Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ο Γιάννης ο γιος του ψαρά έγινε πλούσιος και βασιλιάς - 4

Κάνει, που λέτε την ερώτηση ο Γιάννης στον αράπη και περιμένει την απάντηση: 'Ποιός έκανε την πιο καλή δουλειά: ο μαραγκός, ο ράφτης για ο σοφός;"

"Ο ράφτης, που τού 'κανε τα ρούχα να μην κρυώνει!" λέει ο αράπης!
"Όχι, βρε βλάκα! Ο σοφός!" φωνάζει εξοργισμένη η βασιλοπούλα με την απάντηση που έδωσε ο δήμιος της χωρίς να σκεφτεί καθόλου. Γιατί,μπορεί να μην μιλούσε καθόλου η βασιλοπούλα, αλλά τα αυτιά της τά 'χε τεντωμένα και άκουγε κάθε λέξη του Κώστα. Και στο τέλος δεν βάσταξε και μίλησε.

Αυτό ήταν. Μάρτυρας ο αράπης, η βασιλοπούλα μίλησε! Τρέχουν, το λεν στο βασιλιά! Χαρές εκείνος! Απ' τη μια που η κόρη του μίλησε κι απ' την άλλη που δεν θα χανόταν άλλα παλικάρια. Στέλνει τελάληδες να το διαλαλήσουν παντού και μετά διατάζει ν' αρχινίσουν οι ετοιμαστείτε για τον γάμο. Αρχίζουν να τρέχουν πάνω-κάτω όλοι, να ετοιμάσουν τον βασιλικό γάμο. Φωνάζει ο βασιλιάς τον Κώστα, του λέει: "Γιε μου -γιατί γιος μου είσαι τώρα που θα παντρευτείς την κόρη μου και μια μέρα σαν κλείσω εγώ τα μάτια μου θα γίνεις εσύ βασιλιάς- γιε μου, οι γάμοι θα γίνουν ταχιά-ταχιά, γι' αυτό κάλεσε τους γονείς σου και τους συγγενείς σου όλους να χαρούν με τη χαρά σου." "Βασιλιά μου," λέει ο Κώστας, "έναν αδερφό έχω όλο κι όλο σ' αυτόν το κόσμο και θα 'θελα να πάω να τον δω, να τακτοποιήσουμε και τις δουλειές μας..." "Να πας, γιε μου!" του λέει χαρούμενος ο βασιλιάς. "Και να τον φέρεις και στο παλάτι για τον γάμο!"

Φεύγει ο Κώστα απ' το παλάτι και μια και δυο, πάει βρίσκει τον Γιάννη στον πρώτο καφενέ, τον καφενέ του μπάρμπα-Σταύρου. Σαν τον βλέπει ο Γιάννης, τρελάθηκε απ' την χαρά του! Αγκαλιές! Φιλιά! Και δωσ' του να κερνάει το μαγαζί! Σαν πήρε να βραδιάζει κάθονται τα δυο αδέρφια κάτω να μιλήσουν και στα σοβαρά τώρα. "Γιάννη," λέει ο Κώστας "σε τρεις μέρες παντρεύομαι τη βασιλοπούλα κι εσένα θέλω για κουμπάρο μου. Γι' αυτό αύριο πρωί-πρωί, πάρε λεφτά και πάνε στην αγορά και ψούνισε ό,τι σ' αρέσει κι ότι τραβάει η ψυχή σου." "Μεγάλη τιμή μου κάνεις, αδερφέ," λέει ο Γιάννης "κι ελπίζω ο βασιλιάς να συμφωνήσει. Αύριο το πρωί θα πάνω όπως μου' πες."

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, παίρνει ο Γιάννης μπόλικους παράδες μαζί, πάει στην αγορά. Στους πιο ονομαστούς ραφτάδες πήγε, στους καλύτερους τσαγκάρηδες, στους πιο φημισμένους καπελάδες.  Όλη μέρα έλειπε. Το σούρουπο, σα γύρισε, μια άμαξα ολάκερη είχε μαζί του, τα ψώνια που έκανε. Τά 'δειξε στον Κώστα, χάρηκε εκείνος. Την άλλη μέρα λέει ο Κώστας "Αδερφέ μου, σήμερα θα πάω εγώ να ψουνίσω τα γαμπριάτικά μου." Φεύγει, σε μια ώρα ήταν πίσω μ' ένα πακέτο παραμάσχαλα.
"Τί'ναι αυτό;" τον ρωτάει ο Γιάννης.
"Τα γαμπριάτικα!" απαντάει ο Κώστας.
"Αυτά ήθελα αυτά πήρα. Σε ρώτησα εγώ γιατί πήρες ό,τι πήρες χθες;"
"Όχι..."
"Ε, τότε κι εσύ μη ρωτάς. Εγώ αυτά που ήθελα αυτά πήρα και με το παραπάνω!"
Έμεινε με την απορία ο Γιάννης, αλλά και τί να κάμει. Δίκιο είχε ο Κώστας.

Και ήρθε η μέρα του γάμου και όλος ο κόσμος κι ο λαός ήταν στην εκκλησία. Στημένος στο ιερό ο Γιάννης, ντυμένος στην τρίχα, σα πρίγκηπας έμοιαζε. Όμορφο παλικάρι, όλοι ήξεραν τί προκομμένος ήταν και τον καμάρωναν. Δίπλα του καμαρωτός και κορδωτός ο Κώστας κι όλοι απορούσαν μπας και είχε τρελαθεί που θα παντρευόταν τη βασιλοπούλα. Γιατί τέτοιο γαμπρό πρώτη φορά έβλεπαν, με κίτρινα κίτρινες κάλτσες, κίτρινα παπούτσια, κίτρινο παντελόνι, κίτρινο πουκάμισο, κίτρινη γραβάτα, κίτρινο γελέκο, κίτρινο σακάκι, κίτρινο καπέλο, κίτρινα γάντια... Στοίχημα βάζαν κάποιοι πως και το σώβρακό του κίτρινο θα ήταν! Έρχεται η βασιλοπούλα νύφη στο μπράτσο του βασιλιά, τί να δει! Έναν γαμπρό σαν νά 'χε βγάλει τη χρυσή, ντυμένο στα κίτρινα απ' την κορφή μέχρι τα νύχια. Δαγκάθηκε. Δεν την άρεσε. Κι όλο σκεφτόταν "δεν ήταν νά 'παιρνα γι' άντρα  τον κουμπάρος; Αυτός μοιάζει πρίγκηπας σωστός, αμά ετούτος...;" Αλλά τί να κάνει, δεν έλεγε τίποτα. Μόνο δάγκωνε το χείλι της.

Σαν έγινε ο γάμος και τέλειωσε, αρχίνεψε το γλέντι. Περνούσε η ώρα γιόρταζε κόσμος και κοσμάκης! έλαμπε το παλάτι. Κι ήρθε η ώρα να παν ο Κώστα κι η βασιλοπούλα στην νυφικιά την κάμαρη. Μπαίνουν μέσα, όλα στολισμένα, κάνει μια έτσι ο Κώστας και πέφτει στο κρεβάτι όπως ήταν: με τα ρούχα και με τα παπούτσια. Ούτε το κίτρινο καπέλο δεν έβγαλε! Γυρίζει την πλάτη στη βασιλοπούλα κι αρχίζει να ροχαλίζει. Έκανε πως κοιμόταν. Τί να κάνει κι εκείνη η έρμη, αλλάζει και πέφτει στο κρεβάτι. Και σκεφτότανε τί καλά που θά 'τανε αν είχε παντρευτεί τον Γιάννη που και όμορφος ήταν και τρόπους είχε και αρχοντιά, αντί γι' αυτόν τον... τον... τον χωριάτη! Που ούτε το κίτρινο καπέλο δεν έβγαλε! Κι αυτά σκεφτόταν η βασιλοπούλα και την πήρε ο ύπνος. Ο Κώστας όμως που δεν κοιμόταν, περίμενε. Τί περίμενε...; Σα χτύπησαν μεσάνυχτα, εκεί που κοιμόταν η βασιλοπούλα και παραμιλούσε για τον Γιάννη και την κακή της τύχη να παντρευτεί τον Κώστα, πώς ανοίγει το στόμα της, πετιέται από μέσα ένα μαύρο φίδι 3 πήχες μακρύ. Πάει να δαγκάσει τον Κώστα. Κάνει μια έτσι το χέρι του ο Κώστας, το αρπάζει, το πνίγει. Το πετάει κάτω από το κρεβάτι. Αρχίζει πάλι να ροχαλίζει. Περνούσαν οι ώρες, εκεί κοντά στο ξημέρωμα, ανοίγει πάλι η κοιμισμένη βασιλοπούλα το στόμα της πετιέται ένας άλλος φίδαρος, διπλάσιος από τον προηγούμενο. Το αρπάζει κι αυτόν ο Κώστας, τον σκοτώνει και τον πετάει κάτω απ' το κρεβάτι.

Ήρθε κάποτε το πρωί, ξύπνησε το παλάτι, πάει ο Κώστας, Βρίσκει τον βασιλιά.
"Βασιλιά μου," λέει "τώρα που παντρεύτηκα την κόρη σου, θέλω να γυρίσω πίσω στον τόπο μου, να γνωρίζουν οι συμπατριώτες μου τη γυναίκα μου και να φροντίσω και γι' αυτούς τώρα που είμαι πλούσιος και γαμπρός του βασιλιά. Γι' αυτό, φόρτωσε την προίκα της βασιλοπούλας και αύριο το πρωί θα ξεκινήσουμε." Απόρησε ο βασιλιάς, δεν ήξερε τί να σκεφτεί. "Μην ανησυχείς" του λέει ο Κώστας "και όλα θα πάνε καλά." Τον πίστεψε εκείνος. Στο κάτω-κάτω της γραφής αυτός είχε κάνει τη βασιλοπούλα να μιλήσει. Διατάζει να ετοιμάσουν τα προικιά της βασιλοπούλας για το ταξίδι. Πάει στο μεταξύ ο Κώστας και βρίσκει τον Γιάννη. "Βρε! Τί κάνεις εσύ εδώ;" τον ρωτάει ο Γιάννης σαν τον βλέπει μπροστά του. "Αυτό ήρθα να σου πω, αδερφέ: το και το. Παίρνω τη γυναίκα μου και γυρνάω πίσω στο χωριό μου και θέλω να σε παρακαλέσω να έρθεις μαζί μας. Ίσως είναι καιρός να πας κι εσύ πίσω να δεις τί γίνονται οι δικοί σου..." "Καλά το σκέφτηκες." λέει ο Γιάννης. "Θα έρθω."

Την άλλη μέρα όλα ήταν έτοιμα στο παλάτι. Οκτώ άμαξες με έξι άλογα η κάθε μια κουβαλούσαν τα προικιά της βασιλοπούλας, και στην ένατη ανέβηκαν ο Κώστας, ο Γιάννης και η νιόνυφη και ξεκίνησαν. Πήγαιναν... πήγαιναν... Όλη μέρα κάλπαζαν τ' αλόγατα. Λίγο πριν το σούρουπο δίνει διαταγή ο Κώστας να σταματήσουν. "Μα εδώ; στην μέση του δάσους;" τόλμησε να ρωτήσει η βασιλοπούλα. "Δουλειά σου δεν είναι, γυναίκα!" της είπε απότομα ο Κώστας. Δεν άρεσε αυτό στον Γιάννη, αλλά δεν είπε και τίποτα γιατί ήταν περίεργος να δει πού το πήγαινε ο Κώστας...; Κατεβαίνουν από την άμαξα, κάθουνται να κολατσίσουν.

"Αδερφέ μου," λέει ο Κώστας "γνωρίζεις αυτό το μέρος;"
Κοιτάει γύρω του ο Γιάννης, σα γνωστό του φάνηκε.
"Αυτό είναι το μέρος που βρεθήκαμε πρώτη φορά, τότε που το είχαμε σκάσει κι οι δυο απ' τα σπίτια μας για τον φόβο του ξύλου."
"Βρε, καλά λες..." θυμήθηκε.
"Εδώ, λοιπόν είναι και το κατάλληλο μέρος να χωρίσουν οι δρόμοι μας και να τραβήξει ο καθένας τον δικό του."
Συμφώνησε ο Γιάννης και ο Κώστας συνέχισε:
"Κι αφού τις δουλειές μας τις έχουμε μοιρασμένες και τακτοποιημένες, θα μοιραστούμε και την προίκα που πήρα."
"Μα βρε, Κώστα, αυτή είναι δικιά σου! Δεν είναι για μοίρασμα!"
"Αφού το λέω εγώ είναι!"
'Κάτι δεν πάει καλά με τον αδερφό μου...' σκέφτηκε ο Γιάννης αλλά δεν είπε τίποτα.
Διατάζει ο Κώστας κατεβάζουν τα σακιά με τις λίρες κι αρχινάει το μοίρασμα: μια εσύ, μια εγώ... μια εσύ, μια εγώ... Μένει στο τέλος μια λίρα.
"Πάρ' την εσύ, αδερφέ" λέει ο Γιάννης.
"Όχι! Από μισή!" λέει ο Κώστας και βγάζει το σπαθί κι όπως ήταν η λίρα πάνω στο κούτσουρο, δίνει μια και την κόβει στα δύο.
Μετά από αυτό "άντε, να χαιρετηθούμε τώρα..." λέει ο Γιάννης που είχε αρχίζει να πιστεύει πως ο Κώστας είχε τρελαθεί.
"Πού να πάμε; Τις άμαξες δεν τις μοιράσαμε!"
Εννιά ήταν, είπαμε, οι άμαξες, δυο αυτοί. Παίρνουν από τέσσερις μένει μία.

"Πάρ' την εσύ, αδερφέ" λέει πάλι ο Γιάννης.
"Όχι! Από μισή!" λέει ο Κώστας και βγάζει το σπαθί και γκάπα-γκούπα κομματιάζει την άμαξα στα δυο.
"Ε, τώρα ν' αγκαλιαστούμε και να πηγαίνουμε, γιατί μας πιάνει σούρουπο..." άρχισε να λέει ο Γιάννης, αλλά τον έκοψε πάλι ο Κώστας.
"Πού να πηγαίνουμε; Και τη γυναίκα;"
"Τί λες, βρε Κώστα; Πώς θα μοιραστούμε τη γυναίκα; Δικιά σου γυναίκα είναι! Εσύ έπαιξες το κεφάλι σου για να την πάρεις!" πήγε να του αλλάξει τα μυαλά ο Γιάννης, αλλά το μάτι του Κώστα γυάλιζε. 
"Εμείς όλα τα μοιραζόμαστε! Τί αδέρφια είμαστε... Θα πάρουμε και τη γυναίκα μισή-μισή!"
"Πως, βρε άνθρωπε του Θεού; Δεν γίνεται αυτό!"
"Σιγά το πράμα!" λέει ο Κώστας. "Θα την κόψουμε στη μέση!"
Σαν τ' άκουσε αυτό η βασιλοπούλα έμπηξε τα κλάματα. 
"Και πως θα το κάνουμε αυτό;" ρώτησε ο Γιάννης που ήθελε να κερδίσει λίγο χρόνο αν δει πως θα έσωσε την καημένη τη βασιλοπούλα.
"Α, μη σκας! Εύκολο είναι: θα την πιάσει από το ένα πόδι εσύ, από το άλλο εγώ, θα την τινάξουμε ψηλά και χρατς! Θα τη σχίσουμε στα δυο και θα πάρουμε από μισή."
Σηκώνεται ο Κώστας αρπάζει τη βασιλοπούλα από το μαλλί, τη σέρνει, την πάει μπροστά στον Γιάννη.
"Αυτό δεν το κάνω!" αγρίεψε ο Γιάννης.
"Α, όχι;" του βάζει το σπαθί στο λαιμό.
"Πιάσ'την απ' το πόδι!"
Τί να κάνει ο Γιάννης την πιάνει από το πόδι. Την πιάνει κι ο Κώστας από το άλλο και πάνω που πάνε να την τινάξουν, ανοίγει το στόμα η βασιλοπούλα να φωνάξει "μη!" και πετιέται ένας φίδαρος έννιά πήχες μακρύς! Σηκώνει το σπαθί ο Κώστας τον σκοτώνει. Την αφήνουν σιγά-σιγά κάτω τη βασιλοπούλα, που ακόμα έκλαιγε και δεν είχε καταλάβει τί είχε γίνει. 

"Αυτό ήταν!" λέει ευχαριστημένος ο Κώστας. "Τώρα θα είναι μια καλή γυναίκα. Γιατί η βασιλοπούλα είχε τρία φίδια μέσα της. Τα δυο τα σκότωσα το πρώτο βράδυ, μετά το γάμο. Ήταν η περιφάνεια της και η υπεροψία της. Το τρίτο, που με βοήθησες να το βγάλω από μέσα της ήταν ο εγωισμός της. Τώρα θα ζήσετε καλά." Και μετά την τελευταία κουβέντα... παφ! γίνεται άφαντος ο Κώστας.

"Κώστα! Εεεε! Κώστα! Αδερφέ! Πού είσαι;" φώναζε και ξαναφώναζε ο Γιάννης. Και μια φωνή από μακριά, σα να μίλαγε ο αγέρας μέσα στις φυλλωσιές είπε: "Ε, Γιάννη! Θυμάσαι το χρυσό ψαράκι που έπιασε και μετά το λυπήθηκες και το ξανάριξες στη θάλασσα; Ε, αυτό το ψαράκι είμαι, εγώ ο Κώστας, που με είχες αδερφό σου. Και για το καλό που μού 'καμες, εγώ σε κάνω βασιλιά τώρα. Πάνε πάρε τους γέρους γονείς μου και γύρνα στο παλάτι και παντρέψου τη βασιλοπούλα, γιατί εσένα αγάπησε. Και ζήσε καλά και συνετά...."

Κι αυτό έκανε ο Γιάννης. Ανέβηκε στην άμαξα και πήγε και βρήκε τους γέρους γονείς του, στο καλυβάκι πλάι στη θάλασσα. Και σα τους είπε τί είχε γίνει όλα αυτά τα χρόνια, τους πήρε μαζί και γύρισε στο παλάτι. Κι εκεί, όπως είχε πει ο Κώστας, που ήταν το μικρό χρυσό ψάρι, παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα και σαν έκλεισε τα μάτια του ο βασιλιάς, βασίλεψε εκείνος στη θέση του και ήταν καλός και συνετός. Και η βασιλοπούλα του έκανε πολλά παιδιά και ζήσαν αυτοί καλά μέχρι τα βαθιά γεράματα κι εμείς καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου