεις; Για εξηγήσου!
- Να λέω, γιατί να κόβεται ένα-ένα δέντρα...
- Ε, και τί να κάνουμε;
- Θα σας πω εγώ. Πιάστε αυτό σκοινί, είπε και τους έδωσε ένα σκοινί.
- Και τώρα; ρώτησαν οι δράκοι.
- Τώρα πιάστε την μια άκρη και πάντε γύρω-γύρω από το δάσος κι ελάτε πάλι εδώ.
Τον άκουσαν οι δράκοι και περίεργοι να δουν τί θα έκανε, έκαναν τον γύρο του δάσους με το σκοινί. Σαν επέστρεψαν, έπιασε ο Γιάννης τις δυο άκρες του σκοινιού και είπε "Αυτό είναι! Τώρα θα τραβήξω όλο το δάσος και θα το πάω στον πύργο σας να μην κουράζεστε!"
Σαν τ' άκουσαν αυτό οι δράκοι, κρύος ιδρώτας τους έλουσε, γιατί το δάσος ήταν που τους έκρυβε και δεν είχε βρει κανείς το λημέρι τους. Άμα το ξερίζωνε ολάκερο με τη μια ο Γιάννης; Τί να κάνουν, το σταμάτησαν. "Γιάννη," του είπαν "ξέρουμε πως είσαι δυνατός και μπορείς να ξεριζώσεις ολάκερο το δάσος με τη μια κι ας είσαι μια πιθαμή άνθρωπος μ΄εφτά πιθαμές γένια! Μας νίκησες! Είσαι πιο δυνατός από μας!"
Τότε ο Γιάννης γέλασε και τους είπε να τσακιστούν να φύγουν και μην ξαναφανούν. Κι έτσι έκανα και κανείς δεν τους ματάδε ούτε εκεί κοντά ούτε πιο μακριά.
Και το χωριό γλίτωσε από τους δράκους. Κι ο Γιάννης μοίρασε τους θησαυρούς των δράκων δίκαια στους χωριανούς του κι εκείνος γύρισε στα γίδια και στα πρόβατα του κι έζησε όλο το χωριό καλά κι εμείς καλύτερα.






Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Η ουρά του γαϊδάρου, η χελώνα και το νταούλι

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια,  σε ένα μέρος όχι πολύ μακριά από δω, ζούσαν δυο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ πλούσιος και ο άλλος πολύ φτωχός. Ο φτωχός αδερφός, ζούσε με την οικογένειά του, την γυναίκα του και τα παιδάκια του, σ'  ένα καλυβάκι και παρ' όλη τη φτώχεια τους ήταν αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι. Ο πλούσιος αδερφός είχε κι εκείνος την οικογένειά του και ζούσαν όλοι σ' ένα αρχοντικό, μες στα μαλάματα και τα ασήμια, κι ήταν όλο γκρίνια και φαγωμάρα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του που πάντα παραπονιόντουσαν και του ζήταγαν κι άλλους παράδες.
Ήρθε ένας χειμώνας τόσο βαρύς και ο καημένος, ο φτωχός αδερφός δεν είχε τίποτα στα ράφια του...  Έβλεπε την γυναίκα του και τα παιδάκια του να πεινάνε και να κρυώνουν και μάτωνε η ψυχή του. Έτσι ένα πρωί, το πήρε απόφαση και πήγε να χτυπήσει την πόρτα του αδερφού του. Άνοιξε την πόρτα ο αδερφός
"Αδερφέ μου,"  του είπε. "ήρθα να σε ζητήσω μια βοήθεια τώρα που είναι χειμώνας και δεν έχομε να φάμε ούτε ένα ξεροκόμματο και σαν έρθει ο καιρός, θα δουλέψω στα χωράφια σου να σε το ξεπληρώσω..."
- Και σαν τί βοήθεια θες δηλαδή; τον ρώτησε ο αδερφός του απότομα.
- Λίγα ξύλα για το τζάκι να μην κρυώνουν τα παιδάκια μου, τα ανίψια σου, και λίγο αλεύρι να ζυμώσει η γυναίκα μου λίγο ψωμί...
- Φύγε από δω! Δεν σου δίνω τίποτα!  του είπε εκείνος και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Τί να κάνει ο καημένος ο φτωχός αδερφός, γύρισε στο φτωχοκαλυβάκι του με άδεια χέρια. Το βλέπει η γυναίκα του έτσι, με κατεβασμένο το κεφάλι, κατάλαβε. "Μη στενοχωριέσαι, άντρα μου," του λέει  "κι ο Θεός είναι μεγάλος..."
- Γυναίκα, της λέει τότε εκείνος, το σκέφτηκα καλά: θα φύγω από δω και θα πάω να βρω την τύχη μου.
- Και πού θα πας, άντρα μου; του λέει εκείνη, μες το ξεροβόρι και τον χιονιά;
- Δεν ξέρω, γυναίκα. Θα τραβήξω έναν δρόμο κι όπου με βγάλε...
Τί να κάνει η γυναίκα αφού το είχε αποφασίσει εκείνος; Του έδωσε ένα φυλαχτό να τον φυλάει στο δρόμο και τον σταύρωσε για καλό δρόμο. Κι ο φτωχός αδερφός πήρε το δισάκι του στον ώμο και ξεκίνησε να πάει να βρει την τύχη του.

Πήρε έναν δρόμο κι εκεί που πήγαινε βρίσκει πάνω στο μονοπάτι μια ουρά γαϊδάρου. "Βρε!" σκέφτεται. "Κοίτα τί βρέθηκε στο δρόμο μου; Λες νά' ναι αυτό το τυχερό μου; " Και παίρνει την ουρά του γαϊδάρου και την ρίχνει στον τορβά του. Πιο κάνω απαντάει πάω στο δρόμο μια χελώνα. "Μπα!" μονολογεί. "Για διες! Μια χελώνα! Μήπως είναι αυτή το τυχερό μου;" και πιάνει και την ρίχνει κι αυτή στο δισάκι του. Συνεχίζει το δρόμο του κι όπως πήγαινε τί βλέπει μπροστά του: ένα νταούλι στη μέση του δρόμου. Πάει κοντά, το κοιτάει, γερό ήτανε. "Για νά 'ναι πάνω στο δρόμο μου," σκέφτεται "σάμπως νά'ναι από την τύχη μου σταλμένο..." Το παίρνει, το βάζει κι αυτό στο σακούλι του και συνεχίζει το δρόμο του. Περπάταγε... Περπάταγε...

Σαν πήρε να σουρουπώνει, βρέθηκε μπροστά σ' ένα τεράστιο πύργο! Πλησιάζει, χτυπάει την πόρτα. Καμία απόκριση. Σπρώχνει έτσι, ανοιχτή ήταν. Μπαίνει μέσα. Ερημιά... Ψυχή... "Εεεεε! Είναι κανείς εδώ;" φωνάζει. Καμία απάντηση. Προχωράει παραμέσα, τίποτα. "Εεεεε! Εσάς, τους αφεντάδες, λέω! Είναι κανείς εδώ;"  Κανείς δεν απάντησε. Ανοίγει μια πόρτα, τί να ιδιεί! Χρυσάφια και μαλάματα! Ανοίγει άλλη πόρτα, μαργαριτάρια και σεντέφια! Ανοίγει τρίτη πόρτα, όλου του κόσμου οι θησαυροί ήταν μαζεμένοι εκεί!... Άρχισε τότε να φοβάται, γιατί σ' εκείνα τα μέρη ζούσαν σαράντα δράκοι που ρήμαζαν τον τόπο κι αυτός θε' νά 'τανε ο πύργος τους! "Αλλά για να μην είναι εδώ" σκέφτηκε ο φτωχός αδερφός "θά 'χουν βγει για να κάνουν τις μπαγαποντιές τους βραδιάτικα. Ας κοιμηθώ σε  μια γωνιά και το πρωί με το χάραμα, πριν γυρίσουν, θά'χω φύγει..." Και με ήσυχο το μυαλό που έλειπαν οι δράκοι, έπεσε να κοιμηθεί σε μια κάμαρη.

Κουρασμένος καθώς ήταν όμως, τον πήρε ο ύπνος για τα καλά κι άργησε να ξυπνήσει. Ο ήλιος είχε ανατείλει και εκεί που κοιμόταν ακούει ξαφνικά "τακα-τακ!τακα-τακ!τακα-τακ!" αλόγατα να μπαίνουν στην αυλή του πύργου. Πετάγεται αμέσως επάνω!  Πάει προς το παράθυρο και προσέχοντας να μην τον δουν απ' έξω κοιτάει, τί να διει! Ένας, δυο, τρεις... πέντε... δέκα... σαράντα δράκοι πάνω στ' αλόγατα. "Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει!" έλεγε ο αρχηγός τους.
- Κι αν δεν είναι ένας κι είναι πολλοί; ρώτησε κάποιος.
- Κι αν βρήκαν οι ανθρώποι το λημέρι μας κι ήρθαν να μας ξεκάνουν; ρώτησε ένας άλλος.
- Αυτό θα το δούμε! είπε ο αρχιδράκος. Ε, είναι κανείς εδώ; φώναξε με την αγριοφωνάρα του.
Τσιμουδιά ο φτωχός αδερφός.
- Ξέρουμε πως είσαι εδώ! ξαναφώναξε ο δράκος. Αν είσαι άνθρωπος, κατέβα να σε φάμε! Αν είσαι πιο δυνατός από μας, δώσε μας ένα σημάδι!
Έστυβε το μυαλό του ο φουκαράς ο φτωχός να δει πώς θα γλιτώσει. Πώς κάνει έτσι με το χέρι, πιάνει τον τορβά του. Χώνει μέσα το χέρι κι ό,τι πιάνει το πετά έξω από το παράθυρο.
Ήταν η ουρά που γαιδάρου, που πήγε κι έπεσε στην μέση της αυλής, εκεί που στέκουνταν οι δράκοι.
- Τί είναι αυτό; ρωτάει ο αρχηγός τους.
Ο φτωχός κρύβεται όσο μπορεί να μην τον δουνε, αλλάζει και τη φωνή του, την κάνει πιο χοντρή, και λέει:
-Τρίχα από τα φρύδια μου!
Κοιτάν οι δράκοι, "Βάι! Βάι! Βάι!" λένε συναμετάξυ τους "Για νάχουν τέτοιες τρίχες τα φρύφια του φαντάσου πόσο μεγάλα φρύδια έχει! Πάμε να φύγουμε!" "Σταθείτε!" φωνάζει ο αρχηγός  και ξαναφωνάζει προς τον πύργο.
-Δώσε μας άλλο ένα σημάδι!
Βάζει το χέρι στον τορβά ο ανθρωπάκος, πιάνει την χελώνα την πετάει κάτω απ' το παράθυρο. Σαν έπεσε στην αυλή χελώνα, άρχισε να περπατάει.
-Τί ειναι αυτό; ρώτησαν τότε οι δράκοι που δεν είχαν ξαναδεί χελώνα.
-Ψείρα απ' το μουστάκι μου! απαντάει εκείνος.
"Βάι! Βαι! Βάι!" έκανα οι δράκοι. "Για νά 'χει τόσο μεγάλες ψείρες στο μουστάκι, φαντάσου τί μεγάλο στόμα θαχει! Πάμε να φύγουμε!" "Σταθείτε!" ξαναφώναξε ο αρχηγός και ζήτησε και τρίτο σημάδι για να βεβαιωθεί.
Βάζει το χέρι στον τορβά είχε απομείνει μοναχά το νταούλι. Το πετάει με δύναμη κάτω ο φτωχός αδερφός, μπάμ! σκάει το νταούλι με κρότο! Σκιάχτηκαν οι δράκοι.
-Τί είναι αυτό; ρώτησαν πάλι.
-Ο πόρδος μου! απάντησε εκείνος.
"Βάι! Βάι! Βάι!" ξανάκαναν οι δράκοι. "Για να κάνει τέτοιον κρότο ο πόρδος του, φαντάσου τί κώλο  θάχει!"  Και τό'βαλαν στα πόδια, όπου φύγει φύγει. Βγαίνει τότε από την κρυψώνα του ο φτωχός αδερφός, γεμίζει το δισάκι του με φλουριά και μιά και δυο παίρνει το δρόμο για το σπίτι του.

Σαν τον είδε η γυνάικα του αναγάλιασε, γιατί καθόλου δεν της είχε αρέσει που είχε φύγει ο καλός της. Εκείνος της είπε τί συνέβει και της έδειξε το δισάκι του που ήταν γεμάτο φλουριά. Χάρηκε εκείνη που επιτέλους θα έβγαιναν από τη φτώχια. Μ' εκείνους τους παράδες, αγόρασαν χωράφια και ζώα, έχτισαν κι ένα ωραίο σπιτάκι και πρόκοψαν.

Τά'βλεπε αυτά ο πλούσιος αδερφός και ζήλευε. Μια μέρα, πιάνει φωνάζει τον αδερφό που στο σπίτι, τάχα για να πιουν έναν καφέ. Πώς την έφερε την κουβέντα από δω, πώς την πήγε από κει και τον έκανε να του τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι: πώς ξεκίνησε να βρει την τύχη του, πώς βρήκε τον πύργο με τις κάμαρες γιομάτες φλουριά, πώς ήρθαν οι δράκοι, πως ξέφυγε με την ουρά του γαιδάρου, τη χελώνα και το νταούλι... "Μπράβο, αδερφέ!" είπε τάχα χαρούμενος ο πλούσιος. "Και λες να υπάρχει κι άλλο χρυσάφι στον πύργο;"
- Σίγουρα, απάντησε εκέινος. Αμά εγώ δεν θα πήγαινα στη θέση σου γιατί μπορεί να ξαναγύρισαν οι δράκοι...
Μετά από μερικές μέρες, πιάνει ο πλούσιος αδερφός, κόβει την ουρά του γαιδάρου του, που ήταν και μαδημένη, βρίσκει μιαν αχελώνα απ' την αυλή, πάει στο παζάρι αγοράζει κι ένα φτηνό νταούλι -γιατί ήτανε και τσιγγούνης τρομάρα του!- ζεύει δέκα μουλάρια και πάει να αδειάσει τον πύργο των δράκων από τους θησαυρούς.
Σαν έφτασε, αφήνει τα ζώα στην αυλή, μπαίνει μέσα κι αρχίζει να γεμίζει είκοσι τσουβάλια μ' ό,τι έβρισκε μπροστά του. Σαν ήρθαν οι δάκοι, είδαν τα μουλάρια στην αυλή, κατάλαβαν πως κάποιος ήτανε στον πύργο τους. "Αν είσαι άνθρωπος κατέβα να σε φάμε!" φώναξε ο αρχηγός τους. "Αν είσαι πιο δυνατός από μας, δώσε μας ένα σημάδι."
Πιάνει ο πλούσιος αδερφός ρίχνει την ουρά του γαϊδάρου.
- Τί είναι αυτό;
- Τρίχα από τα τα φρύδια μου! απαντάει εκείνος.
Όμως, αντί να κρυφτεί όπως είχε κάμει ο αδερφός του και ν' αλλάξει τη φωνή του, αυτός, περίεργος να δει τους δράκους, έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο. Τον είδαν οι δράκοι έβαλαν τα γέλια.
-Ρίξε μας ακόμα ένα σημάδι! του φώναξαν.
Πιάνει εκείνος, ρίχνει τη χελώνα.
-Τί είναι αυτό; ρωτάν οι δράκοι.
-Ψείρα απ'το μουστάκι μου! απαντάει ο πλούσιος.
Κατουρήθηκαν απ' τα γέλια οι δράκοι, που τον έβλεπαν στο παράθυρο.
-Ρίξε μας ακόμα ένα σημάδι! ξαναφώναξε ο αρχηγός τους που το διασκέδαζε πια.
Ρίχνει κάτω το νταούλι ο αδερφός που δεν ήταν καλοκαμωμένο κι εκείνο σαν έπεσε στην αυλή έκανε μοναχά ένα τσιιιιιφ και ξεφούσκωσε. Γελάν οι δράκοι, ορμάν μέσα, τον τρώνε.

Έτσι χάθηκε ο κακός πλούσιος αδερφός και ο καλός αδερφός πήρε την χήρα και τα ορφανά στο σπίτι κι έζησαν όλοι μαζί και κανείς δεν ήταν πλεονέκτης.

Κι οι δράκοι έμειναν στον πύργο τους να ζουν και να βασιλεύουν και πώς τους έβγαλε από τη μέση ο Γιάννης ο τσομπάνος, που ήταν μια πιθαμή μπόι κι είχε εφτά πιθαμές γένια, αυτό είναι άλλο παραμύθι...

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 3

Μετά κι από το τελευταίο πάθημά τους οι χωρικοί ούτε ν' ακούσουν τ' όνομα του Ρεζίλη ήθελαν! Μόνο κάθουνταν και έστυβαν τα ξεροκέφαλά τους τί άλλο κακό να του κάμουν και πώς να τονε βγάλουνε από τη μέση. 

Ένα απόβραδο είχαν μαζωχτεί πάλι στον καφενέ του χωριού και συζητούσαν. "Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση!" έλεγαν "Να μας ρεζιλεύει έτσι ο Ρεζίλης!" 
"Να τονε σκοτώσουμε!" φώναζε ένας.
"Να τονε καρυδώσουμε!" φώναζε άλλος.
"Να τονε σφάξουμε!" φώναζε ένας τρίτος.
"Τέκνα μου!" πετιέται ο παπάς "Προς Θεού! Τί είναι αυτά που λέτε; Ό,τι θέτε κάντε, αλλά μη βάψετε το χέρια σας με αίμα!"
Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει, στο τέλος αποφάσισαν να τον πετάξουν στο ποτάμι. "Κι άμα ξέρει κολύμπι και δώσει δυο απλωτές και βγει έξω και γλιτώσει;" ρώτησε κάποιος. "Θα κάμω εγώ ένα κασόνι και θα τον κλείσουμε μέσα!" είπε ο μαραγκός. "Έτσι δεν θα μπορεί να κολυμπήσει!" Συμφώνησαν όλοι.  

Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, μαζεύτηκαν πάλι στο καφενείο ο δήμαρχος, ο δάσκαλος, ο χωροφύλακας κι ο παπάς -οι αρχές του τόπου σα να λέμε- και μια και δυο τράβηξαν στο σπίτι του Ρεζίλη να του πουν τί είχε αποφασίσει το χωριό. Χτύπησαν την πόρτα, άνοιξε η γυναίκα του Ρεζίλη, τους καλοδέχτηκε. Μέχρι καφέ τους έψησε και γλυκό συκαλάκι τους έβγαλε με κρύο νερό μπούζι! Ήρθε ο Ρεζίλης κάθισε μαζί τους.
"Πως από δω, συγχωριανοί;" τους ρώτησε.
"Το και το", του λένε. "Μετά και το τελευταίο καζίκι που μας σκάρωσες αποφασίσαμε να σε ρίξουμε στο ποτάμι."
Σαν τ' άκουσε η γυναίκα του έμπηξε τα κλάματα. 
"Μη κλαις, γυναίκα!" τη μάλωσε ο Ρεζίλης. "Αφού αυτό αποφάσισε το χωριό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα." 
Μετά γυρνάει προς τους συγχωριανούς τους και τους λέει "Αφού αυτό αποφασίσατε εγώ θα πάω πάσο, αλλά θα σας παρακαλέσω να φροντίσετε την οικογένειά μου."
"Μη σε νοιάζει, θα τη φροντίσουμε. Εσύ μόνο έλα αύριο το πρωί με το χάραμα στο ποτάμι, στη γέφυρα." είπαν κι έφυγαν.

Σαν ήρθε το επόμενο πρωί, με το χάραμα, ο Ρεζίλης αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και πήγε στο γεφύρι που τον περίμεναν οι χωρικοί. Σαν έφτασε κι είδε το ξύλινο κασόνι που τού 'χαν κάνει, χαμογέλασε.
"Ε, Ρεζίλη! Μην καθυστερείς!" του λεν. "Έμπα γρήγορα μέσα!"
Μπαίνει ο Ρεζίλης στο κασόνι, τον καρφώνουν από πάνω, πιάνουν, τον ρίχνουν στο ποτάμι, τον παίρνει το ρέμα.

Ξύλινο το κασόνι ήταν. Δεν βούλιαξε. Μόνο πήγαινε όπου πήγαινε και το ρέμα. Καθόταν μέσα ο Ρεζίλης και σκεφτόταν πώς θα γλίτωνε. Πέρασε έτσι η πρώτη μέρα μέσα στο κασόνι. Σαν ήρθε το πρωί, ξυπνάει ο Ρεζίλης και για μια στιγμή... Γκλιν, γκλιν, γκλαν.... ακούει. Ζώα! Κουδούνια από ζώα! Τώρα κατσίκια ήτανε, πρόβατα ήτανε...; Δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε όμως ήταν πως αφού άκουγε κουδούνια, πά' να πει πως ήτανε κοντά στην όχθη. Βάλθηκε τότε να φωνάζει: "Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω!" 

Ο τσομπάνος που είχε φέρει το κοπάδι να πιει νερό σαν άκουσε τις φωνές παραξενεύτηκε. Τέντωσε το αυτί να δει από που έρχονταν και τί έλεγαν. "Βρε, δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω!" συνέχιζε να σκούζει ο Ρεζίλης μέσα απ' το κασόνι. Σαν το είδε ο τσομπάνος και κατάλαβε πως από κει ερχόταν οι φωνές, κάνει έτσι με τη γκλίτσα του και τραβάει έξω το κασόνι. Το κοπανάει μια με τη γκλίτσα, πετιέται από μέσα ο Ρεζίλης. 
"Βρε, δεν την θέλω σας λέω! Δεν την παίρνω!" συνέχιζε να φωνάζει.
"Στάσου βρε, πατριώτη!" του λέει ο τσομπάνος. "Ποιά δεν θέλεις; Ποιά δεν παίρνεις;"
"Τη βεζυροπούλα! Θέλουν να με τη δώσουν με το ζόρι, αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν την παίρνω! Γι'αυτό μ'έβαλαν στη κασόνα μέχρι ν'αλλάξω γνώμη! Αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν παντρεύομαι σου λέω!"
"Εγώ την θέλω!" λέει ο τσομπάνος. 
"Ε, τότε να την πάρεις!" απαντάει ο Ρεζίλης.
"Πώς για θα γένει αυτό;" 
"Κοίτα: θα μπεις στο κασόνι κι εγώ θα σε ρίξω πάλι στο ποτάμι. Εσύ θα φωνάξεις 'την παίρνω!' και αυτό είναι όλο."

Αφελής καθώς ήταν ο τσομπάνος, μπαίνει στο κασόνι. Το πετάει στο ποτάμι ο Ρεζίλης, μέχρι να φωνάξει, είχε πάει στο... ψαροχώρι. Παίρνει τότε ο Ρεζίλης το κοπάδι τα γιδοπρόβατα, βάζει τη γκλίτσα στους ώμους και ξεκινάει με τα πόδια για το χωριό του. 

Σαν τον είδα από μακρυά οι χωριανοί νά 'ρχεται μ' ένα κοπάδι γιδοπρόβατα τά 'χασαν. Σαν ήρθε πιο κοντά έτριβαν τα μάτια τους. "Τί 'ναι αυτά βρε, Ρεζίλη;" τον ρωτάνε.
"Αχ, χωριανοί," λέει εκείνος. "Όταν με ρίξατε στο ποτάμι κατάλαβα πως δεν με θέτε στο χωριό σας. Το ποτάμι μ'έβγαλε στην θάλασσα και σαν έφτασα εκεί κάτω, στον πάτο, βρήκα ένα τόπο σαν παράδεισο! Χωράφια... ζώα... άλλο να σας λέω! Να, στα βιαστικά μάζεψα λίγα ζωντανά και ήρθα να πάρω την οικογένειά μου να πάμε να ζήσουμε στον πάτο της θάλασσας."

Σαν τ' άκουσαν αυτό οι συγχωριανοί του Ρεζίλη, ζήλεψαν. "Γιατί αυτός κι όχι κι εμείς;" σκέφτηκαν κι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο μπλουμ! μπλουμ! να πέφτουν στο νερό. Καθώς όμως δεν ήξεραν κολύμπι, πήγαν όλοι σαν βαρίδια, τσουπ! στο ψαροχώρι! Τελευταίος βούτηξε κι ο παπάς και σαν φουντάρισε, το καλυμμαύκι του έμεινε στον αφρό. Φώναζε απ' την όχθη η παπαδιά "Παπά! Ε, παπά! Βούτα πιο βαθυά! Να πιάσεις μαύρα πρόβατα να γνέσω το μαλλί να σε κάνω ράσα για το χειμώνα!"

Μετά από αυτό, ο Ρεζίλης πήρε όλες τις χήρες και τα ορφανά στην προστασία του. Και έστειλε τα παιδιά στο σχολείο και στην εκκλησία και τα έμαθε να είναι καλοί άνθρωποι, χωρίς ζήλιες και κακίες ο ένας για τον άλλο. 

Και ξαναγένηκε το χωριό απ' τα νέα παιδιά και ζήσαν όλοι καλά κι ο Ρεζίλης καλύτερα!

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 2

Σαν γύρισαν από την πόλη οι χωρικοί, μετά το κάζο που πάθανε, ήταν ακόμα πιο χολωμένοι με τον Ρεζίλη. Μαζεύτηκαν, το λοιπόν, μετά από λίγο καιρό στον καφενέ και λογιάζανε πώς θα τον βγάζανε από την μέση κι αυτόν και την οικογένειά του.

"Τέκνα μου!" είπε ο παπάς "προς Θεού! μην βάψετε τα χέρια σας με αίμα!"

Και τί πήγαν και σκέφτηκαν οι αθεόφοβοι! Να τονε σκάσουνε. Και πως θα το κάνανε αυτό; Τρέξαν όλοι στα σπίτια τους και πήρα μουρουνόλαδο. Μικροί-μεγάλοι, άντρες-γυναίκες, όλοι! Και πάνε μέσα στη νύχτα έξω από το σπίτι του Ρεζίλη και μια και δυο... το είχαν σκεπάσει τα σκατά μέχρι να πεις κύμινο. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, πάει να βγει έξω, δεν άνοιγε η πόρτα. Σκουντάει, ξανασκουντάει... Τίποτα. "Θα φράκαρε..." σκέφτεται. "Ε, δεν πειράζει," λέει με το νου του "θα βγω απ' το παράθυρο και θα την ξεφρακάρω..." Πάει ν' ανοίξει το παράθυρο, ούτε αυτό άνοιγε. Πονηρεύτηκε τότε, σου λέει "κάτι βρωμάει εδώ..." και πραγματικά είχε μια μπόχα, άλλο να σε λέω... Πιάνει, ξυπνάει τη γυναίκα του. "Γυναίκα," της λέει "το και το μας κάμανε οι συγχωριανοί."
"Και τί θα κάμωμε τώρα;" τον ρωτάει αυτή.
"Άκου τί θα κάμωμε: θα βγούμε από τον καμινάδα έξω. Μετά εσύ άναψε τον φούρνο και μη σε νοιάζει."

Πραγματικά, βγαίνουν έξω ο Ρεζίλης κι η γυναίκα του από την καμινάδα. Ανάβει η γυναίκα τον φούρνο και πιάνει ο Ρεζίλης το φτυάρι. Ανασκουμπώνεται κι αρχίζει να φτυαρίζει το σκατό στον φούρνο να το ξεράνει να το κάμει κοπριά. Σαν μεσημέριασε, είχανε τελέψει, με την κοπριά, την είχαν βάνει σε δώδεκα τσουβάλια. Πιάνει ο Ρεζίλης, φορτώνει τα σακιά με την κοπριά σε δώδεκα μουλάρια -γιατί σαν γύρισε πίσω με τον κλεμμένο από τους κλέφτες θησαυρό ξανάκανε το βιός του διπλό και τρίδιπλο κι είχε και χωράφια και ζώα πιο πολλά από τα πριν. Φορτώνει, που λες, τα σακιά σε δώδεκα μουλάρια, καβαλάει το άλογό του και παίρνει δρόμο. Σαν έφτασε στο γιοφύρι που' ταν στην άκρη του χωριού τον περίμεναν οι οι συγχωριανοί του. "Που πας, βρε Ρεζίλη;" τον ρώτησαν. "Ε, πού να πάω...; Εσείς πήγατε να με σκάσετε από τη ζήλια σας αλλά εγώ έκαμα το σκατό κοπριά και πάω να το πουλήσω στην πόλη μπας και βγάλω τα σπασμένα..." Γέλασαν οι χωρικοί, χαμογέλασε ο Ρεζίλης και τους άφηκε πίσω. Σαν βγήκε στη δημοσιά όμως δεν πήρε τον δρόμο που πήγαινε στην πόλη. Είχε πάρει ήδη να σουρουπώνει και η αγορά θα είχε κλείσει. Σκέφτηκε το λοιπόν, κι άλλαξε σχέδια.

Στην περιοχή είχε το κονάκι του ένας αγάς. Για κει τράβηξε ο Ρεζίλης να περάσει τη νύχτα με ασφάλεια. Να ζεσταθεί το κοκαλάκι του και να φάει κατιτίς. Άμα έφτασε, χτύπησε την πόρτα. Σαν του άνοιξαν και τον ρώτηξαν ποιός είναι τους είπε πως τάχα ήταν τελώνης του πασά κι πως είχε έξω δώδεκα μουλάρια φορτωμένα λίρες από τους φόρους που είχε μαζέψει και για να μην περάσει τη νύχτα έξω και τον ληστέψουν ζητούσε την προστασία του αγά. Σαν τ' άκουσε ο αγάς, του άνοιξε τις πόρτες διάπλατα και μπήκε στην αυλή ο Ρεζίλης με τα δώδεκα μουλάρια του. Πήγαν τα ζωντανά στο στάβλο. Τα δόκανε νερό φρέσκο και μπόλικο σανό, ξεφόρτωσε ο Ρεζίλης τα σακιά με την κοπριά και τ' άφηκε εκεί. Μετά πήγε με τον αγά και φάγαν και ήπιαν κοντά στο τζάκι που έτριζε. Κι άρχισε να ρωτάει ο Ρεζίλης τον αγά πως τά' βγαζε πέρα. Τού 'πε ο αγάς πως είχε ζώα πολλά και δεν είχε ανάγκη. Μάλιστα του ξομολογήθηκε πως είχε και γουρούνια. "Και τί τα ταΐζεις τα γουρούνια σου, αγά;" ρώτησε ο Ρεζίλης από περιέργεια. "Απ' όλα τρώνε!" καμάρωσε ο αγάς. Σαν τ' άκουσε αυτό ο Ρεζίλης κατέβασε μια ιδέα. Άμα κοιμήθηκαν όλοι στο κονάκι, κατέβηκε κρυφά και σε κάθε σακί κοπριά έχωσε ένα χρυσό φλουρί. Μετά πήγε κι αυτός και κοιμήθηκε μέχρι το πρωί.

Τα γουρούνια που ήταν δίπλα από τον στάβλο μύριζαν την κοπριά και ήταν ανήσυχα. Βγαίνει ένα, πάει και γρουτς-γρουτς σκίζουν ένα σακί, χύνεται έξω η κοπριά. Βγαίνει άλλο, πάει γρουτς-γρουτς σκίζει και το δεύτερο. Σιγά-σιγά βγήκαν όλα τα γουρούνια, πάνε τα σακιά με την κοπριά. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, κατεβαίνει στον στάβλο, βάνει τις φωνές: "Τρέξε, αγά μου! Τρέξε! Τα γουρούνια σου έγαφαν τις λίρες μου!" Τρέχει ο αγάς, προσπαθεί να τον ηρεμήσει. "Τί λες, άνθρωπέ μου; τρων τα γουρούνια λίρες; κάτι άλλο θα γένικε..." "Όχι, τα γουρούνια σου έφαγαν τις λίρες μου! Εσύ είπες ψες πως τρων απ' όλα!" επέμενε ο Ρεζίλης. Κάνει ένα βήμα βρίσκει μια λίρα μες στην κοπριά που ήταν σκορπισμένη παντού στην αυλή. "Να μια λίρα!" φωνάζει στον αγά. Πάει πιο εκεί, βρίσκει άλλη μια. Βρίσκει μια κι ο αγάς ο ίδιος. "Δεν ξέρω τί θα κάμεις, πρέπει να σφάξουμε τα γουρούνια σου να πάρω τα φλουριά πίσω, αλλιώς το λέω στον πασά..." Τρελάθηκες ο αγάς σαν τ' άκουσε. Κάλλιο είχε τον δώσει από τα δικά του τα φλουριά παρά να σφάξει τα ζωντανά -πιο πολύ θα του κόστιζε. "Κι άμα σου δώσω εγώ τις λίρες που φάγαν τα ζωντανά...;" "Ε, τότες αλλάζει το πράμα..." και τάχα δέχτηκε ο Ρεζίλης την προσφορά του αγά. Του φορτώνει ο αγάς δώδεκα μουλάρια λίρες και του δίνει κι ένα μουλάρι ακόμα κι ένα σακί φλουριά για κείνον, να το κρατήσει, να μην πει κουβέντα στον πασά για τα γουρούνια που φάγαν τις λίρες. Τον χαιρετά ο Ρεζίλης και φεύγει.

Κατά το μεσημεράκι έφτασε στο χωριό. Τον περίμεναν οι συγχωριανοί στην γέφυρα να δουν τι είχε κάνει στην πόλη. "Ε, Ρεζίλη," του παν σαν τον είδαν "τί έγινε στην πόλη;"
"Α, χωριανοί," λέει εκείνος χαμογελαστός όπως πάντα "εσείς κακό πήγατε να μου κάνετε, αλλά ο Θιός είναι μεγάλος! Να πούλησα την κοπριά και γύρισα."
"Και πόσο την πούλησες;"
"Μια λίρα το σκατό."
"Ψέματα λες!"
"Τί ψέματα, να κοιτάτε άμα δεν με πιστεύετε: με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα κοπριά με δεκατρία γυρίζω κι όλα φορτωμένα λίρες!"
Κοιτάν οι χωρικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους.

Τους δάγκωσε πάλι η ζήλια, παν στα σπίτια τους! Παίρνουν ό,τι καθαρτικό βρίσκουν μπροστά τους και τους πήγε τρεις και πέντε... Μαζεύουν το σκατό, το κάνουν κοπριά. Την άλλη μέρα ξεκινάν για την πόλη. Πάνε ίσια στην αγορά κι αρχίζουν να διαλαλούν την πραμάτια τους. Και ποιοί ενδιαφέρονται να αγοράσουν κοπριά; Οι μπαχτζεβαναίοι, αυτοί που έχουν κήπους, μποστάνια... Πάνε, τους ρωτάνε πόσο πουλάνε την κοπριά για να κάμουν συμφωνία.
"Μια λίρα το σκατό!" απαντάνε οι συγχωριανοί του Ρεζίλη.
"Βρε, μπας κι είστε τρελοί;" ρωτάνε οι μπαξεβάνηδες.
"Όχι, μια λίρα το σκατό! Κι αν σας αρέσει!" επέμεναν οι χωριανοί.
Συνεννοούνται τότε οι άλλοι και τους δίνουν ένα ξύλο... Τόσες έφαγαν οι χωριανοί όσες τρώει ένα νταούλι σ' έναν γάμο! Και τους πήραν και την κοπριά τσάμπα.

Γύρισαν πίσω στο χωριό τους και δαρμένοι και χαμένοι και ήτανε πυρ και μανία με τον Ρεζίλη. Ήθελαν οπωσδήποτε να τον εξαφανίσουν! Τώρα πιο πολύ από πριν!

Συνεχίζεται...


Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 1

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη...
Κλώτσο έδωσα γερό!
Παραμύθι αρχινώ!

Μια φορά κι ένα καιρό σ' ένα πλούσιο χωριό  έφτασε ένας άνθρωπος με την γυναίκα του και τα παιδιά του. Είχε φύγει από τον τόπο του που ήταν φτωχός κι η γης δεν έδινε γεννήματα και έψαχνε ένα τόπο να μείνει, να βρει την τύχη του. Βρήκε μια γωνιά κι έχτισε το σπιτάκι του. Σαν ζήτησε από τους προεστούς του χωριού ένα χωραφάκι, εκείνοι του έδειξαν ένα χερσότοπο. "Ευχαριστώ πολύ!" είπε εκείνος και με τη γυναίκα του και τα παιδιά του κούτσου-κούτσου άρχισαν να καθαρίζουν το μέρος. Το όργωσαν, το έσπειραν και όταν ήρθε η εποχή θέρισαν και πούλησαν τον καρπό στην πόλη. Με τα λεφτά που έβγαλαν, πήραν μερικά ζώα: δυο κότες για τα αυγά, μια αγελάδα για το γάλα, ένα γαϊδουράκι για να πηγαίνουν στον μύλο. Προκομμένη ήταν η οικογένεια όλη και γρήγορα αυγάτισαν το βιός. Πήραν και δεύτερο χωράφι, και μετά και τρίτο. Πήραν κι άλλα ζώα. Και κάθε χρόνο πρόκοβαν όλο και περισσότερο. Το χωριό όμως που ήταν πλούσιοι αλλά μίζεροι άνθρωποι, άρχισε να ζηλεύει και από τη ζήλια τους που τον έβλεπαν να προκόβει όλο και περισσότερο κάθε χρόνο, τον φώναζαν Ρεζίλη. Αυτόν όμως δεν τον πείραζε. Μ' όλους είχε παρτίδες και όταν του καλημέριζε κι εκείνοι του αντιγύριζαν "Καλημέρα, Ρεζίλη!" εκείνος χαμογελούσε πλατιά. 

Και περνούσε ο καιρός κι ο Ρεζίλης κι η οικογένειά του ήταν από τους πιο πλούσιους του χωριού -καρφί στα μάτια των συγχωριανών του που σιγά-σιγά άρχισαν να σκέφτονται πως θα του έκαμαν κακό. Δεν μπορεί αυτός που ήρθε ξυπόλυτος απ' του διαόλου τη μάνα να πρόκοψε τόσο πολύ κι αυτοί που ήταν από τον τόπο να έμεναν στα ίδια. 

Μαζεύτηκαν λοιπόν, ένα βράδυ στο καφενείο και συζητούσαν πως να τον διώξουν απ' το χωριό τους, γιατί λέει, τους ντρόπιαζε... "Να τον σκοτώσουμε!" είπε ο πρόεδρος. "Όχι! Όχι!" φώναξε ο παπάς "Ό,τι θέλετε κάνετε, τέκνα, αλλά προς Θεού! μη βάψετε τα χέρια σας με αίμα ανθρώπου!" "Τότε να σφάξουμε όλα τα ζωντανά του!" πετάχτηκε ο μπεχτζής (που πα να πει ο αγροφύλακας) "Άμα δεν έχει τα ζωντανά του, θα αναγκαστεί να φύγει απ' τον τόπο μας!" Συμφώνησαν όλοι, πάνε και σκοτώνουν όλα τα ζώα του Ρεζίλη. Το κοπάδι τα γιδοπρόβατα, τα γουρούνια, τις κότες... τίποτα δεν άφησαν. Ξυπνάει το άλλο πρωί η γυναίκα του Ρεζίλη, βγαίνει έξω να πάει προς νερού της, τι να δει! Ούτε ζώο ούτε πουλί είχε μείνει. Φωνάζει τον Ρεζίλη να δει το κακό που τους είχε βρει. Βγαίνει εκείνος έξω, βλέπει τη γυναίκα του να κλαίει. "Μη κλαις γυναίκα" της λέει. "Ο Θεός μεγάλος είναι και δεν θα μας αφήσει έτσι. Έλα να γδάρουμε τα ζώα και θα πάω να πουλήσω τα τομάρια την πόλη. Και με τα χρήματα θα πάρουμε καινούρια ζώα και θα ξανακάνουμε το βιός μας."

Και πιάνουν μια και δυο ο Ρεζίλης κι η γυναίκα του και γδέρνουν τα ζώα που είχαν σφάξει οι συγχωριανοί του. Τα τεντώνουν, τα στεγνώνουν, σαν ήταν έτοιμα, τα φορτώνεται ο Ρεζίλης και ξεκινάει για την πόλη. Στο γιοφύρι απάνω τον περίμεναν οι συγχωριανοί του. Σαν τον είδαν από μακριά άρχισαν να γελάνε. "Πού πας βρε καημένε, Ρεζίλη;" τον ρώτησαν σαν πλησίασε. "Ε, να, στην πόλη πάω να πουλήσω τα δέρματα..." απάντησε εκείνος χαμογελαστός. Ξεμάκρυνε ο Ρεζίλης, ακόμα γελούσαν οι συγχωριανοί του.

Εκεί που πήγαινε μέσα στο δάσος μοναχός του, ακούει πίσω από κάτι θάμνους μια φωνή: "Να μπανά! Σα μπανα! Να μπανα! Σα μπανά!" Αφήνει κάτω το φορτιό του, πλησιάζει σιγά-σιγά, κάνει έτσι τα κλαδια, τί να διει: δυο λησταρχαίοι είχα μπροστά τους τρία μπαούλα λίρες και τα μοίραζαν. "Πάρε εσύ! Παίρνω εγώ!" αυτό έλεγαν. Σκέφτεται λίγο ο Ρεζίλης και μετά αρχίζει να φωνάζει: "Εεεεε! Γιάννη! Κώστα! Παύλο! Πάτε από την άλλη μεριά! Εσύ Δημητρό, μαζί μου! Εδώ είναι οι παλιοκλεφταραίοι! Τους πιάσαμε!" Σαν άκουσαν τις φωνές οι κλέφτες φοβήθηκαν. Παράτησαν τα μπαούλα με τις λίρες  κι όπου φύγει, φύγει... Πάει τότε ο Ρεζίλης, παίρνει δυο χούφτες λίρες, τις βάνει στις τσέπες του. Μετά κρύβει καλά τα μπαούλα και τραβάει στην πόλη. Αγοράζει τρία καλά αλόγατα. Γυρνάει στο δάσος, εκεί που είχε κρύψει τα μπαούλα με τις λίρες, τα φορτώνει στα ζώα. Ξεκινάει να γυρίσει πίσω στο χωριό του.

Σαν πήρε να βραδιάζει έφτασε στο γιοφύρι καμαρωτός πάνω στ' άλογο. Σαν τον είδαν οι χωριανοί έτριβαν τα μάτια τους.
"Τί έγινε, Ρεζίλη στην πόλη; Πούλησες τα δέρματα;" τον ρώτησαν.
"Αν τα πούλησα; Δεν βλέπετε εδώ; Τρία μπαούλα λίρες έκαμα απ' τα τομάρια!"
"Μα είναι δυνατόν βρε, Ρεζίλη; Τόσες λίρες από τα δέρματα; Πόσο τα πούλησες;"
"Μια λίρα, μια τρίχα!"
"Μας κοροϊδεύεις;"
"Μπα, σε καλό σας! Δείτε και μόνοι σας τις λίρες! Α, συγχωριανοί, εσείς πήγατε να με βλάψετε, αλλά δεν πειράζει. Να που ο Θεός είναι μεγάλος και με ξεπλήρωσε!"
Και λέγοντας αυτά πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

Χωρίς να σκεφτούν οι χωριανοί, τυφλωμένοι από την ζήλια τους, πάνε σφάζουν όλα τα ζωντανά τους και την άλλη μέρα κατεβαίνουν στην πόλη. Πάνε στην αγορά να πουλήσουν τα δέρματα. Και ποιός αγοράζει δέρματα; Οι ταμπάκηδες, αυτοί που φτιάχνουν παπούτσια, οι βυρσοδέψες. Πάνε αυτοί που θέλαν το εμπόρευμα, λοιπόν, και τους ρωτάνε πόσο πουλάν τα δέρματά τους. "Μια λίρα, μια τρίχα!" λεν οι χωρικοί. "Βρε, τρελοί είστε;" λεν οι ταμπάκηδες. "Όχι. Αυτή είναι η τιμή μας: μια λίρα μια τρίχα! Κι αν σας αρέσει!" επέμεναν οι χωρικοί που'χαν ζηλέψει την τύχη του Ρεζίλη. Αλλά οι ταμπάκηδες που δεν σήκωναν και πολλά, συνεννογιούνται και τους πλακώνουν στο ξύλο. Τους παίρνουν και τα δέρματα τσάμπα. Δαρμένοι γύρισαν στο χωριό και ούτε λίρα τσακιστή στο κεμέρι τους.

Τέτοιο χουνέρι που έπαθαν δεν θα το άφηναν έτσι.

Συνεχίζεται... 

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Τα τρία μιτζίτια που έκαψαν την Πόλη -2

Κι αφού συνεννοήθηκε ο Γιάννης με τους καταστηματαρχέους τραβάει μια και δυο για το λουτρό. Εκείνη τη μέρα ήτανε Σάββατο και υπήρχε νόμος από παλιά κάθε Σάββατο να είναι ελεύθερη η είσοδος στα λουτρά για τον καθένα, ακόμα και για τους πολύ φτωχούς, αυτούς που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Σαν είδε ο Αλής τον Γιάννη έτσι όπως ήταν κουρελής και βρωμιάρης, στράβωσε τα μούτρα του.  Αλλά τί να κάνει; Ο νόμος είναι νόμος. Τού 'δωκε ένα παλιό, τρύπιο μπουρνούζι και κάτι παλιά, σπασμένα τσόκαρα και τον άφηκε να περάσει παραμέσα. Κι όσο ο Γιάννης έπαιρνε το λουτρό του, περνούσε η ώρα και στις δώδεκα ακριβώς νάσου ο μάγερας μ' ένα τεράστιο νταμπλά γεμάτο όλα τα καλά. Στάθηκε ωραία-ωραία μπροστά στο χαμάμ κι άρχισε να φωνάζει: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" που πα' να πει: "Προσέξτε εδώ κι ακούστε καλά! Το βασιλόπουλο των Ινδιών έφτασε στη Πόλη!" Κι είχε μια φωνή! Καμπάνα! Όλος ο μαχαλάς τον άκουγε. Βγήκε έξω ο παραγιός του Αλί να δει τί γίνεται. Μέχρι να πάει να πει στο αφεντικό για τον μάγερα που' χε μπαστακωθεί και δεν έλεγε να φύγει μπροστά από το λουτρό, νάσου εμφανίζεται και ο ποτοποιός με ποτά και ροσόλια πιο πολλά κι απ' τα νερά του Βοσπόρου. Και βάλθηκε να φωνάζει κι αυτός: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" Βάλθηκε ο Αλής να τους διώξει: "Βρε άνθρωποι του Αλλάχ! Τρελοί είσατε; Ποιός πρίγκηπας των Ινδιών και κουραφέξαλα;..." Και πάνω που έλεγε αυτά και άλλα τέτοια νάσου έρχεται και ο ζαχαροπλάστης κι αρχινάει κι αυτός τα "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" Κι όσο τους έδιωχνε ο χαμαμτζής τόσο τον χαβά τους αυτοί: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" "Ακούσατε! Ακούσατε! Ο πρίγκηπας των Ινδιών ήρθε να δοκιμάσει την φιλοξενία του τόπου μας!" "Βρε τι μου τσαμπουνάτε; Κανείς δεν είναι στο λουτρό! Ένας αλήτης είναι μέσα μόνο...."

Κοντοστάθηκε για ένα λεπτό ο Αλής και σκέφτηκε: "Βρε μπας κι έχουν δίκιο αυτοί οι τρεις; Βρε μπας κι είναι πρίγκηπας αυτός που' ναι μέσα και μού' ρθε σαν αλήτης για να με δοκιμάσει...;" Πιάνει αμέσως και στέλνει με τον παραγιό του μήνυμα στο σεράι "το και το: το βασιλόπουλο των Ινδιών ήρθε να δοκιμάσει την φιλοξενία του τόπου μας και τώρα είναι στο λουτρό μου σαν αλήτης. Στείλτε του γρήγορα ό,τι χρειάζεται!"  Σαν τ' άκουσε ο σουλτάνος, αμέσως διέταξε να φορτώσουν σε άμαξες ρούχα μεταξωτά και παπούτσια χρυσά και είπε να ετοιμαστεί τιμητική συνοδεία και ένα τάγμα φρουροί αραπάδες για τον διάδοχο του θρόνου των Ινδιών. Μετά ανέβηκε στην χρυσή του άμαξα και όλοι μαζί πήγαν στο χαμάμ του Αλή και περίμεναν τον Γιάννη να τελειώσει το λουτρό του.

Τό 'ξερε ο Γιάννης πως έτσι θα γινότανε και δεν βιαζόταν. Πήρε το λουτρό του, καθαρίστηκε, τρίφτηκε, αρωματίστηκε... Σαν ζήτησε τα ρούχα του από τον χαμαμτζή, τάχα σα να μην ήξερε τί είχε συμβεί, εκείνος τού' φερε τα χρυσά και τα μεταξωτά. Και ντύθηκε ο Γιάννης και στολίστηκε και όταν βγήκε έξω έμοιαζε πρίγκηπας σωστός! Είχε λεβέντικη κορμοστασιά, και τώρα καθαρός και στολισμένος που ήταν κανείς δεν γνώριζε τον Γιάννη τον μεθύστακα. Όλοι έβλεπαν μπροστά τους το βασιλόπουλο απ΄τις Ινδίες. Χαιρέτησε ο σουλτάνος τον Γιάννη σα νά' ταν στ' αλήθεια βασιλόπουλο, αντιχαιρέτισε ο Γιάννης κατά πώς έπρεπε, γιατί όπως είπαμε και μεγαλωμένος με τρόπους και αρχές ήταν και σπουδαγμένος. Και σαν τέλειωσαν οι χαιρετισμοί ανέβηκε στην άμαξα την χρυσή μαζί με τον σουλτάνο και πήγαν στο παλάτι.

Σαν έφτασαν στο παλάτι, φιρμάνι έβγαλε ο βασιλιάς ν' αρχινέψουν οι γιορτές και τα πανηγύρια. Και Δώσ' του πυροτεχνήματα και ' να βαράν τα κανόνια για να τιμήσουν τον Ινδό πρίγκηπα και δώσ' του λαμπαδηδρομίες! Να καίγεται η Πόλη απ' την μια άκρη μέχρι την άλλη και ρουθούνι να μην έχει ανοίξει! Αυτά έβλεπε ο Γιάννης απ' το παράθυρό του και χαιρόταν γιατί είχε καταφέρει και την Πόλη να κάψει με τα τρία μιτζίτια και κανείς να μην πάθει τίποτα. Κι αν του έλεγε τίποτα η βασιλοπούλα όταν τον συναντούσε, θα της έλεγε τότενες κι αυτός!

Μα σαν κάθισαν να φαν στο βασιλικό τραπέζι και φώναξε βασιλιάς τη γυναίκα του και την κόρη του, εκείνη δεν γνώρισε τον Γιάννη τον μεθύστακα που τού' χε δώσει τις τρεις λίρες για να κάψει την Πόλη. Τον πέρασε κι αυτή για το βασιλόπουλο από τις Ινδίες κι όλο τον ρωτούσε για την πατρίδα του. Και καθώς ήταν σπουδαγμένος ο Γιάννης και ταξιδεμένος της έλεγε κι όλο της έλεγε. Και τον άκουγε εκείνη με το στόμα ανοιχτό.

Και καθώς τον είχαν για το πριγκιπόπουλο των Ινδιών, τον κάλεσε ο σουλτάνος στο συμβούλιο την άλλη μέρα. Και άκουγε ο Γιάννης προσεκτικά και όταν τον ρώτηξαν, είπε τη γνώμη του και όλοι θαύμαξαν τη σύνεση και την σοφία των λόγων του. Το βράδυ πιάνει ο βασιλιάς μιλάει στην γυναίκα το: "Το και το, σουλτάνα μου: μεγάλη σύνεση έδειξε στο συμβούλιο ο Ινδός πρίγκηπας και όλοι τον θαύμαξαν. 'Ομορφος είναι, μυαλομένος είναι και μια μέρα θα γίνει βασιλιάς των Ινδιών. Τί λες να τον κάνουμε γαμπρό μας και γιο μας και να ενώσουμε τα δύο βασίλεια;"
"Καλά λες, άντρα μου" λέει η σουλτάνα. "Θα το πω στην κόρη μας και θα κανονίσουμε τους γάμους το συντομότερο."  Και πιάνει το ίδιο βράδυ την κόρη της και της μιλά: "Τί λες, κόρη μου, σ' αρέσει ο Ινδός να τον πάρεις άντρα σου;"
"Μ'αρέσει, ανάμ!"
Το λέει η σουλτάνα στον σουλτάνο.

βασίλειά μας. Τί λες; Δέχεσαι;"

Τόμπολα! Τί να πει τώρα ο Γιάννης; Αρχίζει και σοβαρεύει πολύ το πράμα.
"Πατισάχ μου," του λέει "πολύ με τιμά η πρότασή σου και την κόρη σου ποιός δεν θα την έπαιρνε για γυναίκα του, αλλά εδώ μου μιλάς για να ενώσουμε τα βασίλεια και για τέτοιο μεγάλο θέμα πρέπει να λάβει γνώση κι ο πατέρας μου..."
"Πες εσύ το ναι και μη σκας!" του λέει ο σουλτάνος. "Θα στείλω τώρα αμέσως αγγελιοφόρο στις Ινδίες!" Σκέφτεται ο ο Γιάννης "Ένα μήνα θα κάνει να πάει ο αγγελιοφόρος στις Ινδίες κι άλλον ένα μήνα να γυρίσει. Έχω καιρό να γλιτώσω το κεφάλι μου..." και λέει το ναι. Πιάνει αμέσως ο σουλτάνος και γράφει γραφή στον βασιλιά των Ινδιών και την στέλνει την ίδια στιγμή.

Σαν έφτασε ο αγγελιοφόρος στις Ινδιές και διάβασε τη γραφή ο βασιλιάς, φωνάζει τη βασίλισσα. "Βρε, γυναίκα," της λέει "έχουμε εμείς παιδιά;"
"Τί λες, βασιλιά μου, να σε χαρώ;" απόρησε η μαχαρανή. "Με τον πόνο μου παίζεις; Αφού ξέρεις πως δε μας δώσαν παιδιά οι θεοί..."
"Για διάβασε τότε εδώ και πες μου τη γνώμη σου" της λέει και της δίνει τη γραφή.
Διαβάζει η μαχαρανή, απόρησε ακόμα πιο πολύ.
"Θα στείλω γραφή στον σουλτάνο να του πάρει το κεφάλι του απατεώνα!"
 "Άντρα μου, αυτά σοβαρά πράματα είναι. Αυτός ο άνθρωπος όποιος κι αν είναι, πέρασε για πρίγκηπας των Ινδιών, που πα να πει πως κι έξυπνος είναι και μορφωμένος για να μπορεί να σταθεί στο παλάτι. Κι ο Σουλτάνος είναι ενθουσιασμένος μαζί του. Αν του γράψεις κατά πως λές μπορεί να θυμώσει πως τον κοροϊδέψαμε και να έχουμε πόλεμο. Γράψε γραφή πως δεχόμαστε τον γάμο και άμα γίνει, θα στείλουμε τον στόλο μας να φέρουν γαμπρό και νύφη. Και τότε τον σκοτώνουμε εμείς τον πεζεβέγκη."
"Καλά λες, γυναίκα!" λέει ο μαχαραγιάς και πιάνει και γράφει γραφή να γίνουν οι γάμοι όπως αρμόζει.

Περνούσε ο καιρός και σκεφτόταν ο Γιάννης πώς θα γίνει να γλιτώσει το κεφάλι του. Μόλις διαβάσει την γραφή ο βασιλιάς των Ινδιών θα στείλει απάντηση πως είναι απατεώνας και τότε θα του πάρουν το κεφάλι... Πάνω στους δυο μήνες εκεί που καθόταν στο παράθυρο, βλέπει να μπαίνει από την πύλη ένας καβαλάρης. Ο αγγελιοφόρος. "Ως εδώ ήταν..." σκέφτεται. "Τώρα, πάει το κεφάλι μου..."
Σαν διαβάζει ο σουλτάνος την απάντηση από τις Ινδίες καταχάρηκε. Φωνάζει τον Γιάννη και του δείχνει τα μαντάτα. Από τη μια απόρησε ο Γιάννης από την άλλη σκεφτόταν πως αφού δεν θα του πάρουν το κεφάλι στην Πόλη, θα του το πάρουν στις Ινδίες. Αλλά μέχρι τότε είχε καιρό. Για την ώρα έπρεπε να ετοιμαστεί για τον γάμο.

Και τί γάμο! Βασιλικό! Πυροτεχνήματα, λαμπαδηδρομίες, κανόνια να βαράνε! Έγινε η νύχτα μέρα! Ένα μήνα καιγότανε η Πόλη απ' τα γιορτάσια! Και νάτανε μόνον αυτό; Γιορτές και πανηγύρια είχαν και στις Ινδίες! Κι εκεί πυροτεχνήματα κι εκεί να καίγεται η χώρα απ' άκρη σ' άκρη!Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που έκαιγε την Πόλη ο Γιάννης και μαζί έκαιγε και τις Ινδίες!

Και νάσου φτάνει η Ινδική αρμάδα στο λιμάνι! Δώστου πάλι κανόνια να βαράνε χαιρετισμό. Δώστου ν' απαντάει ο τούρκικος στόλος με άλλα κανόνια. Ανεβαίνουν στο καράβι ο Γιάννης κι η βασιλοπούλα, φορτώνουν και δώρα βασιλικά για τους μαχαραγιάδες των Ινδιών και ξεκινάνε.

Σαν φτάσανε στις Ινδίες και πήγαν στο παλάτι τους περίμενε το βασιλικό ζευγάρι. Χαιρέτησε ο Γιάννης σας γιος και πρίγκηπας, χαιρέτησε η βασιλοπούλα και αρχίνεψαν άλλες γιορτές κι άλλα πανηγύρια. Ένα μήνα γιορτάζανε την επιστροφή και τον γάμο του πρίγκηπα στις Ινδίες. Σαν πέρασε ο μήνας αυτός, ένα βράδυ, αφού απόφαγαν, παίρνει η μαχαρανή τη νύφη της κι αφήνει τον Γιάννη μόνο με τον μαχαραγιά. "Τώρα που μείναμε μόνοι μας," λέει ο μαχαραγιάς τον Γιάννη "πες μου ποιός είσαι και γιατί τα έκανες όλα αυτά πριν σου πάρω το κεφάλι." "Θα σου πω, μαχαραγιά μου," λέει ο Γιάννης "κι εσύ αποφάσισε κατά πώς πρέπει." Και πιάνει και του λέει όλη την ιστορία: πώς ήταν από πλούσια οικογένεια, πώς πήγε να σπουδάσει, πώς έχασε όλη του την περιουσία προσπαθώντας να βοηθήσει τους συμπατριώτες του, πώς κατάντησε μεθύστακας και μπεκρής, πώς έφτασε να ζητάει τρία μιτζίτια για να κάψει την Πόλη. Πώς όταν τού' δωκε η βασιλοπούλα τις τρεις λίρες για να κάψει την Πολη, αλλιώς θα του έπαιρνε το κεφάλι, εκείνος σκέφτηκε αυτόν τον τρόπο για να μην κάμει κακό σε κανέναν. Όλα του τά' πε. Κι άγουγε ο μαχαραγιάς και θαύμαζε. "Καλά," του είπε στο τέλος."Θα το σκεφτώ απόψε κι αύριο θα σου πω την απόφασή μου." "Όπως επιθυμείς, βασιλιά μου!" απάντησε ο Γιάννης.

Σαν πήγε στην κρεβατοκάμαρη, πιάνει την βασιλοπούλα και την ρωτάει: "Ξέρεις ποιός είμαι εγώ, γυναίκα;" "Μπά σε καλό σου! Ο πρίγκηπας των Ινδιών, άντρα μου!" απαντάει εκείνη.
"Όχι."
"Πώς όχι;"
"Θυμάσαι πριν έξι μήνες, έναν μεθύστακα που φώναζε στην πλατεία πως αν είχε τρία μιτζίτια θα έκαιγε την Πόλη; Κι εσύ του έδωσες τρεις λίρες και του είπες πως αν δεν το κάνει σε τρεις μέρες, θα του έπαιρνες το κεφάλι;"
"Κάτι θυμάμαι..."
"Ε, αυτός ο μεθύστακας είμαι εγώ. Δεν με πήγαινε η καρδιά να βάλω φωτιά και να κάψω κι ανθρώπους μαζί με τα κτίρια και βρήκα άλλον τρόπο να την κάψω. Και την έκαψα δυό φορές και μαζί με την Πόλη έκαψα και τις Ινδίες."
"Αν το έκανες αυτό αξίζεις δυο φορές να είσαι άντρας μου!" του απάντησε τότε η βασιλοπούλα.

Σαν πήγε ο μαχαραγιάς στην δική του κρεβατοκάμαρη πιάνει και λέει στην μαχαρανή ό,τι τού' χε διηγηθεί ο Γιάννης. "Τί κάνουμε τώρα;" ρωτάει "Άντρα μου," του λέει η μαχαρανή "εμείς παιδιά δεν αξιωθήκαμε και κατά πώς τα λες αυτός ο Γιάννης είναι σπουδαγμένος κι άξιος. Και ένα μήνα τώρα που είναι εδώ φάνηκε συνετός και καλός. Εγώ λέω να τον κάνουμε γιο μας στ' αλήθεια."

Και πραγματικά, ο βασιλιάδες των Ινδιών έκαναν γιο τους τον Γιάννη και σαν ήρθε η ώρα, ο Γιάννης έγινε μαχαραγιάς και έζησε με τη γυναίκα του χρόνια πολλά, μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!


Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Τα τρία μιτζίτια που έκαψαν την Πόλη -1

Καλή Χρονιά σε όλους!

Και στο ξεκίνημα ποδαρικό θα μας κάνει ένα παραμύθι πολίτικο!

Μια φορά κι ένα καιρό, το λοιπόν, πέρα μακρυά, στην Πόλη, ζούσε ένας νέος. Μοναχογιός ήταν κι από πλούσια οικογένεια. Μοσχαναθρεμμένος. Στα πούπουλα τον είχαν οι γονιοί του. Με μέλι και με γάλα μεγάλωνε. Στα καλύτερα σχολειά τον έστειλαν να μάθει γράμματα, του θεού τα πράγματα, να γενεί χρήσιμος άνθρωπος σα μεγαλώσει. Και σαν μεγάλωσε τον έστειλαν και στην Ευρώπη, στα Λονδίνα και στα Παρίσια να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα και να βοηθήσει τον τόπο του μια μέρα. Κι ήρθε μια μέρα και ο Θεός πήρε κοντά του τους γονιούς του νέου. Κι έμεινε εκείνος μόνος του με μια περιουσία αμύθητη! Κτήματα, μαγαζιά, μετρητά, μπαούλα γιομάτα κοσμήματα και λίρες! Κάθισε κάτω ο νέος και σκέφτηκε "πάντα οι γονιοί μου ό,τι ήθελα με το δίνανε και με σπούδαξαν και με κάμαν άνθρωπο. Τώρα που τους πήρε ο Θεός κοντά του, θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου..." Αρχίνεψε, το λοιπόν, να χτίζει σχολειά, να φτιάνει βιβλιοθήκες, να ιδρύει φτωχοκομεία, συσσίτια, να μοιράζει λεφτά και χωράφια από δω κι από κει σ' όποιον είχε ανάγκη. Και δίδασκε κι ο ίδιος. Προσπαθούσε να νουθετήσει τους συμπατριώτες του, μα εκείνοι τίποτα... Ούτε στα σχολειά στέλναν τα παιδιά, ούτε οι ίδιοι καθόντουσαν να να ακούσουν τί είχε να τους πει ο νέος, να μάθουν δυο καινούρια πράγματα, να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Μόνο τα λεφτά άρπαζαν μέσα από τα χέρια του και μετά... 'μη τον είδατε'...

Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια και έδωσε όλη την περιουσία ο νέος σε ευεργεσίες και σε ιδρύματα μα του κάκου... Και χάθηκε το βιός των γονιών του. Κι από τη στενοχώρια του ο νέος άρχισε να πίνει. Πίνε-πίνε κατάντησε ένας μεθύστακας μπεκρής. Κουρελής κι αξυπόλυτος γύρναγε στις γειτονιές κι από ταβέρνα σε ταβέρνα. Και πάντα με μια μπουκάλα στο χέρι τον έβλεπες και τα παιδιά του φώναζαν "Εεεεεεπ! Ντούρος!" και τον κορόιδευαν όπου τον έβρισκαν. Είχε καταντήσει να τον κλαιν κι οι ρέγγες...

Μια μέρα, που είχε μεθύσει πάλι κι ήτανε σκνίπα και δεκάρα δεν τού' χε μείνει και τα παιδιά τον κορόιδευαν "Εεεεεεπ! Ντούρος!" άρχισε να τα βάζει με τους διαβάτες και να φωνάζει πως είχε ξοδέψει όλο του το βιός κι εκείνοι του ήταν αχάριστοι και άξεστοι και τεμπέληδες. "Αν είχα τρία μιτζίτια, θα έκαιγα την Πόλη!" φώναζε μέρα μεσημέρι μπροστά από την Αγιασοφιά. "Αν είχα τρία μιτζίτια, θα την έκαιγα την Πόλη συθέμελα!" Τρία μιτζίτια, σα να λέμε, ήταν τότες σα τρία πενηντάλεπτα σημερινά. Και δώσ' του να φωνάζει και να ξεσηκώνει τον κόσμο. Είχε μαζευτεί πλήθος και γέλαγε μαζί του και  με το κατάντιο του. Κι εκείνη την ώρα, που λέτε, έτυχε να περνάει από κει με την άμαξά της η βεζυροπούλα. Κόσμος γεμάτη η πλατεία, δεν μπορούσε να περάσει η άμαξα, σταμάτησε. Προστάζει τον αμαξά η βεζυροπούλα τότες "Σύρε διες τί συμβαίνει κι έλα να με πεις!" Πάει ο αμαξάς, ρωτάει, γυρνάει λέει στη βεζυροπούλα "Το και το, κυρά μου: ένας μεθύστακας κάνει φασαρία στην πλατεία και φωνάζει πως αν είχε τρία μιτζίτια θα έκαιγε την Πόλη..." "Α, έτσι;" λέει μέσα της η βεζυροπούλα "τώρα θα γελάσουμε..." και λέει στη βάγια της να την ακολουθήσει. Κατεβαίνει από την άμαξα, και μια και δυο πάει στην πλατεία κι ακούει με τα ίδια της τ' αυτιά τον μεθύστακα να φωνάζει πως αν είχε τρία μιτζίτια θα έκαιγε την Πόλη. Πλησιάζει, ανοίγει δρόμο ο κοσμάκης στο διάβα της. Πιάνει, βγάζει από το πουγγί της τρεις λίρες χρυσές και τις δίνει στον μεθύστακα. "Να! Τρεις λίρες σε δίνω!" του λέει "Κι αν σε τρεις μέρες δεν έχεις κάψει την Πόλη, θα σε πάρω το κεφάλι!" Και φεύγει. Κόκαλο ο μεθύστακας.

Η βεζυροπούλα, για να πούμε την αλήθεια, δεν εννοούσε αυτό που είπε, πως τάχα δηλαδή θα του έπαιρνε το κεφάλι αν σε τρεις μέρες δεν έκαιγε την Πόλη. Ήθελε μόνο να του δώσει τις τρεις λίρες μπας και γλίτωνε από τη φτώχεια του και την κατάντια του. Μέχρι να γυρίσει στην άμαξα είχε ξεχάσει κιόλας τί είχε πει. Έλα όμως που ο μεθύστακας δεν το ξέχασε...

Κι όχι μόνο δεν το ξέχασε, αλλά σαν άκουσε τί τού 'πε η βεζυροπούλα όταν του έδινε τις λίρες, ξεμέθυσε στη στιγμή. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει. Σαν τρελός έφυγε τρέχοντας και πήγε σε μια παράγκα που είχε σκαρώσει με λαμαρίνες και κοιμότανε τα βράδυα. Εκεί κάθισε κάτω κι έστυψε το κεφάλι του να δει πως θα γινόταν να το γλιτώσει. "Σάμπως να πάρω μια καραβιά λάδι και να το χύσω γύρω-γύρω απέ την Πόλη και να βάλω φωτιά; Αμά τί με φταίνε οι άνθρωποι να καούν...;" Και πέρασε η πρώτη μέρα και ξημέρωσε η δεύτερη. Σκεφτότανε ο νέος: "Σάμπως να βάλω φωτιά στο δάσος γύρω απέ την Πόλη μαζί με δέντρα να καεί; Αμά και πάλι θα καεί κι ο κοσμάκης και τί φταίει αν εγώ κατάντησα μεθύστακας και μπεκρής και άμα πιώ δεν ξεύρω τί λέω...;" Δεν του πήγαινε καρδιά τώρα που ήταν ξεμέθυστος να πάρει τον αθώο κόσμο στον λαιμό του. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος αυτός. Ήτανε σπουδαγμένος! Και δώσ' του να στύβει το μυαλό του να βρει μια λύση και την πόλη να κάψει, να γλιτώσει το κεφάλι του, και κόσμος να μην χαθεί. Και πέρασε και η δεύτερη μέρα. Και βράδυασε κι ακόμα σκεφτότανε ο νέος.

Εκεί κοντά στο ξημέρωμα πετιέται πάνω και φωνάζει: "Το βρήκα!" Και πέφτει στο αχερένιο στρώμα και κοιμάτε καναδυό ωρίτσες. Μόλις χάραξε η μέρα, και μια και δυο τραβάει για το μεγαλύτερο μαγέρικο της Πόλης. Μπαίνει μέσα με τη χρυσή λίρα στο χέρι. Βρίσκει τον αρχιμάγερακρεατικά και ψαρικά και ρύζια και του Θεού και του Αλλάχ τα καλά! Πόσο θα κοστίσουν;"
"Μισή λίρα" απαντάει ο μάγερας.
"Μια χρυσή λίρα θα σε δώσω, αλλά θέλω στις 12 ακριβώς να είσαι έξω από το χαμάμ του Αλί και να διαλαλείς 'Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!'"
Που πά να πει: "Ακούσατε όλοι και μάθετε πως ο γιος του βασιλιά των Ινδιών έχει έρθει στην πόλη μας!"
Πήρε ο μάγερας την χρυσή λίρα, την έβαλε στην τσέπη, "Όπως επιθυμείς, εφέντιμ!" συμφώνησε.

Βγαίνει από το μαγέρικο ο νέος -να τον λέμε Γιάννη; να τον λέμε!- πάει στο μεγαλύτερο και καλύτερο ποτοπουλιό της Πόλης. Με τη χρυσή λίρα στο χέρι βρίσκει το αφεντικό και του λέει: "Θέλω έναν δίσκο με τα καλύτερα και ακριβότερα ποτά που έχεις. Κρασιά, ροσόλια, τσίπουρα, ουίσκια, σαμπάνιες! Τα πάντα! Πόσο θα κοστίσει;"

"Μισή λίρα" απαντάει ο ποτοποιός. 
"Μια χρυσή λίρα θα σε δώσω, αλλά θέλω στις 12 και τέταρτο ακριβώς να είσαι έξω από το χαμάμ του Αλί και να διαλαλείς 'Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!'
Και του βάζει την λίρα στο χέρι. Συμφώνησε το δίχως άλλο ο ποτοποιός και του έβγαλε και το καπέλο.

Σαν βγαίνει από κει ο Γιάννης τραβάει γραμμή για το καλύτερο ζαχαροπλαστείο της Πόλης. Με την χρυσή λίρα στο χέρι φωνάζει τον αρχιζαχαροπλάστη και του λέει: "Θέλω έναν δίσκο με τα καλύτερα και ακριβότερα γλυκά που έχεις: κανταϊφια και μπακλαβάδες και μαλεμπί και ταούκ γιοκσού και καζάν ντιπί και γαλακτομπούρεκα και απ' όλα. Πόσο θα κοστίσει;"
"Μισή λίρα" απαντάει ο ζαχαροπλάστης. 
"Μια χρυσή λίρα θα σε δώσω, αλλά θέλω στις 12 και μισή ακριβώς να είσαι έξω από το χαμάμ του Αλί και να διαλαλείς 'Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!'"

Συνεχίζεται...

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Κι ένα τραγούδι

Ξέρω, είπαμε από την αρχή ότι αυτό το ιστολόγιο είναι αφιερωμένο στα παραμύθια. Παραμύθια κάθε λογής. Θα ήθελα να μου επιτρέψετε όμως απόψε που 'ναι κι η γιορτή μου να αναφερθώ σε ένα τραγούδι. Ένα πολύ αγαπημένο μου τραγούδι, που μου τό 'λεγε η γιαγιά Ευανθία (το Βανθάκι). Θυμάμαι και τον πατέρα μου να το σιγοτραγουδάει κάποιες φορές. Θα μου πείτε τώρα -και με το δίκιο σας- τί δουλειά έχει ένα τραγούδι ανάμεσα στα παραμύθια; Έλα μου όμως που αυτό το τραγούδι είναι και παραμύθι! Και το πιο περίεργο (περίεργο για μένα δηλαδή) είναι πώς όποιον έχω ρωτήσει κανείς δεν δεν το ήξερε. Χρονολογικά θα το τοποθετούσα στις αρχές του περασμένου αιώνα ή ίσως και τέλη του 19ου αν σκεφτώ πως το Βανθάκι το άκουσε και τό 'μαθε από κάποιον μεγαλύτερο. Έχει περίεργο ρυθμό και η μελωδία του αλλάζει από στίχο σε στίχο. Κι οι στίχοι οι ίδιοι δεν μοιάζουν σε μέτρο και σε βήμα. Εύχομαι να μπορούσα να σας δώσω μια ηχητική έκδοσή του όμως δεν υπάρχει καμία -και οι δικές μου τραγουδιστικές ικανότητες είναι ανύπαρκτες... Οπότε, θα αρκεστώ να παραθέσω τους στίχους και αν κάποιος σας γνωρίζει κάτι ας αφήσει ένα σχόλιο.

Της Άνοιξης λουλούδι
για πες μας το τραγούδι
του στοιχειωμένου πύργου και του βασιλιά.


Τον παλιό καιρό, 
πέρα στο κάστρο του νησιού το γκρεμισμένο
έστησε χορό 
το αρχοντόπουλο στον κόσμο ξακουσμένο.


Πήγαν έμορφες κυράδες
εκείνης της γενιάς της μακρινής.
Πήγαν ακόμα και δυο αδελφάδες
που δεν τις εγνώριζε κανείς.


Δεν ήσαν ντυμένες ούτε στολισμένες
με χρυσάφια και ατίμητα φλουριά,
μα είχαν κάτι μάτια που έκαμαν κομμάτια
και την πιο μαρμάρινη καρδιά.


Έμορφα κι οι δυο χορεύουν
κι απ' τον ρήγα μπρος περνούν.
Στέκουνται και τον μαγεύουν,
μύριους πόθους του γεννούν.


Μα ήσαν νεράιδες
κι όποιος τις πρωτοφιλήσει
και φιλί τους πάρει μαγικό
πριν ακόμη να ξημερώσει
θα τον βρούνε ξωτικό.


Πέρασαν οι ώρες,
έφυγαν οι κόρες,
πάψαν τα λαούτα, τα βιολιά
και μες το παλάτι
της Αυγής το μάτι
βρίσκει ξωτικό τον βασιλιά.


Τώρα με φωνή θλιμμένη
κουκουβάγια τον θρηνεί
και το κάστρο γκρεμισμένο
κλαίει κι αυτό δίχως φωνή...

Ο Σταχτογάτης - 3

Και βρέθηκε ο Σταχτογάτης στο κάτω κόσμο.

Και πήγαινε... και πήγαινε... Ψήλωνε ο ήλιο, έκανε ζέστη πολύ. Περπάταγε ο Σταχτογάτης κι όλο περπάταγε. Σαν κουράστηκε, είπε να ξαπλώσει λίγο, να πάρει έναν υπνάκο. Να πάρει δυνάμεις. Βλέπει ένα δέντρο με ίσκιο παχύ. Πάει, ξαπλώνει από κάτω, τον πήρε ο ύπνος.

Σ' εκείνο το δέντρο είχε τη φωλιά του ένα ζευγάρι αετοί. Χρόνια συνέχεια κάναν τ' αυγά τους μα αετόπουλα δεν είδαν ποτέ. Γιατί ένα φίδι ερχόταν και τά 'τρωγε. Αυτή τη χρονιά το φίδι δεν είχε φανεί και τα πουλιά σκάσαν απ' τ'αυγό τους. Πέταξαν οι αετοί να πιάσουν κυνήγι να ταΐσουν τα αετόπουλα που πείναγαν κι έσκουζαν.

Ξαφνικά, εκεί που κοιμόταν ο Σταχτογάτης, φασαρία, κακό πάνω στο δέντρο. Ξυπνάει, βλέπει μια φιδάρα να σούρνεται πάνω στον κορμό, να πηγαίνει προς την κορφή. Και στην κορφή δυο αετόπουλα, μικρά, μόλις είχαν σκάσει απ' τ΄αυγό, να χτυπιούνται και να φωνάζουν. Σηκώνει το τοπούζι, δίνει μια στο φίδι, το σκοτώνει, πάρ'το κάτω. Ξαπλώνει πάλι και συνεχίζει το ραχάτι του. Μετά από λίγη ώρα ήρθαν οι δυο αετοί. Σα βλέπουν τον Σταχτογάτη να κοιμάται κάτω από το δέντρο λένε "Αυτός είναι που τρώει τ' αυγά μας και δεν βλέπαμε αετόπουλα!" και θυμωμένοι ορμάν να τον ξεσκίσουν. Πάνω στην ώρα τους σταμάτησαν τ' αετόπουλα "'Οχι! Όχι! Αυτός είναι που μας έσωσε! Να, δείτε το φίδι που θα μας έτρωγε! Αυτός το σκότωσε!" Πραγματικά, κοιτάν οι αετοί παραδίπλα, βλέπουν το φίδι σκοτωμένο. Κατεβαίνουν τότε και σιγά-σιγά κάναν αέρα με τα φτερά τους όσο κοιμόταν ο Σταχτογάτης.

Σαν ξύπνησε, τον ευχαρίστησαν και τού 'παν: "Για το καλό που μας έκανες κι έσωσες τα αετόπουλά μας, κι εμείς ό,τι μας ζητήσεις θα το κάνουμε."
"Εντάξει" είπε ο Σταχτογάτης. "Όταν σας χρειαστώ, θα έρθω να σας βρω." Τους χαιρέτησε και κίνησε πάλι.

Περπάταγε, περπάταγε. Πάνω που πήρε να βασιλεύει ο ήλιος έφτασε έξω από μια πόλη. Τείχη ψηλά, θεόρατα. Κι έξω απ' την πύλη την αμπαρωμένη μια σειρά βρύσες. Πιάνει να τις μετρήσει: μια, δυο, τρεις... Εννιά τις έβγαλε. Κι εκεί στην ένατη βρύση πλάι καθότανε μια κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά κι έκλαιγε, πλάνταζε! Πάει κοντά της "Γιατί κλαις;" τη ρωτάει.
"Το και το" του λέει αυτή. "Στη χώρα μου νερό παίρνουμε από αυτές τις βρύσες, αμά τα κλειδιά τα έχεις ένα δράκος φοβερός και κάθε χρόνο ζητάει μια κοπέλα να φάει για ν' ανοίξει τις βρύσες για ν' αφήκει λεύτερο το νερό. Κάθε χρόνο ρίχνουμε κλήρο και φέτος έπεσε σε μένα..."
"Μη φοβάσαι" της λέει ο Σταχτογάτης "Κι εγώ θα σκοτώσω τον δράκο και θα σε γλιτώσω!"

Και κάθισε και καρτέραγε τον δράκο να φανεί. Εκεί που καθόντανε, τον πήρε ο ύπνος κι έγειρε στην ποδιά της κοπέλας. Εκείνη δεν τον ξύπνησε σαν είδε από μακρυά τον δράκο νά 'ρχεται, μα έκλαιγε σιγά-σιγά για την τύχη της την κακή που θα έπαιρνε και το παλικάρι στο λαιμό της. Κι εκεί που έκλαιγε ένα δάκρυ έπεσε στο σβέρκο του Σταχτογάτη και τον εξύπνησε. Πετιέται αμέσως απάνω, το τοπούζι στο χέρι. Αρχίζει να παλεύει με τον δράκο, του δίνει μια, του δίνει και μια δεύτερη τονε σκοτώνει. Παίρνει την αρμαθιά τα κλειδιά από τη ζώνη του κι ανοίγει τις βρύσες να τρέξει το νερό λεύτερο. Μετά πετάει τα κλειδιά ψηλά, στον ήλιο, να μη τα βρει κανείς να μείνουν λεύτερα τα νερά, παίρνει την κοπέλα να τηνε πάει στους δικούς της. Πώς τά 'φερε η τύχη κι η κοπέλα που έσωσε ο Σταχτογάτης ήτανε η μοναχοκόρη του βασιλιά. Χαρές που γίνηκαν σαν πήγαν στον παλάτι! Πανηγύρια! Τρεις μέρες και τρεις νύχτες γιόρταζε όλη η χώρα που σώθηκε η βασιλοπούλα και λευτερώθηκαν τα νερά.

Την τέταρτη μέρα πιάνει ο βασιλιάς λέει τον Σταχτογάτη "Μεγάλο καλό έκανες σε μένα και στη χώρα μου! Πες μου τί θες και θα στο κάνω. Την κόρη μου θα σου δώσω γυναίκα και το μισό μου βασίλειο!" "Βασιλιά," λέει τότε ο Σταχτογάτης "εγώ δεν είμαι από τα μέρη σας. Είμαι από τον πάνω κόσμο κι έχω τους εδικούς μου απάνω. Πρέπει να γυρίσω πίσω το λοιπόν. Αν μπορείς να με βοηθήσεις, θα σε το πω..." Κάθισε σκέφτηκε όλο το βράδυ ο Σταχτογάτης, σαν έφεξε ο θεός τη μέρα κινάει, πάει και βρίσκει τους αετούς.
"Καλημέρα, αετοί!"
"Καλημέρα, Σταχτογάτη! Τί σε φέρνει στο δέντρο μας;"
"Σκέφτηκα τί μπορείτε να κάνετε για να μου ξεπληρώσετε τη χάρη και θέλω να σας ρωτήσω αυτό: εσείς μεγάλοι και δυνατοί είσαστε, θεριά ολόκληρα, μπορείτε να με πάτε στον πάνω κόσμο;"
"Μπορούμε" απάντησαν οι αετοί. "Μα θα χρειαστούμε 40 βόδια κρέας και 40 βαρέλια κρασί, γιατί είναι πολύ ψηλά ο πάνω κόσμος και πρέπει να 'χουμε τις δυνάμεις μας να πετάξουμε όλο το δρόμο πάνω."
"Θα τά 'χετε!" είπε με σιγουριά ο Σταχτογάτης. "Ελάτε αύριο το πρωί στην αυλή του βασιλιά και θα πάμε στον πάνω κόσμο."

Γυρνάει ο Σταχτογάτης πίσω στο παλάτι και λέει στο βασιλιά που ήταν και τί κουβέντα είχε με τους αετούς. Στο τέλος του ζητάει τα 40 βόδια κρέας και τα 40 βαρέλια κρασί. "Αυτό είναι όλο;" γελάει ο βασιλιάς και διατάζει το άλλο πρωί με την αυγή να είναι έτοιμα στην αυλή.

Σαν ξημέρωσε βγήκαν όλοι στην αυλή του παλατιού να αποχαιρετήσουν τον Σταχτογάτη. Είχαν ανοίξει τις πύλες, κόσμος και κοσμάκης είχε μαζευτεί. Έρχονται οι αετοί, φορτώνουν οι αυλικοί τα 40 βόδια κρέας και τα 40 βαρέλια κρασί, ανεβαίνει και ο Σταχτογάτης στη ράχη του ενός. "Και τώρα;" ρωτάει. "Τώρα μη σε νοιάζει!" του λεν οι αετοί. "Εμείς θα σε πάμε στον απάνω κόσμο. Μόνο έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά κι όταν ένας από μας λέει 'κρε' θα του δίνεις ένα κομμάτι κρέας κι όταν λέει 'κρα' θα του δίνει μια κούπα κρασί. Καλά;" "Καλά!" Και κάνουν μια έτσι οι αετοί τις φτερούγες τους και ξεκινάν να πετάν προς τον απάνω κόσμο.

"Κρε!" φώναζε ο ένας. Του έδινε ο Σταχτογάτης ένα γενναίο κομμάτι κρέας.
"Κρα!" φώναζε ο άλλος. Του ο Σταχτογάτης έδινε μια κούπα κρασί.
"Κρε!"
"Κρα!"

Και με "κρε" και με "κρα" όλο κι ανέβαιναν κι όλο ξεθάρρευε ο Σταχτογάτης και χτυπούσε η καρδιά του πιο δυνατά. Μετά από ώρα και από πολλά "κρε" και "κρα" φάνηκε το φως του ήλιου του πάνω κόσμου. Είδε ο Σταχτογάτης ουρανό γαλανό.

"Κρε!" φωνάζει τότε ο αετός. Κάνει ο Σταχτογάτης να πάρει ένα κομμάτι κρέας, τί να δει: είχε τελέψει το κρέας το βόιδινο. Χωρίς να σκεφτεί καθόλου τότε, βγάζει το μαχαίρι του κόβει ένα κομμάτι από το πόδι του, ψηλά, από το μπούτι, και το δίνει στον αετό. Σαν το γεύτηκε ο αετός κατάλαβε πως δεν ήτανε κρέας βόιδινο αμά ανθρώπινο. Κράτησε το κομμάτι κάτω από τη γλώσσα του κι έκανε υπομονή. Έδωκε μια με τις φτερούγες του, κι άλλη μια, βγήκαν επάνω. Κατέβασαν τον Σταχτογάτη μαλακά στη γη. "Άιντε, πηγαίνετε τώρα!" λέει ο Σταχτογάτης στους αετούς. Δεν ήθελε να τον δούνε να κουτσαίνει. "Όχι, εσύ πάενε πρώτος!" λέει ο αετός πού' χε το κομμάτι το κρέας κάτω από τη γλώσσα του. Δεν το είχε φάει. Τί να κάνει ο Σταχτογάτης, κάνει ένα βήμα, πάρ' τονε κάτω. Δεν τον κράταγε το πόδι του. Πάει τότε κοντά του ο αετός, βγάζει το κομμάτι το κρέας και το κολλάει στο μπούτι του Σταχτογάτη. Ήρθε κι έγινε το πόδι του ολόκληρο ξανά, έγιανε. "Άιντε, πάμε τώρα εμείς στα αετόπουλά μας. Καλή τύχη, Σταχτογάτη!" Και σαν του ευχήθηκαν καλή τύχη, έδωσαν μια και βούτηξαν μέσα στο πηγάδι και βουρ για τον κάτω κόσμο.

Σαν απόμεινε μοναχός ο Σταχτογάτης, βάζει το τοπούζι στον ώμο, τραβάει για το αρχοντικό. Στο δρόμο τον έπιασε η νύχτα. Κοιτάει βλέπει ένα φωτάκι από μακρυά. Μια καλύβα ήτανε. "Ας τραβήξω για κει" σκέφτηκε μονάχος του "να περάσω τη νύχτα και αύριο θα έρθω να τους ανταμείψω όποιοι κι αν είναι..." Και μ' αυτή την σκέψη τράβηξε προς τα κει. Σαν φτάνει στην καλύβα, χτυπάει την πόρτα και λέει "Διαβάτης που νυχτώθηκα είμαι! Να μπω να περάσω την νύχτα;" "Έμπα!" του απάντησε μια φωνή. Μπαίνει ο Σταχτογάτης, ένας γέρος καθότανε κοντά σ' ένα μαγκάλι και καθάριζε καρύδια. "Κόπιασε, γιε μου!" λέει στο Σταχτογάτη. "Έλα, κάτσε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου..." Πραγματικά, πάει ο Σταχτογάτης κάθεται κοντά στο μαγκάλι. Σα ζεστάθηκε το κοκαλάκι τον ρωτάει ο γέροντα: "Ποιός καλός άνεμος σε φέρνει στα μέρη μας, γιε μου;" "Α, παππούλη, από τον κάτω κόσμο έρχομαι" απαντάει γελώντας ο Σταχτογάτης "δυο αετοί με φέρανε στις ράχες του πετώντας μέσα στο πηγάδι του δράκου..." Και μια και δυο, αφού τίποτα άλλο δεν είχε αν κάνει πιάνει και του λέει όλη την ιστορία: για τη χρυσή ροδιά και τον δράκο και το πηγάδι και τις βασιλοπούλες και τα δυο πρόβατα στο πηγάδι και όλα μα χωρίς να πει ποιός είναι. Άκουγε ο γέρος όσο καθάριζε καρύδια, δεν τον πίστεψε, για σαλεμένο τον πήρε όμως δεν είπε τίποτα. Φοβήθηκε και το τοπούζι που κουβάλαγε...

Σειρά του Σταχτογάτη μετά να ρωτήσει: "Τί κάμεις εδώ, παππούλη;" "Να, γιε μου" του λέει εκείνος "ο άρχοντας παντρεύει τον μεγάλο του γιο με μια βασιλοπούλα και η νύφη παρήγγειλε να της καθαρίσουμε 100 σακιά καρύδια για το γλύκισμα το νυφιάτικο, μα είμαι γέρος και κουράστηκα και ούτε τα μισά δεν έχω καθαρίσει ακόμα..." "Μη στενοχωριέσαι, παππούλη, εγώ είμαι εδώ. Θα σε βοηθήσω." λέει ο Σταχτογάτης πρόθυμα κι αρχίζει κι αυτός να σπάει καρύδια. Κι όλο το βράδυ σπάγανε καρύδια και σαν ο γέρος έφερε την νταμουτζάνα το κρασί έμαθε ο Σταχτογάτης πως ο πατέρας του τον είχε για πεθαμένο γιατί έτσι τού 'χανε πει τ' αδέρφια του και τώρα ο μεγάλος του αδερφός ήθελε να παντρευτεί με το στανιό την πιο μικρότερη από τις βασιλοπούλες που είχε σώσει ο Σταχτογάτης. Αμά εκείνη προσπαθούσε να καθυστερήσει τον γάμο κι όλο ζήταγε και ζήταγε ρούχα να της ράβουν και φαγητά να της φτιάχνουν και όλα τα έβρισκε ανάξια για τον γάμο της. Και τώρα που άλλο δεν έπαιρνε, είχε πει να της καθαρίσουν 100 σακιά καρύδια.

"Και σε ποιόν θα τα παραδώκεις τα καρύδια, παππούλη; στον μάγερα;" ρωτάει ο Σταχτογάτης στο τέλος.
"Όχι, γιε μου, στην ίδια τη βασιλοπούλα. Όλα μόνη της τα κάμει για να γίνουν κατά πώς τα θέλει."

Άμα τ' άκουσε, αυτό σκαρφίστηκε ένα σχέδιο. Πιάνει και χώνει σ'ενα σακί με τα καθαρισμένα καρύδια το τάσι με τα κοτοπουλάκια που τού'χε δώκει η βασιλοπούλα πριν την ανεβάσει απ' το πηγάδι. Τά 'χε πα΄ρει και τά 'χε πάντα στον κόρφο του. Και σαν τό 'καμε αυτό έπεσε αν κοιμηθεί.

Το άλλο πρωί, μόλις χάραξε η μερα, φορτώνει ο γέρος τα 100 σακιά καρύδια και τα πάει στο αρχοντικό, στη βασιλοπούλα. Εκείνη ένα-ένα τα άνοιξε τα σακιά να δει αν είχε καθαρίσει σωστά τα καρύδια ο γέρος. Κι εκεί που άνοιγε το τελευταίο σακί, τσουπ! πετιούνται από μέσα τα κοτοπουλάκια. Σαν τά 'δε, σάστισε στην αρχή. "Μπα, σε καλό!" σκέφτηκε "αυτά είναι τα κοτοπουλάκια που είχα δώσει στο Σταχτογάτη!" και χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν άλλο στέλνει και φωνάζουν τον γέρο στο αρχοντικό. Τρόμαξε ο γέρος σαν ήρθε το μαντάτο στο καλυβάκι του. "Βρε, θες να έκανα τίποτις στραβο και να βρω τον μπελιά μου...;" σκέφτηκε. Τον άκουσε ο Σταχτογάτης που μονολογούσε του λέει: "Μη φοβάσαι, παππούλη, κι εγώ είμαι εδώ! Μόνο πάνε στο αρχοντικό, δες τί σε θέλουν και ό,τι σε ρωτήσουν να πεις αλήθεια!" Τί να κάνει ο γέρος, πήγε. Σαν έφτασε, κι είπε ποιός είναι και ποιός τον είχε καλέσει, οι υπηρέτες τον πήγαν στο μεγάλο δώμα. Εκεί καθόντουσαν ένα γύρο ο άρχοντας κι η αρχόντισσα κι οι δυο γιοί τους οι μεγάλοι και οι τρεις βασιλοπούλες. Σηκώνεται η μικρότερη, η νύφη ας το πούμε, και πάει κοντά του. "Πες μας, γέροντα, εσύ καθάρισες τα 100 σακιά καρύδια που παράγγειλα;" τον ρωτά.
"Εγώ, κόρη μου" της απαντά εκείνος.
"Και πώς πρόλαβες και τα καθάρισες σ' ένα βράδυ; Σε βοήθησε κανείς;"
"Με βοήθησε κάποιος..."
"Και ποιός είναι αυτός ο κάποιος δηλαδή;"
"Ένας διαβάτης είναι που βραδιάστηκε και πέρασε τη νύχτα στο καλύβι μου."
"Και δεν έχει όνομα αυτός ο διαβάτης;"
"Δεν μου τό'πε" ξακολούθησε ο γέρος "αμά μάλλον σαλεμένος είναι ο καημένος, γιατί όλο το βράδυ έλεγε πως ήρθε από τον κάτω κόσμο καβάλα σε δυο αετούς από το πηγάδι του δράκου..." και πιάνει και λέει την ιστορία όπως του την είχε πει ο Σταχτογάτης το προηγούμενο βράδυ.

Σαν τ' άκουσαν αυτό τ' αδέρφια του Σταχτογάτη, πάνιασαν! Φοβήθηκαν! Κι όλα τα μολόγησαν στον πατέρα τους χαρτί και καλαμάρι. Πιάνει τότε ο άρχοντας στέλνει μια άμαξα στο καλύβι του γέρου και φέρνει το Σταχτογάτη στο αρχοντικό. Εκεί, παντρεύτηκε ο Σταχτογάτης τη βασιλοπούλα και τ'αδέρφια του δεν τα τιμώρησε, μόνο τα πάντρεψε με τις άλλες βασιλοπούλες και πήραν ο καθένας το δρόμο του. Και σαν χώρισαν τα τσανάκια του ζήσαν όλοι του καλά κι εμείς καλύτερα!