Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Ο κοκορίκος της γριάς

Απόψε λέω να πούμε ένα μικρό παραμύθι. Ένα παραμυθάκι.

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια γριούλα σε μια μακρινή πολιτεία. Είχε το σπιτάκι της, την αυλίτσα της και το κοτέτσι της. Και τα κουτσοκατάφερνε πού'χε μείνει στον κόσμο μονάχη. Φτωχιά ήταν η καημένη, μα είχε τις κοτούλες της, την Παρδάλω και την Πιτσίλω κι ένα κοκορίκο που την ξύπναγε κάθε πρωί. Κι αυτή ήταν η παρέα της όλη. Το καλό καιρό έβγαζε μια καρέκλα στην αυλίτσα και καθόταν ήσυχα-ήσυχα κι έγνεθε στη ρόκα της κι έβλεπε τα παιδιά της γειτονιάς που παίζαν και χαιρετούσε κάθε περαστικό. Και κάθε περαστικός τη χαιρετούσε γιατί όλοι τη γνώριζαν και ξέραν τί καλή γυναίκα που ήταν, πάντα μ' έναν καλό λόγο για τον καθένα -ακόμα και για τη γειτόνισσά της. Γιατί, βλέπετε, πλάι στο καλυβάκι της καλής γριούλας, ήταν η σπιταρώνα μια άλλης γριάς, πολύ πλούσιας αλλά στριφνής και κακιασμένης.

Κι ήρθε ένας χειμώνας κακός! Τσουχτερός! Μέρες και νύχτες φύσαγε και χιόνιζε. Κι η καλή γριούλα πήρε τις κοτούλες και τον πετεινό της μέσα στο καλυβάκι που ήταν ζεστά, μη της παγώσουν τα ζωντανά. Να όμως που μια μέρα το μαγκάλι της έσβησε και δεν είχε άλλα κάρβουνα. Τί να κάνει η καημένη η γριούλα, τυλίχτηκε στο τριμμένο της και πήγε να ζητήσει μια φούχτα κάρβουνα από τη  γειτόνισσά της. Χτυπάει την πόρτα, ανοίγει η στριμμένη γριά, "τί θες εδώ;" τη ρωτάει απότομα. "Καλησπέρα, γειτόνισσα." της λέει εκείνη. "΄Εσβησε το μαγκάλι μου και με τέλειωσαν και τα κάρβουνα. Μήπως έχεις να με δώσεις  μια φούχτα να περάσω απόψε με τέτοιο παλιόκαιρο;"
"Δε σου δίνω τίποτα! Φύγε από δω!" της λέει εκείνη και βροντάει την πόρτα.

Τί να κάνει η καλή γριά, γύρισε στο σπιτάκι της άπραγη. Κάθισε στη γωνιά της κι άρχισε να μιλάει στις κοτούλες της. "Αχ, κορίτσια μου... κι εσύ κοκορίκο... ελάτε πιο κοντά να μην κρυώνετε, καημένα μου... Γιατί πήγα να ζητήξω κάρβουνα από την γειτόνισσα και δεν μ' έδωκε..." Κάνει μια έτσι ο κόκορας πηδάει στην αγκαλιά της γριάς. "Γι'αυτό σκας, κυρά;" της λέει. "Μην ανησυχείς και θα τα κανονίσω εγώ έτσι να μη σε λείψουν ποτέ κάρβουνα από δω και στο εξής!" Και πριν προλάβει η γριά να καταλάβει τί έγινε και πώς, πηδάει ο πετεινός κάτω κι έξω από την πόρτα. Γιατί είχε σχέδιο να βοηθήσει την καλή γριούλα.

Μια και δυο τραβάει για το παλάτι. Σαν φτάνει, κάνει μια έτσι, πηδάει τον τοίχο, μπαίνει στην αυλή. Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει βλέπει το παράθυρο του βασιλιά. Πάει από κάτω και αρχίζει να λαλεί σα νά 'χε ξημερώσει: "Κικιρίκο! Κικιρίκο! Κικιρίκο!" ξυπνάει ο βασιλιά μέσα στο άγριο μεσάνυχτο. "Βρε," συλλογιέται "τί 'ναι τούτο;" Συνέχιζε να λαλεί ο πετεινός "Κικιρίκο! Κικιρίκο!" Σαν κατάλαβε ο βασιλιά πως ήταν ένα κοκόρι κάτω από το παραθύρι του, διατάζει το φρουρό να το πιάσει και να το πετάξει στην τάφρο του παλατιού να πνιγεί να ησυχάσει. Τρέχει αμέσως κάτω ο φρουρός πιάνει τον πετεινό τον ρίχνει στο νερό. Μόλις πέφτει στο νερό ο κοκορίκος αρχίζει "Ρούφα, κώλε το νερό! Ρούφα, κώλε, το νερό!..." αδειάζει όλη την τάφρο του παλατιού. Πετιέται έξω, πάει κάτω από το παραμύθι του βασιλιά κι αρχίζει φτου κι απ' την αρχή να λαλεί "Κικιρίκο! Κικιρίκο!" Πετιέται πάνω ο βασιλιάς που μόλις τον είχε πιάσει ο ύπνος ο γλυκός. "Βρε, παναθεμάτονε! Τον παλιοκόκορα!" Φωνάζει τον φρουρό, τον διατάζει να πιάσει τον πετεινό και να τον πετάξει στον φούρνο να τον κάψει. Τρέχει ο φρουρός, πιάνει τον πετεινό, τον πετάει στον φούρνο. Αρχίζει τότε το κοκορίκος "Βγάλε, κώλε, το νερό! Βγάλε, κώλε, το νερό!..." τον σβήνει τον φούρνο. Πετιέται έξω,πάει κάτω από το παράθυρο του βασιλιά και αρχίζει πάλι τα "Κικιρίκο! Κικιρίκο!" Ξυπνάει ο βασιλιάς, πετάει τα παπλώματα, πάει κάτω ο ίδιο αρπάζει τον κόκορα απ' το λαιμό "Βρε, παλιοπούλι! Ποιός σ' έβαλε να μη μ' αφήσεις να κοιμηθώ απόψε; Τώρα θα δεις! Θα σε κλειδώσω στο θησαυροφυλάκιο πού 'ναι στο υπόγειο και δεν θα σ'ακούω." Και μια και δυο, κλειδώνει τον πετεινό της γριάς μαζί με τους θησαυρούς του παλατιού. Μόλις βρέθηκε μόνος ο κόκορας εκεί μέσα πηδάει σε μια στοίβα χρυσόφλουρα κι αρχίζει "Ρούφα, κώλε, τα φλουριά! Ρούφα, κώλε, τα φλουριά!..." Ούτε τα μισά δεν είχε ρουφήξει, είχε γεμίσει η κοιλιά του λίρες πολλές. Μετά κάθισε ήσυχα-ήσυχα και περίμενε να έρθει το πρωί.

Σαν ξημέρωσε, στέλνει ο βασιλιάς να του φέρουν την καλή του την κορώνα από το θησαυροφυλάκιο. Μόλις ανοίγει η πόρτα, πετιέται ο πετεινός και μια και δυο, καμαρωτός και παραφουσκωμένος σα χήνα καρφωτή, πάει στο καλυβάκι της γριάς. Εκεί "¨Ήρθα, κυρά!" της λέει. "Πού ήσουν;" τον ρωτά αυτή. "Μη με ρωτάς, μόνο κάνε ότι σ' ορμηνέψω: στρώσε ένα πανί έξω, στην αυλή, και κρέμασέ με  ανάποδα απ' το σκοινί της μπουγάδας. Μετά, πάρε ένα ραβδάκι και χτύπα με μαλακά στη κοιλιά." Απόρησε η γριά μ' αυτά που την ορμήνεψε ο κοκορίκος, αλλά έκανε κατά πώς της είπε. Σαν τον έδεσε ανάποδα με το σκοινάκι κι άρχισε να τον χτυπάει μαλακά στη κοιλιά άρχισε κι ο πετεινός να λέει "Βγάλε, κώλε, τα φλουριά! Βγάλε, κώλε, τα φλουριά!..." κι άρχισαν να πέφτουν βροχή τα φλουριά. Τα είδε η γριά, σάστισε. "Τί 'ναι αυτά;" "Φλουριά, κυρά! Τώρα ούτε εσύ ούτε κι εμείς θα ξανακρυώσουμε!" Χάρηκε η γριά, έκανε το κομπόδεμά της και μπήκε μέσα.

Η άλλη γριά, η γειτόνισσα, εκτός από κακιά ήταν και περίεργη. Σαν είδε την καλή γριά έξω στην αυλή με το κρύο και τον βοριά, παραφύλαξε να δει τί θα κάμει. Σαν είδε τον κοκορίκο να γεννά χρυσά φλουριά ζήλεψε. "Και γιατί ο δικός της πετεινός; Κι ο δικός μου μπορεί να γεννήσει φλουριά!" Και πιάνει τον δικό της πετεινό, τον δένει στο σκοινί της μπουγάδας, στρώνει από κάτω και τα καλά τα σεντόνια της, τα μεταξωτά, κι αρχίζει να τον χτυπάει με μια βέργα. Τά 'χασε το ζωντανό, τρόμαξε, άρχισε να κουτσουλάει, της κατακουτσούλησε τα σεντόνια. Κι όχι φλουρί... ούτε μετζίτι δεν έβγαλε. Μάνιασε η γειτόνισσα, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της και κανείς δεν έμαθε τί απέγινε.

Όσο για την καλή γριά, διόρθωσε το σπιτάκι της, έφτιαξε κι ένα καλό κοτέτσι για την Παρδάλω και την Πιτσίλω και τον κοκορίκο της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου