Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Η ιστορία του Δερβίς Μπαμπά ή πως ο γιος της χήρας πήρε της κόρη του άρχοντα -2

Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, με το πρώτο λάλημα του πετεινού πετάχτηκε πάνω ο Γιώργης και ήβρε τη μάνα του να τού 'χει ετοιμάσει ένα μπογαλάκι με δυο ρούχα, μια χοντρή φανέλα για τα αγιάζια της θάλασσας και λίγο ψωμοτύρι. Ζαλώθηκε ο Γιώργης το μπογαλάκι, αγκάλιασε τη μάνα του, τη φίλησε, τού 'δωκε την ευχή της η κυρα-Βάγια και μια και δυο τράβηξε για το λιμάνι. Σαν έφτασε, ρώτησε από δω, ρώτησε από κει και στο τέλος βρήκε μπάρκο για τη Μαρσίγια.

Σαν έπιασε Μαρσίγια ο Γιώργης, το πρώτο πράμα πού 'καμε ήταν μάθει, να βεβαιωθεί αμα η ιστορία του άρχοντα ήταν αληθινή. Γιατί χαζός δεν ήτανε και μια τέτοια ιστορία σα παραμύθι έμοιαζε παρά σαν αλήθεια. Από δω ρώτησε, λοιπόν, από κει ρώτησε, κι έμαθε πως ο καπετάνιος που εφτά χρόνια θαλασσοπνιγότανε και σαν έκλεινε ο έβδομος χρόνος έπιανε πότρο και σαν πατούσε το πόδι του στη στεριά έβγανε το μαχαίρι από τη ζώνη του και μαχαιρωνότανε εφτα φορές κατάστηθα ήταν αληθινός. Και όχι μόνο ήτανε λέει αληθινός αλλά όπου νά 'ναι τα εφτά χρόνια πληρωνόντουσαν και θα έπιανε στεριά μα αυτή τη βδομάδα, μα την επόμενη...  Έπιασε μια καμαρούλα στο λιμάνι το παληκάρι μας και περίμενε. Κι επειδή τεμπέλης δεν ήτανε κάθε μέρα όλο και κάποια δουλειά έβρισκε να κάνει στο λιμάνι. Μα να φορτώνει, μα να ξεφορτώνει, γιατί άξιος ήτανε ο Γιώργης και να κάθεται με σταυρωμένα χέρια δεν μπορούσε.

Και πέσασε μια βδομάδα... και πέρασε και δεύτερη... και πάνω που μπήκε η τρίτη βδομάδα, κατά το σούρουπο, να το μαύρο πανί της μπρατσέρας να ανεβαίνει απ' τον ορίζοντα. Το πρωί είχε μπει στο λιμάνι και οι ναύτες έδεναν τους κάβους. Κόσμος είχε μαζευτεί πολύς σαν άπλωσαν τη σκάλα να κατέβει ο καπετάνιος. Όλοι περίμεναν κι ο Γιώργης μαζί μπροστά-μπροστά. Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο ο κόσμος μουρμούριζε: "Θα κατέβει τάχα...; δεν θα κατέβει...;" Κι εκεί που όλοι αγωνιούσαν, να τονε ο καπετάνιος στην κορφή της σκάλας. Με τη στολή του τη θαλασσινή, με τα σιρίτια του, με τα γαλόνια του, με τα όλα του. Και όλοι σώπασαν. Και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Βήμα το βήμα. Καρφίτσα δεν έπεφτε. Και με το που πατάει το πόσι του στο λιμάνι, βγάζει το μαχαίρι και το σηκώνει να το καρφώσει στο στήθος του. Ορμάει τότε ο Γιώργης και πριν προλάβει να κατεβάσει το μαχαίρι ο καπετάνιος του το αρπάζει από το χέρι! Σάστησαν όλοι. Σάστησε κι ο καπετάνιος.

Σαν πέρασε η πρώτη σαστιμάρα, "Δωσ' μου πίσω το μαχαίρι!" φωνάζει τον Γιώργη τσαντισμένος.
"Δε στο δίνω αμα δεν με πεις πτώρα γιατί το κάνεις αυτό. Γιατί εφτά χρόνια θαλασσοδέρνεσαι και σαν κλείσει ο έβδομος χρόνος πιάνεις πόρτο και μόλις πατήσεις το πόδι σου στη στεριά βγάνεις το μαχαίρι απ' τη ζώνη σου και δίνεις εφτά μαχαιριές κατάστηθα. Άμα με το πεις αυτό, τότε θα σε δώσω πίσω το μαχαίρι."

Τά 'χασε ο καπετάνιος. Ποτέ κανένας δεν τον είχε ρωτήσει να μάθει γιατί. Κοίταξε τον Γιώργη από πάνω ίσαμε κάτω, τον ζύγιασσε καλά-καλά και μετά του είπε: "Πάει καλά. Έλά μαζί μου στη καμπίνα μου και θα σε πω. Θα σε πω μια ιστορία που κανείς που κανείς ποτέ δεν ρώτησε και κανείς ποτέ δεν άκουσε. Αλλά εσύ θα σαλπάρεις μαζί μου. Σύμφωνοί;"
"Σύμφωνοι!" απαντησε ο Γιώργης.

Μπροστά ο Καπετάνιος -διατάζει αν λύσουν κάβους και να βιράρουν την άγκυρα- πίσω ο Γιώργης, και μια και δυο, σαλπάρει το καράβι.

Σαν πήγαν στην καμπίνα οτυ καπετάνιου κι έκλεισε η πόρτα πίσω τους λέει ο Γιώργης στον καπετάνιο: "Λοιπόν, καπετάνιε ποιά είναι η ιστορία σου;" "A, θα σου πω την ιστορία μου, αλλά επειδή μ' εμπόδισες να κάνω το τάμα μου φέτο, θα σου ζητήσω κα΄τι σε αντάλλαγμα." "Ό,τι θες, καπετάνιε μου! 'Αμα τό'χω ή μπόρω να το βρω, θα στο δώσω!" είπε ο Γιώργης χωρίς να το καλοσκεφτεί. "Ε, τότε άκου: στην Λόνδρα είναι ένας τσαγκάρης. Ο τσαγκάρης αυτός δεν είναι σαν του άλλους του συναφιού. Αυτό που σου λέω για κάθε καρφί που καρφώνει στην σόλα του παπουτσιού, δίνει μια με το σφυρί στο χέρι του και κοιτάει στον ουρανό. Αυτό που θέλω από σένα είναι να μάθεις γιατί το κάνει αυτό. Γιατί μια χτυπάει το καρφί στο παπούτσι και μια χτυπάει το χέρι του και κοιτάει στον ουρανό. Άμα μάθεις και μου πεις την ισοτρία του, θα σου πώ κι εγώ γιατί εφτά χρόνια θαλασοπνίγομαι και σαν πιάσω πόρτο, βγάνω το μαχαίρι και μαχαιρώνομαι."

Συμφώνησε ο Γιώργης και μετά απο μήνες που πιάσαν λιμάνι στην Ιγκλιτέρα τον χαιρέτησε ο καπετάνιος κι ο εκείνος πήρε το δρόμο για την Λόνδρα.

Σαν έφτασε στην Λόνδρα, έψαξε από δω, ρώτησε από κει, τελικά, τον βρήκε τον τσαγκάρη. Αλλά επειδή ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν αυτό που τού 'πε ο καπετάνιος, πήγε σαν πελάτης.

"Έχω κάτι παπούτσια που θεν σόλες και ψίδια, αφεντικό" είπε στον τσαγκάρη που καθόταν έκω από το μαγαζί του με τό 'να χέρι μπαντρισμένο. "Μπορείς να τα φτιάξεις;" "Μπορώ." τού 'πε ο τσαγκάρης. Έβγαλε ο Γιώργης τα παπούτσια του, που πράγματι θέλαν φτιάξιμο και τά 'δωσε του τσαγκάρη. Και σαν άρχισε να τα μαστορεύει και να περνά καινούριες σόλες, δίνει μια στο καρφί με το σφυρί του ο τσαγκάρης και κάνει πως σηκώνει τα μάτια στον ουρανό κι είναι έτοιμος να δώσει μια στο χέρι του. Κάνει μια έτσι ο Γιώργης, αρπάζει το σφυρί απ΄το χέρι του τσαγκάρη. Σάστησε το εκείνος. "Γιατί το κάνεις αυτό;" τον ρωτάει ο Γιώργης. "Δώς μου πίσω το σφυρί μου!" φωνάζει ο τσαγκλαρης σαν πέρασε η πρώτη σαστιμάρα. "Θα σ' το δώσω," λέει ο Γιώργης "άμα μου πεις γιατί μια χτυπάς το καρφί στη σόλα και μια χτυπάς το χέρι σου και κοιτάς στον ουρανό." Κοίταξε τον Γιώργη από πάνω ίσαμε κάτω, τον ζύγιασσε καλά-καλά και μετά του είπε: "Πάει καλά. Έλά μαζί μου στο μαγαζί μέσα μου και θα σε πω. Θα σε πω μια ιστορία που κανείς που κανείς ποτέ δεν ρώτησε και κανείς ποτέ δεν άκουσε. Αλλά κι εσύ θα πρέπει μα μου δώσεις κάτι. Σύμφωνοί;"
"Σύμφωνοι!" απαντησε ο Γιώργης.

Σαν μπήκαν μέσα στο μαγαζί, λέει ο τσαγκάρης στο Γιώργη: "Στην Πόλη είναι ένα τυφλός ζητιάνος. Όλη μέρα ζητιανεύει κι άμα του δόσεις παράδες σε βρίζει και σε καταριέται, κι άμα τον βρίσεις και τον κοροϊδέψεις, σ΄ευχαριστεί και σε βλογάει. Άμα μάθεις και μου πεις γιατί το κάνει αυτό, για καταριέται όσους τον βοηθούν και ευλογάει όσους το κοροϊδεύουν, τότε θα σου πω κι εγώ για ί μια χτυπάω το καρφί στη σόλα και μια χτυπάω τ οχέρι μου και κοιτώ στον ουρανό." Και μιας κι είχε συμφωνήσει ο Γιώργης, ξεκίνησε το λοιπόν για την Πόλη...

Συνεχίζεται...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου