Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 3

Μετά κι από το τελευταίο πάθημά τους οι χωρικοί ούτε ν' ακούσουν τ' όνομα του Ρεζίλη ήθελαν! Μόνο κάθουνταν και έστυβαν τα ξεροκέφαλά τους τί άλλο κακό να του κάμουν και πώς να τονε βγάλουνε από τη μέση. 

Ένα απόβραδο είχαν μαζωχτεί πάλι στον καφενέ του χωριού και συζητούσαν. "Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση!" έλεγαν "Να μας ρεζιλεύει έτσι ο Ρεζίλης!" 
"Να τονε σκοτώσουμε!" φώναζε ένας.
"Να τονε καρυδώσουμε!" φώναζε άλλος.
"Να τονε σφάξουμε!" φώναζε ένας τρίτος.
"Τέκνα μου!" πετιέται ο παπάς "Προς Θεού! Τί είναι αυτά που λέτε; Ό,τι θέτε κάντε, αλλά μη βάψετε το χέρια σας με αίμα!"
Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει, στο τέλος αποφάσισαν να τον πετάξουν στο ποτάμι. "Κι άμα ξέρει κολύμπι και δώσει δυο απλωτές και βγει έξω και γλιτώσει;" ρώτησε κάποιος. "Θα κάμω εγώ ένα κασόνι και θα τον κλείσουμε μέσα!" είπε ο μαραγκός. "Έτσι δεν θα μπορεί να κολυμπήσει!" Συμφώνησαν όλοι.  

Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, μαζεύτηκαν πάλι στο καφενείο ο δήμαρχος, ο δάσκαλος, ο χωροφύλακας κι ο παπάς -οι αρχές του τόπου σα να λέμε- και μια και δυο τράβηξαν στο σπίτι του Ρεζίλη να του πουν τί είχε αποφασίσει το χωριό. Χτύπησαν την πόρτα, άνοιξε η γυναίκα του Ρεζίλη, τους καλοδέχτηκε. Μέχρι καφέ τους έψησε και γλυκό συκαλάκι τους έβγαλε με κρύο νερό μπούζι! Ήρθε ο Ρεζίλης κάθισε μαζί τους.
"Πως από δω, συγχωριανοί;" τους ρώτησε.
"Το και το", του λένε. "Μετά και το τελευταίο καζίκι που μας σκάρωσες αποφασίσαμε να σε ρίξουμε στο ποτάμι."
Σαν τ' άκουσε η γυναίκα του έμπηξε τα κλάματα. 
"Μη κλαις, γυναίκα!" τη μάλωσε ο Ρεζίλης. "Αφού αυτό αποφάσισε το χωριό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα." 
Μετά γυρνάει προς τους συγχωριανούς τους και τους λέει "Αφού αυτό αποφασίσατε εγώ θα πάω πάσο, αλλά θα σας παρακαλέσω να φροντίσετε την οικογένειά μου."
"Μη σε νοιάζει, θα τη φροντίσουμε. Εσύ μόνο έλα αύριο το πρωί με το χάραμα στο ποτάμι, στη γέφυρα." είπαν κι έφυγαν.

Σαν ήρθε το επόμενο πρωί, με το χάραμα, ο Ρεζίλης αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και πήγε στο γεφύρι που τον περίμεναν οι χωρικοί. Σαν έφτασε κι είδε το ξύλινο κασόνι που τού 'χαν κάνει, χαμογέλασε.
"Ε, Ρεζίλη! Μην καθυστερείς!" του λεν. "Έμπα γρήγορα μέσα!"
Μπαίνει ο Ρεζίλης στο κασόνι, τον καρφώνουν από πάνω, πιάνουν, τον ρίχνουν στο ποτάμι, τον παίρνει το ρέμα.

Ξύλινο το κασόνι ήταν. Δεν βούλιαξε. Μόνο πήγαινε όπου πήγαινε και το ρέμα. Καθόταν μέσα ο Ρεζίλης και σκεφτόταν πώς θα γλίτωνε. Πέρασε έτσι η πρώτη μέρα μέσα στο κασόνι. Σαν ήρθε το πρωί, ξυπνάει ο Ρεζίλης και για μια στιγμή... Γκλιν, γκλιν, γκλαν.... ακούει. Ζώα! Κουδούνια από ζώα! Τώρα κατσίκια ήτανε, πρόβατα ήτανε...; Δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε όμως ήταν πως αφού άκουγε κουδούνια, πά' να πει πως ήτανε κοντά στην όχθη. Βάλθηκε τότε να φωνάζει: "Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω! Δεν την παίρνω!" 

Ο τσομπάνος που είχε φέρει το κοπάδι να πιει νερό σαν άκουσε τις φωνές παραξενεύτηκε. Τέντωσε το αυτί να δει από που έρχονταν και τί έλεγαν. "Βρε, δεν την παίρνω! Δεν τη θέλω!" συνέχιζε να σκούζει ο Ρεζίλης μέσα απ' το κασόνι. Σαν το είδε ο τσομπάνος και κατάλαβε πως από κει ερχόταν οι φωνές, κάνει έτσι με τη γκλίτσα του και τραβάει έξω το κασόνι. Το κοπανάει μια με τη γκλίτσα, πετιέται από μέσα ο Ρεζίλης. 
"Βρε, δεν την θέλω σας λέω! Δεν την παίρνω!" συνέχιζε να φωνάζει.
"Στάσου βρε, πατριώτη!" του λέει ο τσομπάνος. "Ποιά δεν θέλεις; Ποιά δεν παίρνεις;"
"Τη βεζυροπούλα! Θέλουν να με τη δώσουν με το ζόρι, αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν την παίρνω! Γι'αυτό μ'έβαλαν στη κασόνα μέχρι ν'αλλάξω γνώμη! Αλλά εγώ δεν την θέλω! Δεν παντρεύομαι σου λέω!"
"Εγώ την θέλω!" λέει ο τσομπάνος. 
"Ε, τότε να την πάρεις!" απαντάει ο Ρεζίλης.
"Πώς για θα γένει αυτό;" 
"Κοίτα: θα μπεις στο κασόνι κι εγώ θα σε ρίξω πάλι στο ποτάμι. Εσύ θα φωνάξεις 'την παίρνω!' και αυτό είναι όλο."

Αφελής καθώς ήταν ο τσομπάνος, μπαίνει στο κασόνι. Το πετάει στο ποτάμι ο Ρεζίλης, μέχρι να φωνάξει, είχε πάει στο... ψαροχώρι. Παίρνει τότε ο Ρεζίλης το κοπάδι τα γιδοπρόβατα, βάζει τη γκλίτσα στους ώμους και ξεκινάει με τα πόδια για το χωριό του. 

Σαν τον είδα από μακρυά οι χωριανοί νά 'ρχεται μ' ένα κοπάδι γιδοπρόβατα τά 'χασαν. Σαν ήρθε πιο κοντά έτριβαν τα μάτια τους. "Τί 'ναι αυτά βρε, Ρεζίλη;" τον ρωτάνε.
"Αχ, χωριανοί," λέει εκείνος. "Όταν με ρίξατε στο ποτάμι κατάλαβα πως δεν με θέτε στο χωριό σας. Το ποτάμι μ'έβγαλε στην θάλασσα και σαν έφτασα εκεί κάτω, στον πάτο, βρήκα ένα τόπο σαν παράδεισο! Χωράφια... ζώα... άλλο να σας λέω! Να, στα βιαστικά μάζεψα λίγα ζωντανά και ήρθα να πάρω την οικογένειά μου να πάμε να ζήσουμε στον πάτο της θάλασσας."

Σαν τ' άκουσαν αυτό οι συγχωριανοί του Ρεζίλη, ζήλεψαν. "Γιατί αυτός κι όχι κι εμείς;" σκέφτηκαν κι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο μπλουμ! μπλουμ! να πέφτουν στο νερό. Καθώς όμως δεν ήξεραν κολύμπι, πήγαν όλοι σαν βαρίδια, τσουπ! στο ψαροχώρι! Τελευταίος βούτηξε κι ο παπάς και σαν φουντάρισε, το καλυμμαύκι του έμεινε στον αφρό. Φώναζε απ' την όχθη η παπαδιά "Παπά! Ε, παπά! Βούτα πιο βαθυά! Να πιάσεις μαύρα πρόβατα να γνέσω το μαλλί να σε κάνω ράσα για το χειμώνα!"

Μετά από αυτό, ο Ρεζίλης πήρε όλες τις χήρες και τα ορφανά στην προστασία του. Και έστειλε τα παιδιά στο σχολείο και στην εκκλησία και τα έμαθε να είναι καλοί άνθρωποι, χωρίς ζήλιες και κακίες ο ένας για τον άλλο. 

Και ξαναγένηκε το χωριό απ' τα νέα παιδιά και ζήσαν όλοι καλά κι ο Ρεζίλης καλύτερα!

1 σχόλιο:

  1. A! πολύ μου άρεσε το τέλος του παραμυθιού!
    Η κακία στο πάτο της θάλασσας και η εξυπνάδα,
    φτιάχνει ένα καινούριο κόσμο!
    Πολύ καλό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή