Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Ο Σταχτογάτης - 3

Και βρέθηκε ο Σταχτογάτης στο κάτω κόσμο.

Και πήγαινε... και πήγαινε... Ψήλωνε ο ήλιο, έκανε ζέστη πολύ. Περπάταγε ο Σταχτογάτης κι όλο περπάταγε. Σαν κουράστηκε, είπε να ξαπλώσει λίγο, να πάρει έναν υπνάκο. Να πάρει δυνάμεις. Βλέπει ένα δέντρο με ίσκιο παχύ. Πάει, ξαπλώνει από κάτω, τον πήρε ο ύπνος.

Σ' εκείνο το δέντρο είχε τη φωλιά του ένα ζευγάρι αετοί. Χρόνια συνέχεια κάναν τ' αυγά τους μα αετόπουλα δεν είδαν ποτέ. Γιατί ένα φίδι ερχόταν και τά 'τρωγε. Αυτή τη χρονιά το φίδι δεν είχε φανεί και τα πουλιά σκάσαν απ' τ'αυγό τους. Πέταξαν οι αετοί να πιάσουν κυνήγι να ταΐσουν τα αετόπουλα που πείναγαν κι έσκουζαν.

Ξαφνικά, εκεί που κοιμόταν ο Σταχτογάτης, φασαρία, κακό πάνω στο δέντρο. Ξυπνάει, βλέπει μια φιδάρα να σούρνεται πάνω στον κορμό, να πηγαίνει προς την κορφή. Και στην κορφή δυο αετόπουλα, μικρά, μόλις είχαν σκάσει απ' τ΄αυγό, να χτυπιούνται και να φωνάζουν. Σηκώνει το τοπούζι, δίνει μια στο φίδι, το σκοτώνει, πάρ'το κάτω. Ξαπλώνει πάλι και συνεχίζει το ραχάτι του. Μετά από λίγη ώρα ήρθαν οι δυο αετοί. Σα βλέπουν τον Σταχτογάτη να κοιμάται κάτω από το δέντρο λένε "Αυτός είναι που τρώει τ' αυγά μας και δεν βλέπαμε αετόπουλα!" και θυμωμένοι ορμάν να τον ξεσκίσουν. Πάνω στην ώρα τους σταμάτησαν τ' αετόπουλα "'Οχι! Όχι! Αυτός είναι που μας έσωσε! Να, δείτε το φίδι που θα μας έτρωγε! Αυτός το σκότωσε!" Πραγματικά, κοιτάν οι αετοί παραδίπλα, βλέπουν το φίδι σκοτωμένο. Κατεβαίνουν τότε και σιγά-σιγά κάναν αέρα με τα φτερά τους όσο κοιμόταν ο Σταχτογάτης.

Σαν ξύπνησε, τον ευχαρίστησαν και τού 'παν: "Για το καλό που μας έκανες κι έσωσες τα αετόπουλά μας, κι εμείς ό,τι μας ζητήσεις θα το κάνουμε."
"Εντάξει" είπε ο Σταχτογάτης. "Όταν σας χρειαστώ, θα έρθω να σας βρω." Τους χαιρέτησε και κίνησε πάλι.

Περπάταγε, περπάταγε. Πάνω που πήρε να βασιλεύει ο ήλιος έφτασε έξω από μια πόλη. Τείχη ψηλά, θεόρατα. Κι έξω απ' την πύλη την αμπαρωμένη μια σειρά βρύσες. Πιάνει να τις μετρήσει: μια, δυο, τρεις... Εννιά τις έβγαλε. Κι εκεί στην ένατη βρύση πλάι καθότανε μια κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα τα νερά κι έκλαιγε, πλάνταζε! Πάει κοντά της "Γιατί κλαις;" τη ρωτάει.
"Το και το" του λέει αυτή. "Στη χώρα μου νερό παίρνουμε από αυτές τις βρύσες, αμά τα κλειδιά τα έχεις ένα δράκος φοβερός και κάθε χρόνο ζητάει μια κοπέλα να φάει για ν' ανοίξει τις βρύσες για ν' αφήκει λεύτερο το νερό. Κάθε χρόνο ρίχνουμε κλήρο και φέτος έπεσε σε μένα..."
"Μη φοβάσαι" της λέει ο Σταχτογάτης "Κι εγώ θα σκοτώσω τον δράκο και θα σε γλιτώσω!"

Και κάθισε και καρτέραγε τον δράκο να φανεί. Εκεί που καθόντανε, τον πήρε ο ύπνος κι έγειρε στην ποδιά της κοπέλας. Εκείνη δεν τον ξύπνησε σαν είδε από μακρυά τον δράκο νά 'ρχεται, μα έκλαιγε σιγά-σιγά για την τύχη της την κακή που θα έπαιρνε και το παλικάρι στο λαιμό της. Κι εκεί που έκλαιγε ένα δάκρυ έπεσε στο σβέρκο του Σταχτογάτη και τον εξύπνησε. Πετιέται αμέσως απάνω, το τοπούζι στο χέρι. Αρχίζει να παλεύει με τον δράκο, του δίνει μια, του δίνει και μια δεύτερη τονε σκοτώνει. Παίρνει την αρμαθιά τα κλειδιά από τη ζώνη του κι ανοίγει τις βρύσες να τρέξει το νερό λεύτερο. Μετά πετάει τα κλειδιά ψηλά, στον ήλιο, να μη τα βρει κανείς να μείνουν λεύτερα τα νερά, παίρνει την κοπέλα να τηνε πάει στους δικούς της. Πώς τά 'φερε η τύχη κι η κοπέλα που έσωσε ο Σταχτογάτης ήτανε η μοναχοκόρη του βασιλιά. Χαρές που γίνηκαν σαν πήγαν στον παλάτι! Πανηγύρια! Τρεις μέρες και τρεις νύχτες γιόρταζε όλη η χώρα που σώθηκε η βασιλοπούλα και λευτερώθηκαν τα νερά.

Την τέταρτη μέρα πιάνει ο βασιλιάς λέει τον Σταχτογάτη "Μεγάλο καλό έκανες σε μένα και στη χώρα μου! Πες μου τί θες και θα στο κάνω. Την κόρη μου θα σου δώσω γυναίκα και το μισό μου βασίλειο!" "Βασιλιά," λέει τότε ο Σταχτογάτης "εγώ δεν είμαι από τα μέρη σας. Είμαι από τον πάνω κόσμο κι έχω τους εδικούς μου απάνω. Πρέπει να γυρίσω πίσω το λοιπόν. Αν μπορείς να με βοηθήσεις, θα σε το πω..." Κάθισε σκέφτηκε όλο το βράδυ ο Σταχτογάτης, σαν έφεξε ο θεός τη μέρα κινάει, πάει και βρίσκει τους αετούς.
"Καλημέρα, αετοί!"
"Καλημέρα, Σταχτογάτη! Τί σε φέρνει στο δέντρο μας;"
"Σκέφτηκα τί μπορείτε να κάνετε για να μου ξεπληρώσετε τη χάρη και θέλω να σας ρωτήσω αυτό: εσείς μεγάλοι και δυνατοί είσαστε, θεριά ολόκληρα, μπορείτε να με πάτε στον πάνω κόσμο;"
"Μπορούμε" απάντησαν οι αετοί. "Μα θα χρειαστούμε 40 βόδια κρέας και 40 βαρέλια κρασί, γιατί είναι πολύ ψηλά ο πάνω κόσμος και πρέπει να 'χουμε τις δυνάμεις μας να πετάξουμε όλο το δρόμο πάνω."
"Θα τά 'χετε!" είπε με σιγουριά ο Σταχτογάτης. "Ελάτε αύριο το πρωί στην αυλή του βασιλιά και θα πάμε στον πάνω κόσμο."

Γυρνάει ο Σταχτογάτης πίσω στο παλάτι και λέει στο βασιλιά που ήταν και τί κουβέντα είχε με τους αετούς. Στο τέλος του ζητάει τα 40 βόδια κρέας και τα 40 βαρέλια κρασί. "Αυτό είναι όλο;" γελάει ο βασιλιάς και διατάζει το άλλο πρωί με την αυγή να είναι έτοιμα στην αυλή.

Σαν ξημέρωσε βγήκαν όλοι στην αυλή του παλατιού να αποχαιρετήσουν τον Σταχτογάτη. Είχαν ανοίξει τις πύλες, κόσμος και κοσμάκης είχε μαζευτεί. Έρχονται οι αετοί, φορτώνουν οι αυλικοί τα 40 βόδια κρέας και τα 40 βαρέλια κρασί, ανεβαίνει και ο Σταχτογάτης στη ράχη του ενός. "Και τώρα;" ρωτάει. "Τώρα μη σε νοιάζει!" του λεν οι αετοί. "Εμείς θα σε πάμε στον απάνω κόσμο. Μόνο έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά κι όταν ένας από μας λέει 'κρε' θα του δίνεις ένα κομμάτι κρέας κι όταν λέει 'κρα' θα του δίνει μια κούπα κρασί. Καλά;" "Καλά!" Και κάνουν μια έτσι οι αετοί τις φτερούγες τους και ξεκινάν να πετάν προς τον απάνω κόσμο.

"Κρε!" φώναζε ο ένας. Του έδινε ο Σταχτογάτης ένα γενναίο κομμάτι κρέας.
"Κρα!" φώναζε ο άλλος. Του ο Σταχτογάτης έδινε μια κούπα κρασί.
"Κρε!"
"Κρα!"

Και με "κρε" και με "κρα" όλο κι ανέβαιναν κι όλο ξεθάρρευε ο Σταχτογάτης και χτυπούσε η καρδιά του πιο δυνατά. Μετά από ώρα και από πολλά "κρε" και "κρα" φάνηκε το φως του ήλιου του πάνω κόσμου. Είδε ο Σταχτογάτης ουρανό γαλανό.

"Κρε!" φωνάζει τότε ο αετός. Κάνει ο Σταχτογάτης να πάρει ένα κομμάτι κρέας, τί να δει: είχε τελέψει το κρέας το βόιδινο. Χωρίς να σκεφτεί καθόλου τότε, βγάζει το μαχαίρι του κόβει ένα κομμάτι από το πόδι του, ψηλά, από το μπούτι, και το δίνει στον αετό. Σαν το γεύτηκε ο αετός κατάλαβε πως δεν ήτανε κρέας βόιδινο αμά ανθρώπινο. Κράτησε το κομμάτι κάτω από τη γλώσσα του κι έκανε υπομονή. Έδωκε μια με τις φτερούγες του, κι άλλη μια, βγήκαν επάνω. Κατέβασαν τον Σταχτογάτη μαλακά στη γη. "Άιντε, πηγαίνετε τώρα!" λέει ο Σταχτογάτης στους αετούς. Δεν ήθελε να τον δούνε να κουτσαίνει. "Όχι, εσύ πάενε πρώτος!" λέει ο αετός πού' χε το κομμάτι το κρέας κάτω από τη γλώσσα του. Δεν το είχε φάει. Τί να κάνει ο Σταχτογάτης, κάνει ένα βήμα, πάρ' τονε κάτω. Δεν τον κράταγε το πόδι του. Πάει τότε κοντά του ο αετός, βγάζει το κομμάτι το κρέας και το κολλάει στο μπούτι του Σταχτογάτη. Ήρθε κι έγινε το πόδι του ολόκληρο ξανά, έγιανε. "Άιντε, πάμε τώρα εμείς στα αετόπουλά μας. Καλή τύχη, Σταχτογάτη!" Και σαν του ευχήθηκαν καλή τύχη, έδωσαν μια και βούτηξαν μέσα στο πηγάδι και βουρ για τον κάτω κόσμο.

Σαν απόμεινε μοναχός ο Σταχτογάτης, βάζει το τοπούζι στον ώμο, τραβάει για το αρχοντικό. Στο δρόμο τον έπιασε η νύχτα. Κοιτάει βλέπει ένα φωτάκι από μακρυά. Μια καλύβα ήτανε. "Ας τραβήξω για κει" σκέφτηκε μονάχος του "να περάσω τη νύχτα και αύριο θα έρθω να τους ανταμείψω όποιοι κι αν είναι..." Και μ' αυτή την σκέψη τράβηξε προς τα κει. Σαν φτάνει στην καλύβα, χτυπάει την πόρτα και λέει "Διαβάτης που νυχτώθηκα είμαι! Να μπω να περάσω την νύχτα;" "Έμπα!" του απάντησε μια φωνή. Μπαίνει ο Σταχτογάτης, ένας γέρος καθότανε κοντά σ' ένα μαγκάλι και καθάριζε καρύδια. "Κόπιασε, γιε μου!" λέει στο Σταχτογάτη. "Έλα, κάτσε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου..." Πραγματικά, πάει ο Σταχτογάτης κάθεται κοντά στο μαγκάλι. Σα ζεστάθηκε το κοκαλάκι τον ρωτάει ο γέροντα: "Ποιός καλός άνεμος σε φέρνει στα μέρη μας, γιε μου;" "Α, παππούλη, από τον κάτω κόσμο έρχομαι" απαντάει γελώντας ο Σταχτογάτης "δυο αετοί με φέρανε στις ράχες του πετώντας μέσα στο πηγάδι του δράκου..." Και μια και δυο, αφού τίποτα άλλο δεν είχε αν κάνει πιάνει και του λέει όλη την ιστορία: για τη χρυσή ροδιά και τον δράκο και το πηγάδι και τις βασιλοπούλες και τα δυο πρόβατα στο πηγάδι και όλα μα χωρίς να πει ποιός είναι. Άκουγε ο γέρος όσο καθάριζε καρύδια, δεν τον πίστεψε, για σαλεμένο τον πήρε όμως δεν είπε τίποτα. Φοβήθηκε και το τοπούζι που κουβάλαγε...

Σειρά του Σταχτογάτη μετά να ρωτήσει: "Τί κάμεις εδώ, παππούλη;" "Να, γιε μου" του λέει εκείνος "ο άρχοντας παντρεύει τον μεγάλο του γιο με μια βασιλοπούλα και η νύφη παρήγγειλε να της καθαρίσουμε 100 σακιά καρύδια για το γλύκισμα το νυφιάτικο, μα είμαι γέρος και κουράστηκα και ούτε τα μισά δεν έχω καθαρίσει ακόμα..." "Μη στενοχωριέσαι, παππούλη, εγώ είμαι εδώ. Θα σε βοηθήσω." λέει ο Σταχτογάτης πρόθυμα κι αρχίζει κι αυτός να σπάει καρύδια. Κι όλο το βράδυ σπάγανε καρύδια και σαν ο γέρος έφερε την νταμουτζάνα το κρασί έμαθε ο Σταχτογάτης πως ο πατέρας του τον είχε για πεθαμένο γιατί έτσι τού 'χανε πει τ' αδέρφια του και τώρα ο μεγάλος του αδερφός ήθελε να παντρευτεί με το στανιό την πιο μικρότερη από τις βασιλοπούλες που είχε σώσει ο Σταχτογάτης. Αμά εκείνη προσπαθούσε να καθυστερήσει τον γάμο κι όλο ζήταγε και ζήταγε ρούχα να της ράβουν και φαγητά να της φτιάχνουν και όλα τα έβρισκε ανάξια για τον γάμο της. Και τώρα που άλλο δεν έπαιρνε, είχε πει να της καθαρίσουν 100 σακιά καρύδια.

"Και σε ποιόν θα τα παραδώκεις τα καρύδια, παππούλη; στον μάγερα;" ρωτάει ο Σταχτογάτης στο τέλος.
"Όχι, γιε μου, στην ίδια τη βασιλοπούλα. Όλα μόνη της τα κάμει για να γίνουν κατά πώς τα θέλει."

Άμα τ' άκουσε, αυτό σκαρφίστηκε ένα σχέδιο. Πιάνει και χώνει σ'ενα σακί με τα καθαρισμένα καρύδια το τάσι με τα κοτοπουλάκια που τού'χε δώκει η βασιλοπούλα πριν την ανεβάσει απ' το πηγάδι. Τά 'χε πα΄ρει και τά 'χε πάντα στον κόρφο του. Και σαν τό 'καμε αυτό έπεσε αν κοιμηθεί.

Το άλλο πρωί, μόλις χάραξε η μερα, φορτώνει ο γέρος τα 100 σακιά καρύδια και τα πάει στο αρχοντικό, στη βασιλοπούλα. Εκείνη ένα-ένα τα άνοιξε τα σακιά να δει αν είχε καθαρίσει σωστά τα καρύδια ο γέρος. Κι εκεί που άνοιγε το τελευταίο σακί, τσουπ! πετιούνται από μέσα τα κοτοπουλάκια. Σαν τά 'δε, σάστισε στην αρχή. "Μπα, σε καλό!" σκέφτηκε "αυτά είναι τα κοτοπουλάκια που είχα δώσει στο Σταχτογάτη!" και χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν άλλο στέλνει και φωνάζουν τον γέρο στο αρχοντικό. Τρόμαξε ο γέρος σαν ήρθε το μαντάτο στο καλυβάκι του. "Βρε, θες να έκανα τίποτις στραβο και να βρω τον μπελιά μου...;" σκέφτηκε. Τον άκουσε ο Σταχτογάτης που μονολογούσε του λέει: "Μη φοβάσαι, παππούλη, κι εγώ είμαι εδώ! Μόνο πάνε στο αρχοντικό, δες τί σε θέλουν και ό,τι σε ρωτήσουν να πεις αλήθεια!" Τί να κάνει ο γέρος, πήγε. Σαν έφτασε, κι είπε ποιός είναι και ποιός τον είχε καλέσει, οι υπηρέτες τον πήγαν στο μεγάλο δώμα. Εκεί καθόντουσαν ένα γύρο ο άρχοντας κι η αρχόντισσα κι οι δυο γιοί τους οι μεγάλοι και οι τρεις βασιλοπούλες. Σηκώνεται η μικρότερη, η νύφη ας το πούμε, και πάει κοντά του. "Πες μας, γέροντα, εσύ καθάρισες τα 100 σακιά καρύδια που παράγγειλα;" τον ρωτά.
"Εγώ, κόρη μου" της απαντά εκείνος.
"Και πώς πρόλαβες και τα καθάρισες σ' ένα βράδυ; Σε βοήθησε κανείς;"
"Με βοήθησε κάποιος..."
"Και ποιός είναι αυτός ο κάποιος δηλαδή;"
"Ένας διαβάτης είναι που βραδιάστηκε και πέρασε τη νύχτα στο καλύβι μου."
"Και δεν έχει όνομα αυτός ο διαβάτης;"
"Δεν μου τό'πε" ξακολούθησε ο γέρος "αμά μάλλον σαλεμένος είναι ο καημένος, γιατί όλο το βράδυ έλεγε πως ήρθε από τον κάτω κόσμο καβάλα σε δυο αετούς από το πηγάδι του δράκου..." και πιάνει και λέει την ιστορία όπως του την είχε πει ο Σταχτογάτης το προηγούμενο βράδυ.

Σαν τ' άκουσαν αυτό τ' αδέρφια του Σταχτογάτη, πάνιασαν! Φοβήθηκαν! Κι όλα τα μολόγησαν στον πατέρα τους χαρτί και καλαμάρι. Πιάνει τότε ο άρχοντας στέλνει μια άμαξα στο καλύβι του γέρου και φέρνει το Σταχτογάτη στο αρχοντικό. Εκεί, παντρεύτηκε ο Σταχτογάτης τη βασιλοπούλα και τ'αδέρφια του δεν τα τιμώρησε, μόνο τα πάντρεψε με τις άλλες βασιλοπούλες και πήραν ο καθένας το δρόμο του. Και σαν χώρισαν τα τσανάκια του ζήσαν όλοι του καλά κι εμείς καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου