Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ο Γιάννης ο γιος του ψαρά έγινε πλούσιος και βασιλιάς - 3

Σαν άκουσε ο Γιάννης τί τού'πε ο Κώστας, τρελάθηκε! Βρε καλέ μου... Βρε κακέ μου... προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη... Τίποτα ο Κώστας. Σαν είπε "τη βασιλοπούλα θα πάρω γυναίκα" αυτό ήταν.  Δεν άκουγε κανέναν. Δεν άλλαζε γνώμη.

Την άλλη μέρα το πρωί, ξύπνησε, λούστηκε, στολίστηκε, αποχαιρέτησε τον Γιάννη και μια και δυο τράβηξε για το παλάτι.
"Τί θες;" τον ρωτάει ο φρουρός.
"Να δω τον βασιλιά" λέει θαρρετά ο Κώστας. "Ήρθα να παντρευτώ τη βασιλοπούλα!".
Βάζει τα γέλια, τον αφήνει να περάσει.
Ίσια στον βασιλιά ο Κώστας.
"Βασιλιά μου," του λέει, "το και το: ήρθα να ζητήσω το χέρι της βασιλοπούλας."
"Βρε παιδί μου," του λέει ο βασιλιάς "δε λυπάσαι τα νιάτα σου; Γιατί η κόρη μου θα στο πάρει το κεφάλι. Τόσα και τόσα αρχοντόπουλα προσπάθησαν και κανένα δεν τα κατάφερε. Γύρνα σπίτι σου."
"Όχι! Εγώ θα την πάρω!"
Είδε κι απόειδε ο βασιλιάς τί να κάνει. Αφού ήθελε να φάει το κεφάλι του... Φωνάζει, λοιπόν, τους υπασπιστές του και οδηγούν τον Κώστα σ'ένα δωμάτιο ψηλά στον πύργο. Εκεί τον περίμενε η βασιλοπούλα με τον δήμιο. Έναν αράπη δυο μέτρα, με τη σπάθα να γυαλίζει καλοακονισμένη, έτοιμη να του πάρει το κεφάλι. Εκεί ο Κώστας θα έμενε τρεις μέρες και τρεις νύχτες και αν σε αυτό το διάστημα δεν έκανε τη βασιλοπούλα να μιλήσει, το τέταρτο πρωί ο αράπης θα του έπαιρνε το κεφάλι.

Μπήκε ο Κώστας στο δωμάτιο, θαύμασε τα χρυσά και τα μαλάματα και τα σεντέφια που το στόλιζαν. Θαύμασε το κρεβάτι με τα πουπουλένια στρώματα και το τραπέζι που ήταν στρωμένο με χίλια καλούδια που δεν τα έβαζε ο νους. Στην βασιλοπούλα όμως δεν έριξε ούτε μια ματιά. Σα να μην ήταν εκεί. Σαν ήρθε η ώρα έφαγε και το βράδυ έπεσε για ύπνο. Κι έτσι πέρασε η πρώτη μέρα και η πρώτη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί, έφαγε ο Κώστα τα φρέσκα τα ψωμιά και δοκίμασε τα βούτυρα και τα μέλια. Άνοιξε το παράθυρο και θαύμασε τη θέα από κει πάνω, που μπορούσες να δεις όσο πιάνει το μάτι βουνά και λαγκάδια και πεδιάδες και ποτάμια και λίμνες και θάλασσες... τη χώρα ολάκερη... Και πέρασε κι αυτή η μέρα χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην βασιλοπούλα, χωρίς να τη μιλήσει. Τίποτα. Σα να μην υπήρχε, σα να μην ήταν στο δωμάτιο. Πού είχε ντυθεί στα μεταξωτά και στα βελούδα και σκύλιαζε απ' το κακό της που ο Κώστας δεν γύρναγε να την κοιτάξει. Πάει κι η δεύτερη μέρα, πάει κι δεύτερη νύχτα και ξημέρωσε ο Θεός την τρίτη. Ο Κώστας το ίδιο βιολί. 'Εφαγε ήπιε, αλλά στη Βασιλοπούλα ούτε ματιά ούτε λαλιά. Έβραζε από μέσα της αυτή. Περνούσε επίτηδες από μπροστά του, αλλά τίποτα ο Κώστας -έξυνε τ' αυτί του.

Σαν νύχτωσε και έφαγε ο Κώστας ένα δείπνο βασιλικό με φασιανούς και ζαρκάδια και γλυκά σοροπιαστά και τα καλύτερα κρασιά και σερμπέτια, ήρθαν οι υπηρέτες και μάζεψαν το τραπέζι. Περνούσε η ώρα δεν κοιμόταν ο Κώστας, μόνο κοίταγε έξω απ' το παράθυρο. Στην βασιλοπούλα ματιά. Κι εκεί που κοίταγε έξω, γυρνάει και λέει στον δήμιο:
"Βρε αράπη, τρεις μέρες είμαστε μαζί και τρεις νύχτες με την αποψινή κι αύριο το πρωί θα μου πάρεις το κεφάλι. Κάτσε να σου πω ένα παραμύθι να περάσει πιο ευχάριστα η τελευταία νύχτα."
"Και δε μου λες, αν σου κάνει κέφι..." απαντάει ο αράπης και αρχίζει ο Κώστας το παραμύθι:

"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος, όχι μακρυά από δω, ένα βράδυ σκοτεινό συναντήθηκαν ένα μαραγκός, ένας ράφτης κι ένας σοφός. Και οι τρεις είχαν φύγει από τον τόπο τους για να βρουν την τύχη τους στην μεγάλη πολιτεία. Αργά ήταν, κρύο έκανε, οι λύκοι αλιχτούσαν, τί να κάνουν οι τρεις άντρες; Σκέφτηκαν κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά και πριν πέσουν να κοιμηθούν τράβηξαν κλήρο ποιός θα έμενε ξύπνιος να φυλάει τη φωτιά πρώτος, ποιός δεύτερος και ποιός τρίτος. Πρώτος ήταν ο μαραγκός να φυλάξει σκοπιά. Αργά πέρναγε η ώρα και για να μη σκέφτεται τα αγρίμια και φοβάται λέει 'μιας κι είμαστε στο δάσος κι έχω τα σύνεργα μαζί δεν πιάνω να κάνω κάτι να περάσει η ώρα;' και μια και δυο ανοίγει τον τορβά του, βγάζει από μέσα τα σύνεργα της δουλειάς του, βρίσκει ένα καλό κομμάτι ξύλο κι αρχίζει να το πελεκάει. Όταν τελείωσε, είχε κάνει ένα ξύλινο άνθρωπο. Κοιτάει το ρολόι του ήταν ώρα για τον ράφτη να φυλάξει τη φωτιά. Το ξυπνάει και πέφτει για ύπνο. Ξυπνάει ο ράφτης, ρίχνει ξύλα στη φωτιά που ήταν έτοιμη να σβήσει. Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, βλέπει τον ξύλινο άντρα που είχε πελεκίσει ο μαραγκός. 'Βρε, για δες, τι σκάρωσε ο μαραγκός!' σκέφτηκε. 'Μιας κι έχω μαζί κλωστές και βελόνες και κάτι ρετάλια, δεν του κάνω ρούχα να μην κρυώνει και να περάσει και η ώρα;' Κι όπως το σκέφτηκε, ανοίγει το δισάκι του, βγάζει τα σύνεργά του και τα ρετάλια του και αρχίζει κόψε-ράψε να σκαρώνει ένα κοστούμι για τον ξύλινο άνθρωπο. Μόλις του φόρεσε τα ρούχα και είδε πως του ερχόταν κουτί, κοιτάει το ρολόι. Ήταν ώρα να ξυπνήσει τον σοφό. Το ξυπνάει και πέφτει για ύπνο. Ξυπνάει ο σοφός, ρίχνει ξύλα στη φωτιά. Ρίχνει μια ματιά τριγύρω, βλέπει το ξύλινο άνθρωπο. 'Α,' σκέφτεται 'απ' ό,τι φαίνεται, για να περάσει την ώρα του ο μαραγκός όσο περίμενε να ξυπνήσει τον ράφτη, πελέκισε αυτόν τον ξύλινο άνθρωπο. Με τη σειρά του ο ράφτης όσο πρόσεχε τη φωτιά μας να μη σβήσει, του έραψε ρούχα. Τί μπορώ να κάνω εγώ γι' αυτόν; Έχω τα βιβλία μου μαζί. Θα τον διδάξω όσα ξέρω!' Και ευχαριστημένος με την απόφασή του ο σοφός, έβγαλε τα βιβλία του κι άρχισε να διαβάζει στον ξύλινο άνθρωπο. Διάβαζε όλο το βράδυ όλων των ειδών τα πράματα και τις σοφίες και το πρωί σαν ξύπνησε τον μαραγκό και τον ράφτη, γιατί ήταν ώρα να φύγουν, ο ξύλινος άνθρωπος δεν ήταν πια εκεί, γιατί είχε σοφία και πνεύμα και είχε γίνει αληθινός άνθρωπος και είχε πάρει τον δρόμο του. Και σε ρωτώ τώρα εσένα, αράπη, που είσαι μια ζωή στο παλάτι και πολλά έχουν δει τα μάτια σου κι έχουν ακούσει τ'αυτιά σου: ποιός από τους τρεις έκανε το μεγαλύτερο καλό στον ξύλινο άνθρωπο; ο μαραγκός, ο ράφτης ή ο σοφός;"


Συνεχίζεται....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου