Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ο Γιάννης ο γιος του ψαρά έγινε πλούσιος και βασιλιάς - 1

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινήσει....

Μια φορά κι ένα καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια, σε μια μεγάλη πολιτεία κοντά στην θάλασσα, ζούσε ένα ψαράς . Φτωχός ήταν  και όλο του το βιος ήταν η καλύβα που ζούσε με τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο και η βαρκούλα του. Κάθε πρωί -πολύ πρωί, πριν ακόμα χαράξει η μέρα- έμπαινε στη βάρκα του και ανοιγόταν στο πέλαγο με την ελπίδα να πιάσει μια καλή ψαριά και φέρει το φαΐ της μέρας στο τραπέζι. Μα με καλό καιρό μα με κακό, ο ψαράς πάλευε να τα βγάλει πέρα και άλλες φορές τα κατάφερνε και άλλες όχι. Αγαπούσε όμως πολύ τη γυναίκα του και τον γιό του και προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε και ένα κομμάτι ψωμί, μα ξερό μα φρέσκο, πάντα υπήρχε στο τραπέζι τους.

Ήρθε και μια χρονιά που ο χειμώνας ήταν βαρύς και η θάλασσα ανταριασμένη και ήταν πολλές μέρες που δεν μπορούσε να βγει στο πέλαγο. Και σα να μην έφτανε αυτό ήταν καιρός τώρα που ο γιός του -ας τον πούμε Γιάννη- του ζητούσε να τον πάρει μαζί του στο ψάρεμα. Όμως ο ψαράς δεν τον έπαιρνε και το παιδί όλο τον επέμενε: "Πάρε με, καλέ πατέρα, κι εμένα μαζί σου στη βάρκα!" Αλλά τίποτα. Σα να μην άκουγε ο ψαράς. Πού να πάρει το παιδί μαζί του στη θάλασσα και στην αλμύρα... Φοβόταν μην αρρωστήσει. Και τότε ποιος της άκουγε την ψαρού του!

Μια μέρα, μετά από πολύ καιρό που είχε φουρτούνες και δεν μπορούσε να πάει για ψάρεμα, ξυπνάει ο ψαράς και βλέπει τον καιρό και ήταν χαρά Θεού στη μέση του χειμώνα. "Θα πάω στο ψάρεμα" σκέφτεται. Εκεί που ετοιμαζόταν, αρχίζει πάλι τα παρακάλια ο γιος του: "Πάρε με κι εμένα μαζί σου! Σε παρακαλώ!" Είδε κι απόειδε ότι δεν παίρνει ούτε από καλό ούτε από άγριο ο γιος του, λέει στη γυναίκα του: "Γυναίκα, ντύσε καλά το παιδί, γιατί θα έρθει μαζί μου στο ψάρεμα σήμερα. Ντύνει η γυναίκα τον Γιάννη με μάλλινα και με ζεστά, του δίνει και μια πετσέτα με λίγο ψωμί και λίγο τυρί, τον σταυρώνει και στον στέλνει στο καλό μαζί με τον άντρα της.

Αφού βγήκαν στο πέλαγο και ρίξαν τα δίχτυα στον ψαρότοπο, ο ψαράς κι ο γιος του, ψάρευαν καθετή να περάσει η ώρα μέχρι να τα μαζέψουν και μήπως και βγάλουν τίποτα παραπάνω. Περνούσε η ώρα και ξαφνικά κάτι τσιμπάει στην πετονιά του Γιάννη.Κάνει μια έτσι, αρχίζει να την τραβάει έξω, τί να δει: ένα ολόχρυσο ψάρι. "Πατέρα! Κοίτα τί έπιασα!" φωνάζει με τη μία. Κοιτάζει ο ψαράς, τρίβει τα μάτια του. Σπαρταρούσε μπροστά τους ένα ολόχρυσο ψάρι. Γυρνάει, λέει στο γιο του "Γιάννη, κάναμε την τύχη μας! Αυτό το ψάρι θα το πουλήσουμε στο παλάτι, στον βασιλιά! Θα μας ανταμοίψει γερά για τέτοιο χρυσό πεσκέσι που θα του πάμε!" Και μια και δυο, γεμίζει έναν κουβά θαλασσινό νερό και ρίχνει μέσα το χρυσό ψάρι για να μείνει φρέσκο και ζωντανό. Πιάνει τα κουπιά, λέει και του Γιάννη να κάνει το ίδιο και βάζουν πλώρη για το μεγάλο λιμάνι. Φτάνουν, λέει ο ψαράς στον Γιάννη: "Κάτσε εσύ εδώ και πρόσεχε μη μας κλέψει κανείς το χρυσό ψάρι κι εγώ τρέχω στο παλάτι." και πηδάει έξω από τη βάρκα. Έμεινε ο Γιάννης να φυλάει το ψάρι. Περνούσε η ώρα, έβλεπε ο Γιάννης το ψάρι το χρυσό να κολυμπάει στον κουβά και σκεφτόταν "Κρίμα δεν είναι τόσο όμορφο ψάρι να το φάει ο βασιλιάς...;" και χωρίς να το πολυσκεφτεί πιάνει μια και ρίχνει το ψάρι πίσω στη θάλασσα μαζί με τον κουβά. Τώρα; Άρχισαν να τον ζώνουν σα φίδια οι κακές σκέψεις: "και σαν γυρίσει ο πατέρας και δεν βρει το ψάρι; θα με δείρει... κι αν ο βασιλιάς δεν πάρει το ψάρι, θα πει πως ο πατέρας τον κορόιδεψε και θα τον τιμωρήσει... κι αν..." Και μέσα στην απελπισία του, πηδάει έξω από τη βάρκα και το βάζει στα πόδια. Τρέχει, τρέχει, μέχρι που δεν τον βαστούσαν τα πόδια του άλλο. Σταματάει να πάρει μια ανάσα να δει τί θα κάνει. Κοιτάει γύρω του, είχε βγει από την πολιτεία και ήταν στο δάσος τώρα. Ψηλά δέντρα παντού γύρω και σε λίγο θα έπαιρνε να βραδιάζει. "Τί εδώ, τί αλλού..." σκέφτηκε και συνέχισε να περπατάει όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος.

Νύχτωσε για τα καλά πια και ο Γιάννης ακόμα περπατούσε. Κουρασμένος, πεινασμένος, ακόμα πήγαινε ΄μέσα στο κρύο και στη νύχτα χωρίς να ξέρει που. Εκεί που πήγαινε, βλέπει ένα φως από μακρυά. Αποφασίζει να πάει πιο κοντά να δει. Μια φωτιά. Όπως πλησιάζει,μια φωνή: "Επ! Ποιός είναι εκεί; Φανερώσου!" Φανερώνεται. "Εγώ είμαι, ο Γιάννης, ο γιος του ψαρά." "Έλα" του λέει η φωνή. Πάει ο Γιάννης, τί να δει: ένα αγόρι στα χρόνια του, καθόταν σταυροπόδι κοντά στη φωτιά. "Κάτσε" του λέει "Εγώ είμαι ο Κώστας, ο ψυχογιός του τσομπάνη." "Και τί ζητάς εδώ τέτοια ώρα χωρίς κοπάδι;" ρωτάει ο Γιάννης "Αυτό κι αυτό, εκεί που άρμεγα σήμερα έριξα κάτω όλες τις καρδάρες με το γάλα και φοβήθηκα πως θα με δείρει ο τσομπάνης όταν γυρίσει από την πόλη και το έσκασα. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ πάνω;" ρώτησε με τη σειρά. "Εγώ έπιασα ένα χρυσό ψάρι το πρωί και ο πατέρας μου θα το πουλούσε στον βασιλιά, αλλά εγώ το λυπήθηκα κα το έριξα πίσω στη θάλασσα και μετά φοβήθηκα πως θα με τιμωρούσε ο πατέρας μου ή χειρότερα, πως ο βασιλιάς θα τιμωρούσε τον πατέρα μου και το έσκασα κι εγώ." "Αφού φευγάτοι απ' τα σπίτια μας είμαστε και οι δυο" λέει το τσομπανόπουλο -ας τον πούμε Κώστα- "τί λες να γίνουμε αδέρφια και να πάμε να βρούμε την τύχη μας μακρυά από δω;" "Να γίνουμε!" λέει ο Γιάννης.

Και τα δυο παιδιά δώσαν τα χέρια και γίνανε αδέρφια.

Συνεχίζεται....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου