Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Ο Σταχτογάτης - 1

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, ήταν ένας άρχοντας που είχε τρεις γιους. Με μέλι και με γάλα τους είχαν αναθρέψει αυτός κι η αρχόντισσα και γίναν παλληκάρια άξια και δυνατά. Ενώ όμως οι δυο μεγαλύτεροι γιοί καθώς μεγάλωναν γίνονταν όλο και πιο δραστήριοι και τους άρεσαν τα κυνήγια και οι αγώνες και κάθε μέρα γυμνάζονταν στο σπαθί και στο τόξο, ο τρίτος, ο μικρότερος, καθόταν όλη μέρα μ' ένα βιβλίο κοντά στο τζάκι και μ' ένα ξυλαράκι ανακάτευε την στάχτη. Γι' αυτό του βγάλαν το παρατσούκλι τ' αδέρφια και τον φωνάζαν 'Σταχτογάτη'. Τον Σταχτογάτη όμως δεν τον πείραζε και χαμογελούσε όταν άκουγε  τους δυο μεγάλους αδερφούς του να τον περιπαίζουν. Και ο καιρός περνούσε κι ο Σταχτογάτης όλο ανακάτευε τις στάχτες.

Ο άρχοντας αυτός με τους τρεις γιους ήταν πολύ πλούσιος! Μα πολύ πλούσιος! Είχε κοπάδια γιδοπρόβατα και γελάδια και γουρούνια κι ό,τι ζώο βάζει ο νους. Κι είχε και χωράφια κι αμπέλια και μποστάνια και λιόδεντρα κι απ' όλα. Αυτό όμως που καμάρωνε πιο πολύ ήταν μια ροδιά που' χε φυτρώσει στον κήπο του αρχοντικού και κάθε χρόνο του έκανε τρία χρυσά ρόδια. Όμως τό 'χε παράπονο ο άρχοντας γιατί καμιά χρονιά δεν είχε καταφέρει να δοκιμάσει ένα χρυσό ρόδι. Γιατί ένας δράκος ερχόταν κάθε χρόνο και τα έκλεβε.

Και περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωναν τα τρία αρχοντόπουλα και έκανε η ροδιά ρόδια χρυσά κι ερχόταν ο δράκος και τα έκλεβε...

Μια μέρα, πιάνει ο άρχοντας και φωνάζει τους γιους του. "Παιδιά μου," τους λέει "όπως ξέρετε όλοι έχουμε την χρυσή ροδιά στον κήπο μας και τόσα χρόνια καρπό δεν είδαμε. Κάθε χρόνο έρχεται ο δράκος και κλέβει τα χρυσά ρόδια. Ο καιρός που θα κάνει πάλι καρπούς το δέντρο μας πλησιάζει και αυτή τη χρονιά θέλω να παραφυλάξετε και, δεν ξέρω τί θα κάνετε, να μου φέρετε τουλάχιστον ένα ρόδι."
"Μην ανησυχείς, πατέρα!" πετιέται ο πρώτος γιος, ο μεγαλύτερος. Εγώ θα παραφυλάξω όλο το βράδυ και θα σκοτώσω τον δράκο πριν μας πάρει τα ρόδια!"

Συμφώνησε ο άρχοντας, συμφώνησαν και τ' αδέρφια του και περίμεναν όλοι να έρθει ο καιρός να δώσει καρπούς η ροδιά. Στο μεταξύ οι δυο μεγαλύτεροι αδερφοί αγωνίζονταν στο πάλεμα και στο σπαθί, ενώ ο Σταχτογάτης ανακάτευε τη στάχτη στο τζάκι.

Κι ήρθε η μέρα -ή μάλλον η νύχτα- κι αρματώνεται την αρματωσιά του τη χρυσή ο μεγάλος ο γιος και πάει να φυλάξει τη χρυσή ροδιά. Όλο το βράδυ περίμενε και περίμενε κι εκεί, λίγο πριν τα μεσάνυχτα τον πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε σα το μωρό όλη τη νύχτα. Χαμπάρι δεν πήρε πότε μπήκε ο δράκος στον κήπο, πότε πήγε στη ροδιά, πότε έκλεψε το χρυσό το ρόδι. Ξυπνάει το πρωί, τί να δει: σπασμένο το κλαδί της ροδιά, έλειπε το ρόδι. Τί να κάνει να μη ρεζιλευτεί, σκέφτεται, σκέφτεται, στο τέλος βγάζει το σπαθί και κόβει λίγο το χέρι του ίσα να ματώσει. Μετά πάει στον πατέρα του και του λέει πως τάχα πάλεψε με τον δράκο, αλλά εκείνος ήταν φοβερός και τρομερός και τον λάβωσε. Και στο τέλος δείχνει τα αίματα στο ρούχο του.
"Πατέρα," πετάγεται ο δεύτερος γιος, "αφού ο αδερφός μου δεν τα κατάφερε, θα πάω εγώ αν παραφυλάξω σήμερα το βράδυ και θα σου φέρω το ρόδι το χρυσό!"
"Πάει καλά..." λέει ο άρχοντας, που από τη μια ήθελε οι γιοί του να σκοτώσουν τον δράκο, αλλά από την άλλη φοβότανε και μήπως τους χάσει.

Σαν πήρε να σουρουπώνει, ο δεύτερος γιος αρματώθηκε την αρματωσιά του, τη σεντεφένια, και μια και δυο, τράβηξε για τη ροδιά. Ο Σταχτογάτης έμεινε να σκαλίζει τη στάχτη στο τζάκι. Βάσταγε καρτέρι όλο το βράδυ ο αδερφός του, εκεί, λίγο μετά τα μεσάνυχτα τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Μπήκε στον κήπο ο δράκος, πήρε και το δεύτερο ρόδι, βγήκε... χαμπάρι δεν πήρε ο δεύτερος γιος. Ξυπνάει το πρωί, τί να διει: σπασμένο και το άλλο το κλαδί της ροδιάς, άφαντο και το δεύτερο χρυσόροδο. Πώς να πάει στον πατέρα του έτσι, ντροπιασμένος; Σκέφτεται από δω, σκέφτεται από κει, βγάζει το μαχαίρι του κουρελιάζει τα ρούχα του, πάει στο αρχοντικό.
"Αφέντη και πατέρα μου," λέει, "πάλεψα με τον δράκο, αλλά ήταν φοβερός και τρομερός και κατάφερε και πήρε το ρόδι το χρυσό..."

Ο άρχοντας, καθώς είδε τα ρούχα του γιου του κομματιασμένα, τονε πίστεψε. Απ' την μια στενοχωριόταν και χολόσκανε που δεν θα έβλεπε ρόδι χρυσό κι ετούτη τη χρονιά, απ' την άλλη χαιρόταν, αλλά δεν τό 'δειχνε, που ο δεύτερος γιος ήταν καλά. Κι εκεί που κανείς δεν το περίμενε λέει ο Σταχτογάτης χωρίς να σταματήσει να σκαλίζει τη στάχτη στο τζάκι: "Δεν μ' αφήνεις κι εμένα, πατέρα, να δοκιμάσω μπας και τα καταφέρω και σου φέρω το χρυσό το ρόδι;" Γέλασαν τ' αδέρφια του. "Τί λες, βρε Σταχτογάτη; Να τα βάλεις εσύ με τον δράκο;" "Κάτσε καλύτερα εκεί που κάθεσαι κι ανακάτευε τη στάχτη!"
"Αν το θέλει, ας δοκιμάσει" λέει ο πατέρας. "Σε τρεις μέρες το τρίτο ρόδι θα είναι ώριμο και τότε θα έρθει κι ο δράκος. Τότε θα δούμε τί αξίζεις, Σταχτογάτη!"

Ο Σταχτογάτης δεν απάντησε, μόνο συνέχιζε να σκαλίζει τη στάχτη. Αργά το βράδυ, σαν είχαν κοιμηθεί όλοι, βγαίνει έξω ο Σταχτογάτης, πάει και βρίσκει κοντά στο ποτάμι ένα γύφτο σιδερά. "Το και το, αδερφέ," του λέει "θέλω σε τρεις μέρες να μου φτιάξεις ένα τοπούζι που ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος να μπορεί να το κάνει ζάφτι!"
"Κι εγώ θέλω δεκατρείς οκάδες στάρι!" απαντάει ο γύφτος.
"Θα τις έχεις! Όταν έρθω να πάρω το τοπούζι μου." λέει ο Σταχτογάτης, τον καληνυχτάει και φεύγει.

Περίμενε ο Σταχτογάτης να περάσουν οι μέρες και καθόταν και σκάλιζε το τζάκι. Την τρίτη μέρα, σαν πήρε να βραδιάζει, ζαλώθηκε ένα σακί με δεκατρείς οκάδες στάρι και μια και δυο, τράβηξε για το ποτάμι, για τον γύφτο σιδερά. Σαν έφτασε, άφηκε κάταγής το σακί και ζήτησε το τοπούζι του, ένα σφυρί στρογγυλό από τη μια μεριά και μυτερό και μυτερό από την άλληνε. Τού 'δειξε ο γύφτο το θεόρατο σφυρί που είχε φτιάξει και τού 'πε "Να σε διω να το σηκώνεις τώρα, παλικαρά μου!" Ο Σταχτογάτης δεν είπε τίποτα, μόνο χαμογέλασε, πήγε έπιασε το τοπούζι απ' την λαβή τό 'βαλε στον ώμο σα να μην είχε βάρος και κίνησε τα μπρος πίσω για τον κήπο και την ροδιά. Κι εκεί περίμενε. Όχι όμως σαν τ' αδέρφια του. Αντίς να περιμένει κάτω στη ρίζα του δέντρου τον δράκο να φανεί, ο Σταχτογάτης σκαρφάλωσε πάνω στα κλαδιά. Κι εκεί, λίγο μετά τα μεσάνυχτα είχε αποκοιμηθεί κι ετούτος. Όμως σαν ήρθε ο δράκος κι άπλωσε τη χερούκλα του να πάρει το ρόδι το χρυσό, σείστηκαν φύλλα και κλαδιά και ξύπνησε ο Σταχτογάτης. Σηκώνει το σφυρί το ασήκωτο και του καταφέρνει μια του δράκου ίσα στο κεφάλι. Βογγάει ο δράκος, αρπάζει το ρόδι και το βάζει στα πόδια. Τρέχει αμέσως ο Σταχτογάτης στο αρχοντικό, ξυπνάει πατέρα κι αδέρφια.
"Το και το" του λέει. "Παραφύλαξα όλο το βράδυ και σαν ήρθε ο δράκος του κατάφερα μια στην κεφαλή με το τοπούζι. Δεν το σκότωσα και άρπαξε το ρόδι το χρυσό, όμως είναι ματωμένος κι αν ακολουθήσουμε το αίμα θα τον βρούμε στο λημέρι του κι εκεί πια, τρεις είμαστε. Θα τον καταφέρουμε να τον κάνουμε ζάφτι και θα πάρουμε πίσω το ρόδι το χρυσό." "Μπράβο, Σταχτογάτη!" λέει ο άρχοντας. "Πάρε τ' αδέρφια σου και τρέχα!"

Και πραγματικά, σελώνουν τρία άλογα, τ' αδέρφια και φεύγουν να βρουν τον δράκο στο λημέρι του.

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου