Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Τα τρία μιτζίτια που έκαψαν την Πόλη -2

Κι αφού συνεννοήθηκε ο Γιάννης με τους καταστηματαρχέους τραβάει μια και δυο για το λουτρό. Εκείνη τη μέρα ήτανε Σάββατο και υπήρχε νόμος από παλιά κάθε Σάββατο να είναι ελεύθερη η είσοδος στα λουτρά για τον καθένα, ακόμα και για τους πολύ φτωχούς, αυτούς που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Σαν είδε ο Αλής τον Γιάννη έτσι όπως ήταν κουρελής και βρωμιάρης, στράβωσε τα μούτρα του.  Αλλά τί να κάνει; Ο νόμος είναι νόμος. Τού 'δωκε ένα παλιό, τρύπιο μπουρνούζι και κάτι παλιά, σπασμένα τσόκαρα και τον άφηκε να περάσει παραμέσα. Κι όσο ο Γιάννης έπαιρνε το λουτρό του, περνούσε η ώρα και στις δώδεκα ακριβώς νάσου ο μάγερας μ' ένα τεράστιο νταμπλά γεμάτο όλα τα καλά. Στάθηκε ωραία-ωραία μπροστά στο χαμάμ κι άρχισε να φωνάζει: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" που πα' να πει: "Προσέξτε εδώ κι ακούστε καλά! Το βασιλόπουλο των Ινδιών έφτασε στη Πόλη!" Κι είχε μια φωνή! Καμπάνα! Όλος ο μαχαλάς τον άκουγε. Βγήκε έξω ο παραγιός του Αλί να δει τί γίνεται. Μέχρι να πάει να πει στο αφεντικό για τον μάγερα που' χε μπαστακωθεί και δεν έλεγε να φύγει μπροστά από το λουτρό, νάσου εμφανίζεται και ο ποτοποιός με ποτά και ροσόλια πιο πολλά κι απ' τα νερά του Βοσπόρου. Και βάλθηκε να φωνάζει κι αυτός: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" Βάλθηκε ο Αλής να τους διώξει: "Βρε άνθρωποι του Αλλάχ! Τρελοί είσατε; Ποιός πρίγκηπας των Ινδιών και κουραφέξαλα;..." Και πάνω που έλεγε αυτά και άλλα τέτοια νάσου έρχεται και ο ζαχαροπλάστης κι αρχινάει κι αυτός τα "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" Κι όσο τους έδιωχνε ο χαμαμτζής τόσο τον χαβά τους αυτοί: "Αρουσάν ντερλέρ! Περουσάν ντερλέρ! Ιν πατισαϊχ ογλού γκελντί!" "Ακούσατε! Ακούσατε! Ο πρίγκηπας των Ινδιών ήρθε να δοκιμάσει την φιλοξενία του τόπου μας!" "Βρε τι μου τσαμπουνάτε; Κανείς δεν είναι στο λουτρό! Ένας αλήτης είναι μέσα μόνο...."

Κοντοστάθηκε για ένα λεπτό ο Αλής και σκέφτηκε: "Βρε μπας κι έχουν δίκιο αυτοί οι τρεις; Βρε μπας κι είναι πρίγκηπας αυτός που' ναι μέσα και μού' ρθε σαν αλήτης για να με δοκιμάσει...;" Πιάνει αμέσως και στέλνει με τον παραγιό του μήνυμα στο σεράι "το και το: το βασιλόπουλο των Ινδιών ήρθε να δοκιμάσει την φιλοξενία του τόπου μας και τώρα είναι στο λουτρό μου σαν αλήτης. Στείλτε του γρήγορα ό,τι χρειάζεται!"  Σαν τ' άκουσε ο σουλτάνος, αμέσως διέταξε να φορτώσουν σε άμαξες ρούχα μεταξωτά και παπούτσια χρυσά και είπε να ετοιμαστεί τιμητική συνοδεία και ένα τάγμα φρουροί αραπάδες για τον διάδοχο του θρόνου των Ινδιών. Μετά ανέβηκε στην χρυσή του άμαξα και όλοι μαζί πήγαν στο χαμάμ του Αλή και περίμεναν τον Γιάννη να τελειώσει το λουτρό του.

Τό 'ξερε ο Γιάννης πως έτσι θα γινότανε και δεν βιαζόταν. Πήρε το λουτρό του, καθαρίστηκε, τρίφτηκε, αρωματίστηκε... Σαν ζήτησε τα ρούχα του από τον χαμαμτζή, τάχα σα να μην ήξερε τί είχε συμβεί, εκείνος τού' φερε τα χρυσά και τα μεταξωτά. Και ντύθηκε ο Γιάννης και στολίστηκε και όταν βγήκε έξω έμοιαζε πρίγκηπας σωστός! Είχε λεβέντικη κορμοστασιά, και τώρα καθαρός και στολισμένος που ήταν κανείς δεν γνώριζε τον Γιάννη τον μεθύστακα. Όλοι έβλεπαν μπροστά τους το βασιλόπουλο απ΄τις Ινδίες. Χαιρέτησε ο σουλτάνος τον Γιάννη σα νά' ταν στ' αλήθεια βασιλόπουλο, αντιχαιρέτισε ο Γιάννης κατά πώς έπρεπε, γιατί όπως είπαμε και μεγαλωμένος με τρόπους και αρχές ήταν και σπουδαγμένος. Και σαν τέλειωσαν οι χαιρετισμοί ανέβηκε στην άμαξα την χρυσή μαζί με τον σουλτάνο και πήγαν στο παλάτι.

Σαν έφτασαν στο παλάτι, φιρμάνι έβγαλε ο βασιλιάς ν' αρχινέψουν οι γιορτές και τα πανηγύρια. Και Δώσ' του πυροτεχνήματα και ' να βαράν τα κανόνια για να τιμήσουν τον Ινδό πρίγκηπα και δώσ' του λαμπαδηδρομίες! Να καίγεται η Πόλη απ' την μια άκρη μέχρι την άλλη και ρουθούνι να μην έχει ανοίξει! Αυτά έβλεπε ο Γιάννης απ' το παράθυρό του και χαιρόταν γιατί είχε καταφέρει και την Πόλη να κάψει με τα τρία μιτζίτια και κανείς να μην πάθει τίποτα. Κι αν του έλεγε τίποτα η βασιλοπούλα όταν τον συναντούσε, θα της έλεγε τότενες κι αυτός!

Μα σαν κάθισαν να φαν στο βασιλικό τραπέζι και φώναξε βασιλιάς τη γυναίκα του και την κόρη του, εκείνη δεν γνώρισε τον Γιάννη τον μεθύστακα που τού' χε δώσει τις τρεις λίρες για να κάψει την Πόλη. Τον πέρασε κι αυτή για το βασιλόπουλο από τις Ινδίες κι όλο τον ρωτούσε για την πατρίδα του. Και καθώς ήταν σπουδαγμένος ο Γιάννης και ταξιδεμένος της έλεγε κι όλο της έλεγε. Και τον άκουγε εκείνη με το στόμα ανοιχτό.

Και καθώς τον είχαν για το πριγκιπόπουλο των Ινδιών, τον κάλεσε ο σουλτάνος στο συμβούλιο την άλλη μέρα. Και άκουγε ο Γιάννης προσεκτικά και όταν τον ρώτηξαν, είπε τη γνώμη του και όλοι θαύμαξαν τη σύνεση και την σοφία των λόγων του. Το βράδυ πιάνει ο βασιλιάς μιλάει στην γυναίκα το: "Το και το, σουλτάνα μου: μεγάλη σύνεση έδειξε στο συμβούλιο ο Ινδός πρίγκηπας και όλοι τον θαύμαξαν. 'Ομορφος είναι, μυαλομένος είναι και μια μέρα θα γίνει βασιλιάς των Ινδιών. Τί λες να τον κάνουμε γαμπρό μας και γιο μας και να ενώσουμε τα δύο βασίλεια;"
"Καλά λες, άντρα μου" λέει η σουλτάνα. "Θα το πω στην κόρη μας και θα κανονίσουμε τους γάμους το συντομότερο."  Και πιάνει το ίδιο βράδυ την κόρη της και της μιλά: "Τί λες, κόρη μου, σ' αρέσει ο Ινδός να τον πάρεις άντρα σου;"
"Μ'αρέσει, ανάμ!"
Το λέει η σουλτάνα στον σουλτάνο.

βασίλειά μας. Τί λες; Δέχεσαι;"

Τόμπολα! Τί να πει τώρα ο Γιάννης; Αρχίζει και σοβαρεύει πολύ το πράμα.
"Πατισάχ μου," του λέει "πολύ με τιμά η πρότασή σου και την κόρη σου ποιός δεν θα την έπαιρνε για γυναίκα του, αλλά εδώ μου μιλάς για να ενώσουμε τα βασίλεια και για τέτοιο μεγάλο θέμα πρέπει να λάβει γνώση κι ο πατέρας μου..."
"Πες εσύ το ναι και μη σκας!" του λέει ο σουλτάνος. "Θα στείλω τώρα αμέσως αγγελιοφόρο στις Ινδίες!" Σκέφτεται ο ο Γιάννης "Ένα μήνα θα κάνει να πάει ο αγγελιοφόρος στις Ινδίες κι άλλον ένα μήνα να γυρίσει. Έχω καιρό να γλιτώσω το κεφάλι μου..." και λέει το ναι. Πιάνει αμέσως ο σουλτάνος και γράφει γραφή στον βασιλιά των Ινδιών και την στέλνει την ίδια στιγμή.

Σαν έφτασε ο αγγελιοφόρος στις Ινδιές και διάβασε τη γραφή ο βασιλιάς, φωνάζει τη βασίλισσα. "Βρε, γυναίκα," της λέει "έχουμε εμείς παιδιά;"
"Τί λες, βασιλιά μου, να σε χαρώ;" απόρησε η μαχαρανή. "Με τον πόνο μου παίζεις; Αφού ξέρεις πως δε μας δώσαν παιδιά οι θεοί..."
"Για διάβασε τότε εδώ και πες μου τη γνώμη σου" της λέει και της δίνει τη γραφή.
Διαβάζει η μαχαρανή, απόρησε ακόμα πιο πολύ.
"Θα στείλω γραφή στον σουλτάνο να του πάρει το κεφάλι του απατεώνα!"
 "Άντρα μου, αυτά σοβαρά πράματα είναι. Αυτός ο άνθρωπος όποιος κι αν είναι, πέρασε για πρίγκηπας των Ινδιών, που πα να πει πως κι έξυπνος είναι και μορφωμένος για να μπορεί να σταθεί στο παλάτι. Κι ο Σουλτάνος είναι ενθουσιασμένος μαζί του. Αν του γράψεις κατά πως λές μπορεί να θυμώσει πως τον κοροϊδέψαμε και να έχουμε πόλεμο. Γράψε γραφή πως δεχόμαστε τον γάμο και άμα γίνει, θα στείλουμε τον στόλο μας να φέρουν γαμπρό και νύφη. Και τότε τον σκοτώνουμε εμείς τον πεζεβέγκη."
"Καλά λες, γυναίκα!" λέει ο μαχαραγιάς και πιάνει και γράφει γραφή να γίνουν οι γάμοι όπως αρμόζει.

Περνούσε ο καιρός και σκεφτόταν ο Γιάννης πώς θα γίνει να γλιτώσει το κεφάλι του. Μόλις διαβάσει την γραφή ο βασιλιάς των Ινδιών θα στείλει απάντηση πως είναι απατεώνας και τότε θα του πάρουν το κεφάλι... Πάνω στους δυο μήνες εκεί που καθόταν στο παράθυρο, βλέπει να μπαίνει από την πύλη ένας καβαλάρης. Ο αγγελιοφόρος. "Ως εδώ ήταν..." σκέφτεται. "Τώρα, πάει το κεφάλι μου..."
Σαν διαβάζει ο σουλτάνος την απάντηση από τις Ινδίες καταχάρηκε. Φωνάζει τον Γιάννη και του δείχνει τα μαντάτα. Από τη μια απόρησε ο Γιάννης από την άλλη σκεφτόταν πως αφού δεν θα του πάρουν το κεφάλι στην Πόλη, θα του το πάρουν στις Ινδίες. Αλλά μέχρι τότε είχε καιρό. Για την ώρα έπρεπε να ετοιμαστεί για τον γάμο.

Και τί γάμο! Βασιλικό! Πυροτεχνήματα, λαμπαδηδρομίες, κανόνια να βαράνε! Έγινε η νύχτα μέρα! Ένα μήνα καιγότανε η Πόλη απ' τα γιορτάσια! Και νάτανε μόνον αυτό; Γιορτές και πανηγύρια είχαν και στις Ινδίες! Κι εκεί πυροτεχνήματα κι εκεί να καίγεται η χώρα απ' άκρη σ' άκρη!Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που έκαιγε την Πόλη ο Γιάννης και μαζί έκαιγε και τις Ινδίες!

Και νάσου φτάνει η Ινδική αρμάδα στο λιμάνι! Δώστου πάλι κανόνια να βαράνε χαιρετισμό. Δώστου ν' απαντάει ο τούρκικος στόλος με άλλα κανόνια. Ανεβαίνουν στο καράβι ο Γιάννης κι η βασιλοπούλα, φορτώνουν και δώρα βασιλικά για τους μαχαραγιάδες των Ινδιών και ξεκινάνε.

Σαν φτάσανε στις Ινδίες και πήγαν στο παλάτι τους περίμενε το βασιλικό ζευγάρι. Χαιρέτησε ο Γιάννης σας γιος και πρίγκηπας, χαιρέτησε η βασιλοπούλα και αρχίνεψαν άλλες γιορτές κι άλλα πανηγύρια. Ένα μήνα γιορτάζανε την επιστροφή και τον γάμο του πρίγκηπα στις Ινδίες. Σαν πέρασε ο μήνας αυτός, ένα βράδυ, αφού απόφαγαν, παίρνει η μαχαρανή τη νύφη της κι αφήνει τον Γιάννη μόνο με τον μαχαραγιά. "Τώρα που μείναμε μόνοι μας," λέει ο μαχαραγιάς τον Γιάννη "πες μου ποιός είσαι και γιατί τα έκανες όλα αυτά πριν σου πάρω το κεφάλι." "Θα σου πω, μαχαραγιά μου," λέει ο Γιάννης "κι εσύ αποφάσισε κατά πώς πρέπει." Και πιάνει και του λέει όλη την ιστορία: πώς ήταν από πλούσια οικογένεια, πώς πήγε να σπουδάσει, πώς έχασε όλη του την περιουσία προσπαθώντας να βοηθήσει τους συμπατριώτες του, πώς κατάντησε μεθύστακας και μπεκρής, πώς έφτασε να ζητάει τρία μιτζίτια για να κάψει την Πόλη. Πώς όταν τού' δωκε η βασιλοπούλα τις τρεις λίρες για να κάψει την Πολη, αλλιώς θα του έπαιρνε το κεφάλι, εκείνος σκέφτηκε αυτόν τον τρόπο για να μην κάμει κακό σε κανέναν. Όλα του τά' πε. Κι άγουγε ο μαχαραγιάς και θαύμαζε. "Καλά," του είπε στο τέλος."Θα το σκεφτώ απόψε κι αύριο θα σου πω την απόφασή μου." "Όπως επιθυμείς, βασιλιά μου!" απάντησε ο Γιάννης.

Σαν πήγε στην κρεβατοκάμαρη, πιάνει την βασιλοπούλα και την ρωτάει: "Ξέρεις ποιός είμαι εγώ, γυναίκα;" "Μπά σε καλό σου! Ο πρίγκηπας των Ινδιών, άντρα μου!" απαντάει εκείνη.
"Όχι."
"Πώς όχι;"
"Θυμάσαι πριν έξι μήνες, έναν μεθύστακα που φώναζε στην πλατεία πως αν είχε τρία μιτζίτια θα έκαιγε την Πόλη; Κι εσύ του έδωσες τρεις λίρες και του είπες πως αν δεν το κάνει σε τρεις μέρες, θα του έπαιρνες το κεφάλι;"
"Κάτι θυμάμαι..."
"Ε, αυτός ο μεθύστακας είμαι εγώ. Δεν με πήγαινε η καρδιά να βάλω φωτιά και να κάψω κι ανθρώπους μαζί με τα κτίρια και βρήκα άλλον τρόπο να την κάψω. Και την έκαψα δυό φορές και μαζί με την Πόλη έκαψα και τις Ινδίες."
"Αν το έκανες αυτό αξίζεις δυο φορές να είσαι άντρας μου!" του απάντησε τότε η βασιλοπούλα.

Σαν πήγε ο μαχαραγιάς στην δική του κρεβατοκάμαρη πιάνει και λέει στην μαχαρανή ό,τι τού' χε διηγηθεί ο Γιάννης. "Τί κάνουμε τώρα;" ρωτάει "Άντρα μου," του λέει η μαχαρανή "εμείς παιδιά δεν αξιωθήκαμε και κατά πώς τα λες αυτός ο Γιάννης είναι σπουδαγμένος κι άξιος. Και ένα μήνα τώρα που είναι εδώ φάνηκε συνετός και καλός. Εγώ λέω να τον κάνουμε γιο μας στ' αλήθεια."

Και πραγματικά, ο βασιλιάδες των Ινδιών έκαναν γιο τους τον Γιάννη και σαν ήρθε η ώρα, ο Γιάννης έγινε μαχαραγιάς και έζησε με τη γυναίκα του χρόνια πολλά, μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!


2 σχόλια:

  1. Πολύ μου άρεσε!!!
    Τι κάνει η εξυπνάδα και η καλοσύνη, και η γνώση!
    Ωραία που αφηγήσαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ χαίρομαι που σου άρεσε! Κι ευχαριστώ πολύ για το κομπλιμέντο! Μάλλον πήρα το χάρισμα από τη γιαγιά, αν και δεν χωράει σύγκριση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή