Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Η ιστορία του Δερβίς Μπαμπά ή πως ο γιος της χήρας πήρε της κόρη του άρχοντα - 1

Μια φορά κι έναν καιρό σ' μια πολιτεία, όχι πολύ μακρυά από δω, ζούσε μια χήρα, η κυρά-Βάγια. Η κυρα-Βάγια είχε ένα παιδί, ένα αγόρι, που τονε λέγανε Γιώργη. Φτωχιά καθώς ήτανε, από τότε πού 'χε χάσει τον άντρα της ξενοδούλευε για ν' αναθρέψει τον μοναχογιό της και να μην του λείψει τίποτες. Δούλευε όπου έβρισκε: στα χωράφια, στα πλουσιόσπιτα... Μέχρι που πήγαινε στου άρχοντα την κουζίνα και ζύμωνε ψωμί! Και σαν το ψωμί της κυρά-Βάγια ούτε ο βασιλικός φούρναρης δεν έκαμνε! Που όταν άναβε τον φούρνο η χήρα και τον εμπούχιζε με τα μυρωδικά της, όλη η πολιτεία ήξευρε πως η χήρα έψηνε ψωμί! Και τέτοια συμφωνία είχε κάνει με τον άρχοντα, κάθε φορά που πήγαινε να ζυμώσει, δεν έπλενε τα χέρια της πριν φύγει. Μονάχα έφευγε με τα ζυμάρια στα χέρια και σαν γύρναγε σπίτι της, τότες τα ξέπλενε κι έφτιαχνε ένα κουρκούτι για να φάει ο γιος της, ο Γιώργης -κι εκείνη ας έμενε νηστικιά...

Και πέρναγαν έτσι τα χρόνια και μεγάλωνε ο Γιώργης. Έβγαλε το σχολειό κι ο δάσκαλος είχε να το λέει, πόσο μελετηρός ήταν και πόσο ξύπνιος. Άντρεψε ο Γιώργης κι έγινε σαν τα κρύα τα νερά. Ψηλός και ρωμαλέος, να πιάσει την πέτρα να τη στύψει! Φτυστός ο μακαρίτης ο άντρας της κυρά-Βάγιας ήτανε! Τον έβλεπε η μάνα του και τον καμάρωνε. Κι ήρθε ο καιρός του να παντρευτεί κι όλο του έκανε κουβέντα απ'όξω-απ'όξω η κυρά-Βάγια να βρει μια καλή κοπέλα να νοικοκυρευτεί. Μια μέρα πιάνει και λέει στη χήρα: "Μάνα, καιρό τώρα με λες πως ήρθε ο καιρός μου να παντρευτώ και να νοικοκυρευτώ..." Τέντωσε τ' αυτί της η κυρά-Βάγια εκεί που ζύμωνε.
"Μάνα," συνέχισε ο Γιώργης "βρήκα τη γυναίκα που θα πάρω!"

Πέταξε από την χαρά της η χήρα. έτρεξε κι αγκάλιασε τον γιο της κι από την χαρά της ούτε τα χέρια της σκούπισε.
"Και ποιά να σε χαρώ θα γίνει νύφη και κυρά στο φτωχικό μας;" τον ρώτησε.
"Η μοναχοκόρη του άρχοντα!" απάντησε ο Γιώργης.
 Σάστισε η κυρά-Βάγια. "Τί λες, γιε μ'; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Διες, μα'θες, πόσο φτωχοί είμαστε! Πώς θα σε δώσει ο άρχοντας την μοναχοκόρη του;"
"Θα με τη δώσει!" επέμενε ο Γιώργης. "Να πας αύριο να τη ζητήσεις!"

Κάθισε, σκέφτηκε η χήρα: "Αύριο όχι, aμά την Κυριακή, μετά τη λειτουργιά στην Φανερωμένη, θα πάω, κι ας βάλει ο Θιός το χέρι του!" Δεν ήθελε, βλέπεις, να κακοκαρδίσει τον γιο της. Και πράγματι, σαν ήρθε η Κυριακή, έβαλε την καλή της την μπόλια και μετά τη λειτουργιά κίνησε μια και δυο για το σπίτι του άρχοντα. Κυριακή ήτανε και κάθε τέτοια μέρα ο άρχοντας έβλεπε όποιον ζητούσε να τον δει είτε πλούσιος ήταν είτε φτωχός. Έτσι, σαν ήρθε η σειρά της χήρας, μπήκε στην μεγάλη κάμαρη και προχώρησε θαρρετά. Στάθηκε μπροστά στον άρχοντα και του είπε πως είχε πάει να ζητήσει το χέρι της κόρης του για τον μοναχογιό της, τον Γιώργη. Σαν τ' άκουσε ο άρχοντας γέλασε στα κρυφά, αλλά παίρνοντας ύφος σοβαρό είπε στην κυρά-Βάγια "Πες αύριο το πρωί στο γιο σου να έρθει ο ίδιος να μου ζητήσει την θυγατέρα μου, την μονάκριβη και θα σκεφτώ άμα του τη δώκω."

Παραξενεύτηκε η χήρα με την απάντηση του άρχοντα, μιας και δεν την περίμενε. Πού να σκεφτεί πως εκείνος σκόπευε να περιπαίξει τον κανακάρη της. Σαν πήγε σπίτι και είπε τα νέα τον Γιώργη, εκείνος πέταξε τη σκούφια του. Μάτι δεν έκλεισε όλο το βράδυ από την αγωνία του. Σαν ξημέρωσε ο Θεός την μέρα, νίφτηκε, έβαλε τα καλά του και τράβηξε ίσα στον άρχοντα. Σαν είπε στην πύλη ποιός είναι, τον οδήγησαν αμέσως στον άρχοντα.
"Εσύ είσαι ο γιος της χήρας;" τον ρώτησε εκείνος σαν τον είδε.
"Εγώ είμαι!" απάντησε ο Γιώργης θαρρετά.
"Και τί θες από μένα;" ρώτησε ο άρχοντας.
"Θέλω τη θυγατέρα σου να την κάμω γυναίκα μου!" είπε εκείνος.
Γέλασε ο άρχοντας.
"Γιατί γελάς, άρχοντά μου;" ρώτησε ο Γιώργης.
"Γελώ γιατί δεν ξέρω πώς θα τη ζήσεις" απάντησε. "Η θυγατέρα μου είναι μία και την έχω μοσχαναθρεμμένη! Δεν την έχει λείψει ποτές τίποτα! Με του πουλιού το γάλα τη μεγάλωσα! Εσύ τί έχεις να της δώσεις;"
"Την καρδιά μου!" απάντησε ο Γιώργης. "Το μυαλό μου και τα χέρια μου!"
"Συμπάθα με τότε, γιε μου," είπε ο άρχοντας "μα πριν πω το 'ναι' θέλω να δοκιμάσω την καρδιά σου, το μυαλό σου και τα χέρια σου και να δω αν αξίζουν της θυγατέρας μου."
"Ό,τι με πεις θα το κάνω, άρχοντά μου!" φώναξε ο Γιώργης χωρίς να το καλοσκεφτεί.
"Πολύ καλά! Άκου τότε: στην Μαρσίγια μού 'πανε καάθε εφτά χρόνια πιάνει λιμάνι ένα καράβι με μαύρα πανιά. Παράξενος άνρθωπος ο καπετάνιος. Με το που θα πατήσει το νπόδι του στην στεριά, βγάνει ένα μαχαίρι και μαχαιρώνεται στο στήθος εφτά φορές. Μετά το μαζεύυν οι άντρες του και μπαρκάρει ξανά για άλλα εφτά χρόνια να θαλασσοδέρνεται. Θέλω το λοιπόν, να πας να τονε βρεις αυτόν τον παράξενο καπετάνιο και να τον ρωτήσεις γιατί εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεται και τον έβδομο χρόνο σαν πιάσει λιμάνι στην Μαρσίγια,μόις πατήσει το πόδι του στην στεριά δίνει εφτά μαχαιριές στο στήθος του.  Κι άμα σου πει το γιατί, να έρθεις με την απάντηση να μου τηνε πεις, κι εγώ θα σε δώκω την κόρη μου. Εντάξει;"
"Εντάξει!"

Φεύγει, το λοιπόν, ο Γιώργης από το αρχοντικό και πάει σπίτι του. "Μάνα!" λέει, "ετοίμασέ με ένα μπογαλάκι! Φεύγω!"
"Πού πας, γιόκα μου;" ρωτάει η χήρα.
"Στην Μαρσίγια, μάνα! Πάω να βρω ένα καπετάνιο οπου εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεται και ότν απιάσει λιμάνι,μόλις πατήσει στην στεριά, βγάνει μαχαίρι και μαχαιρώνεται εφτά φορές. Πάω να τον ρωτήσω γιατί το μάνει αυτό το ανήκουστο πράμα.  Κι άμα το μάθω, θα έρθω πίσω και θα πάρω την αρχοντοπούλα γυναίκα!"

Κι έτσι ο Γιώργης ξεκίνησε για την Μαρσίγια -για τη Μασσαλία σα να λέμε. Κι αυτή είναι μοναχά η αρχή της ιστορίας...

Συνεχίζεται

3 σχόλια:

  1. Άργησα, αλλα το διάβασα...
    Περιμενω να δω αν θα βρει τον ζητιάνο ο Γιώργης και τι θα του πει!
    Η γλώσσα σου μου αρεσει πολύ, σαν να διηγείται
    μια γιαγια αλλης εποχής...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν ξέρω αν είναι υπερβολικό αυτό που θα ζητήσω, αλλά τρελαίνομαι για τα παραμύθια και μου άρεσει πολύ ο τρόπος που τα διηγείσαι! Θα ήταν λοιπόν υπερβολή από μέρους μου και αγένεια, αν ζητούσα τη συνέχεια του παραμυθιού;;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και λυπάμαι για την μεγάλη καθυστέρηση και την επ' αορίστω αναβολή της συνέχειας λόγω προσωπικών προβλημάτων που δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω να σας λέω για τον τσαγκάρη στη Λόντρα που μια φορά χτυπούσε στο καρφί και μια φορά στο χέρι του, και για τον ζητιάνο την Πόλη που όταν κάποιος του έδινε καν γρόσι στον έβριζε και τονε καταριότανε και όταν κάποιος τον κακολογούσε, ο ζητιάνος τον βλόγαγε και του ευχόταν όλα τα καλα΄του Αλλαχ, και για τον βασιλιά που δεν είχε διάδοχο και για τον καλόγερο που συνάντησε και για το τάμα που δεν κράτησε... κι όλα αυτά μέχρι να ζήσουν όοοολοι αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
    Γιατί όπως λέει και μια φίλη παραμυθού, "ψέματα ή αλήθεια, αυτά είν' τα παραμύθια..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή