Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ο Ρεζίλης - 2

Σαν γύρισαν από την πόλη οι χωρικοί, μετά το κάζο που πάθανε, ήταν ακόμα πιο χολωμένοι με τον Ρεζίλη. Μαζεύτηκαν, το λοιπόν, μετά από λίγο καιρό στον καφενέ και λογιάζανε πώς θα τον βγάζανε από την μέση κι αυτόν και την οικογένειά του.

"Τέκνα μου!" είπε ο παπάς "προς Θεού! μην βάψετε τα χέρια σας με αίμα!"

Και τί πήγαν και σκέφτηκαν οι αθεόφοβοι! Να τονε σκάσουνε. Και πως θα το κάνανε αυτό; Τρέξαν όλοι στα σπίτια τους και πήρα μουρουνόλαδο. Μικροί-μεγάλοι, άντρες-γυναίκες, όλοι! Και πάνε μέσα στη νύχτα έξω από το σπίτι του Ρεζίλη και μια και δυο... το είχαν σκεπάσει τα σκατά μέχρι να πεις κύμινο. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, πάει να βγει έξω, δεν άνοιγε η πόρτα. Σκουντάει, ξανασκουντάει... Τίποτα. "Θα φράκαρε..." σκέφτεται. "Ε, δεν πειράζει," λέει με το νου του "θα βγω απ' το παράθυρο και θα την ξεφρακάρω..." Πάει ν' ανοίξει το παράθυρο, ούτε αυτό άνοιγε. Πονηρεύτηκε τότε, σου λέει "κάτι βρωμάει εδώ..." και πραγματικά είχε μια μπόχα, άλλο να σε λέω... Πιάνει, ξυπνάει τη γυναίκα του. "Γυναίκα," της λέει "το και το μας κάμανε οι συγχωριανοί."
"Και τί θα κάμωμε τώρα;" τον ρωτάει αυτή.
"Άκου τί θα κάμωμε: θα βγούμε από τον καμινάδα έξω. Μετά εσύ άναψε τον φούρνο και μη σε νοιάζει."

Πραγματικά, βγαίνουν έξω ο Ρεζίλης κι η γυναίκα του από την καμινάδα. Ανάβει η γυναίκα τον φούρνο και πιάνει ο Ρεζίλης το φτυάρι. Ανασκουμπώνεται κι αρχίζει να φτυαρίζει το σκατό στον φούρνο να το ξεράνει να το κάμει κοπριά. Σαν μεσημέριασε, είχανε τελέψει, με την κοπριά, την είχαν βάνει σε δώδεκα τσουβάλια. Πιάνει ο Ρεζίλης, φορτώνει τα σακιά με την κοπριά σε δώδεκα μουλάρια -γιατί σαν γύρισε πίσω με τον κλεμμένο από τους κλέφτες θησαυρό ξανάκανε το βιός του διπλό και τρίδιπλο κι είχε και χωράφια και ζώα πιο πολλά από τα πριν. Φορτώνει, που λες, τα σακιά σε δώδεκα μουλάρια, καβαλάει το άλογό του και παίρνει δρόμο. Σαν έφτασε στο γιοφύρι που' ταν στην άκρη του χωριού τον περίμεναν οι οι συγχωριανοί του. "Που πας, βρε Ρεζίλη;" τον ρώτησαν. "Ε, πού να πάω...; Εσείς πήγατε να με σκάσετε από τη ζήλια σας αλλά εγώ έκαμα το σκατό κοπριά και πάω να το πουλήσω στην πόλη μπας και βγάλω τα σπασμένα..." Γέλασαν οι χωρικοί, χαμογέλασε ο Ρεζίλης και τους άφηκε πίσω. Σαν βγήκε στη δημοσιά όμως δεν πήρε τον δρόμο που πήγαινε στην πόλη. Είχε πάρει ήδη να σουρουπώνει και η αγορά θα είχε κλείσει. Σκέφτηκε το λοιπόν, κι άλλαξε σχέδια.

Στην περιοχή είχε το κονάκι του ένας αγάς. Για κει τράβηξε ο Ρεζίλης να περάσει τη νύχτα με ασφάλεια. Να ζεσταθεί το κοκαλάκι του και να φάει κατιτίς. Άμα έφτασε, χτύπησε την πόρτα. Σαν του άνοιξαν και τον ρώτηξαν ποιός είναι τους είπε πως τάχα ήταν τελώνης του πασά κι πως είχε έξω δώδεκα μουλάρια φορτωμένα λίρες από τους φόρους που είχε μαζέψει και για να μην περάσει τη νύχτα έξω και τον ληστέψουν ζητούσε την προστασία του αγά. Σαν τ' άκουσε ο αγάς, του άνοιξε τις πόρτες διάπλατα και μπήκε στην αυλή ο Ρεζίλης με τα δώδεκα μουλάρια του. Πήγαν τα ζωντανά στο στάβλο. Τα δόκανε νερό φρέσκο και μπόλικο σανό, ξεφόρτωσε ο Ρεζίλης τα σακιά με την κοπριά και τ' άφηκε εκεί. Μετά πήγε με τον αγά και φάγαν και ήπιαν κοντά στο τζάκι που έτριζε. Κι άρχισε να ρωτάει ο Ρεζίλης τον αγά πως τά' βγαζε πέρα. Τού 'πε ο αγάς πως είχε ζώα πολλά και δεν είχε ανάγκη. Μάλιστα του ξομολογήθηκε πως είχε και γουρούνια. "Και τί τα ταΐζεις τα γουρούνια σου, αγά;" ρώτησε ο Ρεζίλης από περιέργεια. "Απ' όλα τρώνε!" καμάρωσε ο αγάς. Σαν τ' άκουσε αυτό ο Ρεζίλης κατέβασε μια ιδέα. Άμα κοιμήθηκαν όλοι στο κονάκι, κατέβηκε κρυφά και σε κάθε σακί κοπριά έχωσε ένα χρυσό φλουρί. Μετά πήγε κι αυτός και κοιμήθηκε μέχρι το πρωί.

Τα γουρούνια που ήταν δίπλα από τον στάβλο μύριζαν την κοπριά και ήταν ανήσυχα. Βγαίνει ένα, πάει και γρουτς-γρουτς σκίζουν ένα σακί, χύνεται έξω η κοπριά. Βγαίνει άλλο, πάει γρουτς-γρουτς σκίζει και το δεύτερο. Σιγά-σιγά βγήκαν όλα τα γουρούνια, πάνε τα σακιά με την κοπριά. Ξυπνάει το πρωί ο Ρεζίλης, κατεβαίνει στον στάβλο, βάνει τις φωνές: "Τρέξε, αγά μου! Τρέξε! Τα γουρούνια σου έγαφαν τις λίρες μου!" Τρέχει ο αγάς, προσπαθεί να τον ηρεμήσει. "Τί λες, άνθρωπέ μου; τρων τα γουρούνια λίρες; κάτι άλλο θα γένικε..." "Όχι, τα γουρούνια σου έφαγαν τις λίρες μου! Εσύ είπες ψες πως τρων απ' όλα!" επέμενε ο Ρεζίλης. Κάνει ένα βήμα βρίσκει μια λίρα μες στην κοπριά που ήταν σκορπισμένη παντού στην αυλή. "Να μια λίρα!" φωνάζει στον αγά. Πάει πιο εκεί, βρίσκει άλλη μια. Βρίσκει μια κι ο αγάς ο ίδιος. "Δεν ξέρω τί θα κάμεις, πρέπει να σφάξουμε τα γουρούνια σου να πάρω τα φλουριά πίσω, αλλιώς το λέω στον πασά..." Τρελάθηκες ο αγάς σαν τ' άκουσε. Κάλλιο είχε τον δώσει από τα δικά του τα φλουριά παρά να σφάξει τα ζωντανά -πιο πολύ θα του κόστιζε. "Κι άμα σου δώσω εγώ τις λίρες που φάγαν τα ζωντανά...;" "Ε, τότες αλλάζει το πράμα..." και τάχα δέχτηκε ο Ρεζίλης την προσφορά του αγά. Του φορτώνει ο αγάς δώδεκα μουλάρια λίρες και του δίνει κι ένα μουλάρι ακόμα κι ένα σακί φλουριά για κείνον, να το κρατήσει, να μην πει κουβέντα στον πασά για τα γουρούνια που φάγαν τις λίρες. Τον χαιρετά ο Ρεζίλης και φεύγει.

Κατά το μεσημεράκι έφτασε στο χωριό. Τον περίμεναν οι συγχωριανοί στην γέφυρα να δουν τι είχε κάνει στην πόλη. "Ε, Ρεζίλη," του παν σαν τον είδαν "τί έγινε στην πόλη;"
"Α, χωριανοί," λέει εκείνος χαμογελαστός όπως πάντα "εσείς κακό πήγατε να μου κάνετε, αλλά ο Θιός είναι μεγάλος! Να πούλησα την κοπριά και γύρισα."
"Και πόσο την πούλησες;"
"Μια λίρα το σκατό."
"Ψέματα λες!"
"Τί ψέματα, να κοιτάτε άμα δεν με πιστεύετε: με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα κοπριά με δεκατρία γυρίζω κι όλα φορτωμένα λίρες!"
Κοιτάν οι χωρικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους.

Τους δάγκωσε πάλι η ζήλια, παν στα σπίτια τους! Παίρνουν ό,τι καθαρτικό βρίσκουν μπροστά τους και τους πήγε τρεις και πέντε... Μαζεύουν το σκατό, το κάνουν κοπριά. Την άλλη μέρα ξεκινάν για την πόλη. Πάνε ίσια στην αγορά κι αρχίζουν να διαλαλούν την πραμάτια τους. Και ποιοί ενδιαφέρονται να αγοράσουν κοπριά; Οι μπαχτζεβαναίοι, αυτοί που έχουν κήπους, μποστάνια... Πάνε, τους ρωτάνε πόσο πουλάνε την κοπριά για να κάμουν συμφωνία.
"Μια λίρα το σκατό!" απαντάνε οι συγχωριανοί του Ρεζίλη.
"Βρε, μπας κι είστε τρελοί;" ρωτάνε οι μπαξεβάνηδες.
"Όχι, μια λίρα το σκατό! Κι αν σας αρέσει!" επέμεναν οι χωριανοί.
Συνεννοούνται τότε οι άλλοι και τους δίνουν ένα ξύλο... Τόσες έφαγαν οι χωριανοί όσες τρώει ένα νταούλι σ' έναν γάμο! Και τους πήραν και την κοπριά τσάμπα.

Γύρισαν πίσω στο χωριό τους και δαρμένοι και χαμένοι και ήτανε πυρ και μανία με τον Ρεζίλη. Ήθελαν οπωσδήποτε να τον εξαφανίσουν! Τώρα πιο πολύ από πριν!

Συνεχίζεται...


2 σχόλια:

  1. Mα τι είναι αυτό;;;
    Φοβερή ιστορία!
    Αντε να δούμε πώς θα γλιτώσει ο Ρεζίλης από τους συγχωριανούς του, ή μάλλον πότε θα ησυχάσουν αυτοί από τον πανέξυπνο αυτό τύπο!
    Τέλεια η αφήγηση! και οι λέξεις που χρησιμοποιείς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ'ευχαριστώ! Είχα κάποιες αμφιβολίες για το συγκεκριμένο παραμύθι είναι η αλήθεια, (βλέπεις δεν είναι "παιδικό") αλλά χαίρομαι που το βρίσκεις ενδιαφέρον. Μάλλον απόψε θα το τελειώσω... (κρατάμε μια επιφύλαξη εδώ και προσθέτουμε το "θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος" που συνειρμικά μου φέρνει στο νου μια ιστορία του Νεσραντίν Χότζα...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή